μέχρι
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
and μέχρῐς, Adv.
A as far as, so used chiefly in Prose and before a Prep., μέχρι πρός… Pl.Ti.25b, Criti.118a; μέχρι εἰς X.An.6.4.26; ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα ζώννυσθαι Call.Dian.11: before Advs. of place or Time, μέχρι ἐνταῦθα Pl.Sph.222a, al.; μέχρι δεῦρο τοῦ λόγου Id.Smp. 217e; μέχρι ὅποι… Id.Grg.487c; μέχρι ὅπου… Call.Del.169; οὕτω μέχρι πόρρω D.18.163; μέχρι τότε Th.8.24; μέχρι τὰ νῦν Pl.Lg.686b; μέχρι νῦν (v.l. τοῦ νῦν) D.S.17.110; μέχρι καὶ νῦν Str.16.2.13; μέχρι πότε χηρεύομεν; Ach.Tat.4.1.
II Prep. c. gen., even to, as far as,
1 of place, μέχρι θαλάσσης Il.13.143; μέχρι τοῦ γούνατος Hdt.2.80; μέχρι τῆς πόλεως Th.6.96, cf. X.An.1.7.6, al.: rarely following its case, ὀμφαλοῦ μέχρι Pl.Lg.925a, cf.Supp.Epigr.3.400.5 (Delph., iii B.C.).
2 of time, τέο μέχρις; i.e. τίνος μέχρι χρόνου; how long? Il.24.128; μέχρις τεῦ; Callin.1.1: in Prose, μέχρι τούτου Hdt.1.4; μέχρι οὗ, μέχρι ὅσου, Pl.Mx.245a, Hdt.8.3, al.; μέχρι τοσούτου, ἕως ἂν… Th.1.90; μέχρι τούτου,… μέχρις ἂν ῥηθῶσιν Din.1.91, cf. Pl.Phd. 81d: with the Art., τὸ μέχρι ἐμεῦ up to my time, Hdt.3.10, 5.115; μέχρι τῆς ἐκείνου ζόης till the end of his life, Id.3.160; μέχρι ἡμερέων ἑπτά Id.6.12; μέχρι Πυθίων Th.5.1; μέχρι ἡλίου δύντος IG12.188.4.
3 of Measure or Degree, μέχρι τοῦ δικαίου so far as consists with right, Th.3.82; μέχρι τοῦ δυνατοῦ Pl.R.498e; μέχρι ὑγιείας, μέχρι ἡδονῆς, ib.559a, Grg.500b; μέχρι θανάτου Ep.Phil.2.8.
4 with Numbers to express a round sum, up to, about, nearly, μέχρι δώδεκα X.Smp.2.8, etc.: sometimes without altering the case of the Subst., τοὺς μέχρι τριάκοντα ἔτη γεγονότας Aeschin.2.133; but πίνειν… τοὺς μέχρι ἐτῶν τριάκοντα Apollod.Car.5.19; μέχρι τινὸς πλήθους up to a certain number, Aen.Tact.15.3: hence, just short of, μέχρι κόρου μετρεῖσθαι J.BJ2.8.5.
5 in Hdt., μέχρι οὗ is sometimes used like the simple μέχρι, μέχρι οὗ ὀκτὼ πύργων 1.181; μέχρι οὗ τροπέων τῶν θερινέων 2.19; μέχρι ὅτεν πληθώρης ἀγορῆς ib.173.
III as a Conj., until, c. ind., μέχρι… ὁρμὴ ἐνέπεσε Th.4.4, cf. Pl.Smp. 220d; μέχρι σκότος ἐγένετο X.An.4.2.4; μέχρι ἄν c. subj., ib.1.4.13, 2.3.24; μέχρις ἂν ἥλιος δύῃ IG12(5).647.17 (Ceos); μέχρις κε μένῃ Call.Sos.5.4: rarely without ἄν, μέχρι τοῦτο ἴδωμεν Hdt.4.119; μέχρι πλοῦς γένηται Th.1.137; μέχρι οὗ τι δόξῃ Id.3.28; μέχρι τέκῃ Call.Sos.5.5; μέχρις οὗ εἴπῃ Herod.2.43; μέχρι καταντήσωμεν Ep.Eph.4.13; μέχρις ἵνα ψαύσειε Call.Dian.28 (s.v.l.): c. inf., μέχρι σβεσθῆναι τὸ πῦρ App.Hisp.75; μέχρις ἠῶ δῖαν ἱκέσθαι Q.S. 1.830; also μέχρι ἂν ἕξιν λαβεῖν Ceb.35.
2 as long as, whilst, c. ind., Th.3.10,98, Plb.1.62.4; μέχρι ἄν c. subj., μέχρις ἂν ζῶσιν πονεῖν Men.633; μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Aen.Tact.10.11, cf. Epict. Ench.11; Dor. μέχρι κα ζώη GDI1807.7 (ii B.C.), al.—The μετώπο-ι is elided in IG12.115.15, Supp.Epigr.l.c.—Cf. ἄχρι throughout and sub fin.
German (Pape)
[Seite 164] vor Vokalen u, bei Dichtern, um Position zu machen, μέχρις, gew. als Präposition c. gen. bi s. bis zu einem gewissen Ziele hin; – a) vom Orte; μέχρι θαλάσσης, Il. 13, 143; μέχρι τοῦ γούνατος, Her. 2, 80; τοὺς μέχρι Ἡρακλείων στηλῶν, Plat. Phaed. 61 e; μέχρι τοῦ αὐχένος, Theaet. 171 d; Xen. An. 2, 2, 6 u. sonst; μέχρις οὗ, bis dahin, wo, 1, 7, 6. – b) von der Zeit; τέο μέχρις; bis wann? Il. 24, 128; μέχρι τῆς τύχης, so lange das Glück währt, Agatharch. bei Ath. VI, 251 f; vgl. Her. 1, 4; μέχρι τῆς ἐκείνου ζόης, d. i. so lange er lebt, 3, 10. 160. 5, 114; μέχρι τότε, Thuc. 8, 28; μέχρι τοῦ δικαίου, so weit das Recht gestattet, 3, 82; ἐν τῷ μέχρι ἡλίου δυσμῶν χρόνῳ, Plat. Phaed. 61 e; ἔστω ἀμετάστατος μέχρι θανάτου, Rep. II, 361 c; ἀπὸ τῶν ἐξ ἀρχῆς ἡρώων ἀρξάμενοι μέχρι τῶν νῦν ἀνθρώπων, ib. 366 e; μέχρις ἔξω τοῦ στόματος ἐγένοντο, bis sie kamen, Xen. An. 7, 1, 1; οἱ μέχρι πεντήκοντα ἐτῶν, 6, 2, 25; μέχρι πρὸς τὸν παρόντα χρόνον, Strab. V, 228. – Häufige Verbindungen sind: μέχρις οὗ, bis daß, Plat. Menex. 245 a u. A., worauf Her. noch einen zweiten gen. folgen läßt, μέχρις οὖ ὀκτὼ πύργων, τροπέων τῶν θερινέων, 1, 181. 2, 19, bis es acht Thürme sind; – μέχρι τοσούτου, so weit, Plat. Legg. II, 670 e; μέχρι τοῦδε, bis hierher, oft; er vrbdt auch μέχρι ἕως, Conv. 220 d; μέχρι ἐνταῦθα, bis hier, in so weit, Soph. 222 a u. öfter; μέχρι δεῦρο τοῦ λόγου, Conv. 217 e; μέχρι ὅποι, wie weit, Gorg. 487 c; auch μέχρι πρὸς Αἴγυπτον, Tim. 25 b; μέχρι νῦν, Dem. u. A. – C. ἄν u. conj., μέχρι δ' ἂν ἐγὼ ἥκω, αἱ σπονδαὶ μενόντων, bis ich gekommen sein werde, Xen. An. 2, 3, 24; in indirecter Rede, ὑπέσχετο ἀνδρὶ ἑκάστῳ δώσειν τὸν μισθὸν ἐντελῆ μέχρις ἂν καταστήσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν, 1, 4, 13; der bloße conj. steht Her. 4, 119, μέχρι τοῦτο ἴδωμεν, μενέομεν, wie Thuc. 4, 16. 41, ἐβούλευσαν δεσμοῖς αὐτοὺς φυλάσσειν μέχρι οὗ τι ξυμβῶσιν; Soph. μέχρις μυχοὺς κάχωσι τοῦ κάτω θεοῦ, Ai. 568, wie Thuc. 1, 137; – μέχρι περ, so lange auch, c. indic., Plat. Critia. 120 d; c. ἄν u. conj., Plat. Soph. 259 a u. öfter. – Nach der gew. Ableitung mit μῆκος, μακρός zusammenhangend; übrigens ist in attischer Prosa, bes. bei Plat., μέχρι auch vor Vocalen die gewöhnliche Form, weshalb μέχρις sogar als unattisch verworfen wurde, Thom. Mag., vgl. Lob. zu Phryn. 14 u. ἄχρι.
French (Bailly abrégé)
postér. ou poét. μέχρις;
prép.
jusque;
I. • avec un gén.
1 gén. de lieu : μέχρι οὗ, jusqu'au point où;
2 gén. de temps : μέχρι τοῦδε THC, μέχρι τούτου XÉN jusqu'à ce temps-ci ; μέχρι ἐμεῦ HDT jusqu'à mon temps ; μέχρι τῆς ἐκείνου ζόης HDT durant sa vie ; μέχρι οὗ ATT jusqu'à ce que, tant que, tout le temps que, ou simpl. jusqu'à ; μέχρι οὗ suivi d'un autre gén. : μέχρι οὗ ἀγορῆς διαλύσιος HDT jusqu'à la dissolution de l'assemblée;
3 avec un n. de nombre : μέχρι μὲν δὴ ἓξ ἢ ἐπτακαίδεκα ἐτῶν XÉN jusqu'à seize ou dix-sept ans;
II. avec un adv. de lieu : μέχρι ἐνταῦθα XÉN jusqu'ici ; μέχρι μὲν ποῖ ; XÉN jusqu'où ?;
III. avec une prép. : μέχρι εἰς, μέχρι ἐπί, jusque vers, etc.
IV. avec une conj. : μέχρι ἕως, jusqu'à ce que;
V. avec une particule : μέχρι ἄν, avec le sbj. jusqu'à ce que;
VI. abs. jusqu'à ce que.
Étymologie: DELG με- comme dans μετά et locatif de χείρ ; cf. arm. merj « proche ».
Russian (Dvoretsky)
μέχρῐ:
I редко μέχρις praep. cum gen. (см., однако, 4 и 5)
1 (вплоть), до (ἀπὸ τοῦ Πόντου μέχρι Σαρδοῦς Arph.; μέχρι τοῦ γόνατος, реже ἐς γόνυ μέχρι Plat.; μέχρι αἵματος ἀνταγωνίζεσθαι NT): τέο μέχρι (= μέχρι τίνος χρόνου); Hom. до каких пор?, доколе?; μέχρι τοσούτου (или τούτου) ἕως ἄν Thuc., Plat.; до тех пор, пока (не); τὸ μέχρι ἐμεῦ Her. до меня, т. е. до моего прибытия; иногда μέχρι οὗ: μέχρι οὗ τροπέων τῶν θερινέων Her. до летнего солнцестояния; μέχρι ὅτευ πληθώρης ἀγορῆς Her. пока площадь не наполнялась народом;
2 до конца (μέχρι τῆς ἐκείνου ζόης Her.): μέχρι ἡμερέων ἑπτά Her. в течение (досл. до истечения) семи дней;
3 до пределов, в пределах, в меру: μέχρι τοῦ δυνατοῦ Plat. в пределах возможного; μέχρι ὑγιείας Plat. насколько позволяет здоровье, т. е. без ущерба для здоровья;
4 (часто cum nom.) приблизительно, около (μέχρι τριάκοντα ἔτη Aeschin.);
5 (с наречием места или времени или с предлогом) до: μέχρι ἐνταῦθα и μέχρι δεῦρο Plat. до сих пор; μέχρι (τὰ) νῦν Plat., Diod.; доныне; μέχρι ποῖ; Xen. доколе?; μέχρι οὗ πρῴην Her. до недавнего времени; μέχρι πόρρω τῆς ἡμέρας Xen. до позднего утра; μέχρι εἰς τὸ στρατόπεδον Xen. до самого лагеря; μέχρι ἐπὶ θάλατταν Xen. до самого моря.
μέχρι: II conj. (с ind. или conjct.) пока (не) (μέχρι μὲν ὥρεον ἡμέας ὅπλα ἔχοντας Her.): μέχρι ἕως ἐγένετο Plat. пока не занялась заря; μέχρι δυνατὸν ἦν Xen. пока было возможно; μέχρι δ᾽ ἂν ἐγὼ ἥκω Xen. пока я не приду; μέχρι οὗ τοῖς Ἀθηναίοις τι δόξῃ Thuc. пока у афинян не будет принято какое-л. решение.
Greek (Liddell-Scott)
μέχρῐ: καὶ μέχρις (ἴδε ἄχρι ἐν τέλ.)· ― κυρίως ἐπίρρ., ἕως δεδομένου τινὸς σημείου, ἀλλ’ οὕτως ἐν χρήσει μόνον παρὰ πεζογράφοις καὶ πρὸ προθέσ., ὡς τὸ Λατ. usque, μέχρι πρός... Πλάτ. Τίμ. 25Β, Κριτί. 118Α· ― οὕτω καὶ πρὸ ἐπιρρημάτων τόπου ἢ χρόνου, μ. ἐνταῦθα ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222Α, κ. ἀλλ.· μ. δεῦρο τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 217Ε· μ. ὅποι... ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 487C· οὕτω μέχρι πόρρω Δημ. 282. 4· μ. τότε Θουκ. 9. 24· μ. τὰ νῦν Πλάτ. Νόμ. 686Β. ΙΙ. Πρόθ. μετὰ γεν., ἕως..., μέχρι, Ι. ἐπὶ τόπου, μέχρι θαλάσσης Ἰλ. Ν. 143· μ. τοῦ γούνατος Ἡρόδ. 2. 80· μ. τῆς πόλεως Θουκ. 6. 96, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 6, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ χρόνου, τέο μέχρις; δηλ. τίνος μέχρι χρόνου; Λατ. quousque? μέχρι τίνος χρόνου; ἕως πότε; Ἰλ. Ω. 128· καὶ παρὰ πεζογράφοις, μέχρι τούτου Ἡρόδ. 1. 4· μέχρι οὗ, μέχρι ὅσου ὁ αὐτ. ἐν 8. 3, κ. ἀλλ.· μ. τοσούτου, ἕως ἄν... Θουκ. 1. 90· μ. τούτου, ... μέχρις ἂν ῥηθῶσιν Δείναρχ. 101, ἐν τέλει, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 81D· μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ μ. ἐμεῦ, μέχρι τοῦ καιροῦ μου, Ἡρόδ. 3. 10., 5. 114· μ. τῆς ἐκείνου ζόης, μέχρι τέλους τῆς ζωῆς αὐτοῦ, 3. 160· μ. ἡμέρων ἑπτὰ 6, 12· μέχρι Πυθίων Θουκ. 5. 1. 3) ἐπὶ μέτρου ἢ βαθμοῦ, μ. τοῦ δικαίου, ἐφ’ ὅσον συμφωνεῖ μὲ τὸ δίκαιον, ὁ αὐτ. ἐν 3. 82· μ. τοῦ δυνατοῦ Πλάτ. Πολ. 498Ε· μ. ὑγιείας, μ. ἡδονῆς αὐτόθι 559Α, κτλ. 4) μετ’ ἀριθμῶν ἐκφέρει ποσὸν «στρογγύλον», ἕως..., περίπου, σχεδόν, Λατ. ad, ἐνίοτε χωρὶς νὰ μεταβάλληται ἡ πτῶσις τοῦ οὐσιαστ., τοὺς μέχρι λ’ ἔτη γεγονότας Αἰσχίν. 45. 35· τοὺς μέχρι ἐτῶν λ’ ἐξιέναι Ἀπολλόδωρος Καρύστιος ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 19· ― ὅθεν, ὡς τὸ Λατ. citra, μέχρι κόρου μετρεῖσθαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8. 5. 5) παρ’ Ἴωσι, μέχρι οὗ ἐνίοτε κεῖται ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ μέχρι, μέχρι οὗ ὀκτὼ πύργων Ἡρόδ. 1. 181· μέχρι οὗ τροπέων τῶν θερινέων 2. 19· μ. ὅτευ πληθώρης ἀγορῆς 2. 173· πρβλ. Herm. Vig. n. 251. III. ὡς σύνδεσμος, ἐφ’ ὅσον, ἐν ὅσῳ, ἕως οὗ..., μεθ’ ὁριστ., μέχρι μὲν ὥρεον, μετὰ τοῦ δὲ ἐν τῇ ἀποδόσει, Ἡρόδ. 4. 3· μέχρι ἕως ἐγένετο Πλάτ. Συμπ. 220D· μ. σκότος ἐγένετο Ξεν. Ἀν. 4. 2, 4· δυνατὸν ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 1. 1, 6· ― μέχρι ποτέ, μετ’ ἐνεστ. ὁριστ., Ἰακώψ. εἰς Ἀχ. Τάτ. σ. 689. 2) τὸ μέχρι ἄν, ὡς εἰκός, συντάσσεται μετὰ τῆς ὑποτακτικῆς, μέχρι ἂν καταστήσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν Ξεν. Ἀν. 1. 4, 13., 2. 3, 24· μέχρις ἂν ζῶσιν πονεῖν Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 93· σπανίως ἄνευ τοῦ ἄν, μ. τοῦτο ἴδωμεν Ἡρόδ. 4. 119· μ. πλοῦς γένηται Θουκ. 1. 137· μ. οὗ τι δόξῃ ὁ αὐτ. 3. 28· ― μέχρις (οὐχὶ μέχρι) ἄν, ἀπαντᾷ ἐν πεζ. Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 17, κ. ἀλλ.
English (Strong)
or mechris from μῆκος; as far as, i.e. up to a certain point (as a preposition, of extent (denoting the terminus, whereas ἄχρι refers especially to the space of time or place intervening) or conjunction): till, (un-)to, until.
English (Thayer)
and μέχρις (the latter never stands in the N.T. before a consonant, but μέχρι stands also before a vowel in T Tr WH; see ἄχρι, at the beginning; and on the distinction between ἄχρι and μέχρι see ἄχρι, at the end), a particle indicating the terminus ad quem: as far as, unto, until;
1. it has the force of a preposition with the genitive (so even in Homer) Winer's Grammar, § 54,6), and is used a. of time: R G T WH marginal reading; T Tr WH; μέχρι θανάτου, μέχρι τῆς σήμερον namely, ἡμέρας, μέχρι τέλους, WH Tr marginal reading brackets the clause), 14; ἀπό ... μέχρι, μέχρις οὗ (see ἄχρι, 1d.; (Buttmann, 230f (198f); Winer's Grammar, 296 (278f))) followed by an aorist subjunctive having the force of a future perfect in Latin: T Tr WH.
b. of place: ἀπό ... μέχρι, μέχρι θανάτου, so that he did not shrink even from death, Plato, de rep., p. 361c. at the end; μέχρι φόνου, Clement. hom. 1,11); κακοπάθειν μέχρι δεσμῶν, μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε, till, followed by the subjunctive, Ephesians 4:13.
Greek Monolingual
και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις)
(χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.)
1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ.
δ. «ὥστ' ἐλευθέρους εἶναι μέχρι οὗ πάλιν αὐτοὶ αὐτοὺς κατεδουλώσαντο», Πλάτ.)
2. (για αρίθμηση ή για μέτρηση) περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω (α. «θα περπατήσουμε μέχρι δύο ώρες» β. «τοὺς μέχρι τριάκοντα έτη γεγονότας», Αισχίν.)
3. (ως επίρρ. χρον. ή τοπ.) ωσότου, ώσπου, ώς ένα ορισμένο σημείο (α. «μέχρι σήμερα δεν φάνηκε» β. «θα διαβάσω μέχρις εδώ» γ. «τοσαύτῃ δ' εὐανδρία κέχρηται μέχρι καὶ νῡν», Στράβ.)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «μέχρι και...» — ακόμη και, έως και
αρχ.
1. (ως πρόθ.) εφόσον («μέχρι του δικαίου» — εφόσον συμφωνεί με το δίκαιο, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο, Θουκ.)
2. (ως χρον. σύνδ με οριστ.) α) ωσότου («μέχρι σκότος ἐγένετο», Ξεν.)
β) στο μεταξύ χρονικό διάστημα, ενώ
3. (στον Ηρόδ. και στους Ίωνες) το μέχρι οὗ αντί του απλού μέχρι («μέχρι οὗ ὀκτώ πύργων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέχρι απαντά ως επίρρημα, «καταχρηστική» πρόθεση (δηλ. δεν χρησιμοποιείται στη σύνθεση) και ως σύνδεσμος με τοπική και χρονική σημ. Απαντά και ο τ. μέχρις, το -ς του οποίου οφείλεται σε λόγους ευφωνίας. Ως επίρρημα χρησιμοποιείται στον αττικό πεζό λόγο με προθέσεις όπως εἰς, πρός, ενώ ως πρόθεση συντάσσεται με γενική (πρβλ. μέχρι οὗ). Ως σύνδεσμος απαντά συχνά μαζί με το οὗ (πρβλ. μέχρι οὗ «μέχρι το σημείο που»). Ο τ. μέχρι ανάγεται πιθ. στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας me- «στο μέσον», που χρησιμοποιείται ως βάση επιρρημάτων-προθέσεων (βλ. μέσφα, μετά, ἄχρι) δηλ. μέχρι(ς) < IE me-ğhri-s και συνδέεται πιθ. με αρμ. merj «κοντά» και το ρ. merjenam «πλησιάζω». Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η άποψη ότι ο τ. μέχρι είναι σύνθ. από τη ρίζα me- και τη λ. χείρ, χειρός «χέρι» (< me-ĝhsr-i, πρβλ. αρμ. jern)].
Greek Monotonic
μέχρῐ: και μέχρις, επίρρ., ως ένα σημείο, ως εκεί, ίσαμε.
I. πριν από πρόθ., μέχρι πρός, Λατ. usque ad, σε Πλάτ.· ομοίως πριν από επίρρ.· μέχρι δεῦρο τοῦ λόγου, στον ίδ.· μέχρι τότε, σε Θουκ.
II. όταν λειτουργεί ως πρόθ. με γεν., έως, ίσαμε.
1. λέγεται για τόπο, μέχρι θαλάσσης, σε Ομήρ. Ιλ.· μέχρι τῆς πόλεως, σε Θουκ.
2. λέγεται για χρόνο, τέο μέχρις; δηλ. τίνος μέχρι χρόνου; Λατ. quousque? έως πότε; σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, μέχρι οὗ; μέχρι ὅσου; σε Ηρόδ.· με άρθρο, τὸ μέχρι ἐμεῦ, ίσαμε τον καιρό μου, στον ίδ.
3. λέγεται για μέτρο ή βαθμό, μέχρι σοῦ δικαίου, ως το βαθμό που συνάδει με το δίκαιο, σε Θουκ.· μέχρι τοῦ δυνατοῦ, σε Πλάτ.
4. με αριθμούς, ίσαμε, περίπου, σχεδόν, μερικές φορές χωρίς να τροποποιείται η πτώση του ουσ., μέχρι τριάκοντα ἔτη, σε Αισχίν.
5. στην Ιων., το μέχρι οὗ χρησιμ. μερικές φορές όπως το απλό μέχρι, μέχρι οὗ ὀκτὼ πύργων, σε Ηρόδ.
III. 1. ως σύνδ., ίσαμε, έως, μέχρι μὲν ὥρεον, με το δέ στη φράση απόδοσης, σε Ηρόδ.· μέχρι σκότος ἐγένετο, σε Ξεν.
2. το μέχρι ἄν ακολουθ. από υποτ., στον ίδ.· ομοίως, χωρίς το ἄν, μέχρι τοῦτο ἴδωμεν, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv. a. prep.
Meaning: until (Il.), also μέχρις (Ω 128, X, hell.; Schwyzer 405 a. 620).
Origin: IE [Indo-European] [702] *me-ǵh(s)-ri until
Etymology: Identical with Arm. merj near, by (from where merjenam approach from *merji-anam); IE *méǵhri. Further combinations (μετά, μέσφα?; s. v.) are hypothetical. After Adontz Mél. Boisacq 1, 10 f. from μέ-χρ-ι to χείρ hand (cf. ἐγγύς); basis then *méǵhsr-i. Diff., certainly not better, Hahn Lang. 18, 83ff. (to IE *sem- in εἷς etc.; cf. on μετά). Older lit. in Bq. -- Cf. ἄχρι.
Middle Liddell
to a given point, even so far,
I. before a prep. μέχρι πρός, Lat. usque ad, Plat.:—so before Advs., μ. δεῦρο τοῦ λόγου Plat.; μ. τότε Thuc.
II. serving as a prep. c. gen. even to, as far as,
1. of place, μέχρι θαλάσσης Il.; μ. τῆς πόλεως Thuc.
2. of time, τέο μέχρις; i. e. τινός μέχρι χρόνου; Lat. quousque? how long? Il.; so, μέχρι οὗ; μέχρι ὅσου; Hdt.; with the Art., τὸ μ. ἐμεῦ up to my time, Hdt.
3. of Measure or Degree, μ. σοῦ δικαίου so far as consists with right, Thuc.; μ. τοῦ δυνατοῦ Plat.
4. with Numbers, up to, about, nearly, sometimes without altering the case of the Subst., μέχρι τριάκοντα ἔτη Aeschin.
5. in ionic, μέχρι οὗ is sometimes used like the simple μέχρι, μέχρι οὗ ὀκτὼ πύργων Hdt.
III. as a Conjunct. so long as, until, μέχρι μὲν ὥρεον, with δέ in apodosi, Hdt.; μ. σκότος ἐγένετο Xen.
2. μέχρι ἄν foll. by the subj., Xen.; so without ἄν, μ. τοῦτο ἴδωμεν Hdt.
Frisk Etymology German
μέχρι: {mékhri}
Forms: auch μέχρις (Ω 128, X, hell.; Schwyzer 405 u. 620).
Grammar: Adv. u. Präp.
Meaning: bis (seit Il.),
Etymology: Mit arm. merj nahe, bei (wovon merjenam sich nähern aus *merji-anam) identisch; idg. *méĝhri. Weitere Kombinationen (μετά, μέσφα?; s. dd.) sind hypothetisch. Nach Adontz Mél. Boisacq 1, 10 f. aus μέχρι zu χείρ Hand (vgl. ἐγγύς); Grundform dann *méĝhsr-i. Anders, gewiß nicht besser, Hahn Lang. 18, 83ff. (zu idg. *sem- in εἷς usw.; vgl. zu μετά). Ältere Lit. bei Bq. — Vgl. ἄχρι.
Page 2,222
Chinese
原文音譯:mecr⋯j 姆赫里士
詞類次數:介,連(17)
原文字根:直到 相當於: (עַד)
字義溯源:直到,直等到,直,至,甚至,到,到⋯為止,直到⋯為止,在⋯前,到那麼遠,以致於;源自(μῆκος)*=長)
出現次數:總共(18);太(2);可(1);路(1);徒(2);羅(2);加(1);弗(1);腓(2);提前(1);提後(1);來(4)
譯字彙編:
1) 到(7) 太11:23; 徒20:7; 羅5:14; 羅15:19; 來3:6; 來3:14; 來12:4;
2) 直等到(2) 加4:19; 弗4:13;
3) 直到(2) 太28:15; 提前6:14;
4) 在⋯前(1) 徒10:30;
5) 直到⋯為止(1) 來9:10;
6) 到⋯為止(1) 路16:16;
7) 以致於(1) 腓2:8;
8) 直(1) 可13:30;
9) 至(1) 腓2:30;
10) 甚至(1) 提後2:9
English (Woodhouse)
Translations
until
Afrikaans: totdat, tot; Amharic: እስከ; Arabic: حَتَّى; Egyptian Arabic: لغايت; Hijazi Arabic: إلين; Asturian: hasta; Bashkir: тиклем, хәтлем, ҡәҙәр; Basque: arte; Belarusian: да; Bengali: অবধি, পর্যন্ত; Bulgarian: до; Burmese: အထိ; Catalan: fins; Chinese Cantonese: 到, 至; Mandarin: 直到, 直至, 至; Czech: do; Danish: indtil; Dutch: totdat, tot; Esperanto: ĝis; Estonian: kuni; Fala: hasta; Finnish: saakka, asti; French: jusque, jusqu'à; Galician: deica, endeica; Georgian: -მდე; German: bis, bis zu, bis an; Greek: μέχρι, ως; Ancient Greek: ἕως, μέχρι, μέχρις, μέσφα, ἄχρι, ἄχρις; Hebrew: עַד; Hindi: ... तक; Hungarian: -ig; Icelandic: þangað til, fyrr en, uns, þar til; Ido: til; Irish: go dtí; Old Irish: co; Italian: finché, fino a quando, fino a; Japanese: まで; Korean: 까지; Kurdish Northern Kurdish: heta, ta; Latin: usque ad; Latvian: līdz; Lithuanian: kol, iki; Macedonian: до, сѐ до; Malay: sehingga; Maltese: sa, sakemm; Maori: āpānoa, rā anō, rānō, tae noa ki; Mbyá Guaraní: peve; Mirandese: até; Ngazidja Comorian: hata mpaka; Occitan: fins; Old English: oþ; Persian: تا; Plautdietsch: bat; Polish: do, aż do; Portuguese: até, até que; Romanian: până, până când, până ce; Russian: до; Scottish Gaelic: gu, gus; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏; Roman: dȍ; Slovak: do; Slovene: do; Sorbian Lower Sorbian: do; Upper Sorbian: do; Spanish: hasta; Swahili: mpaka; Swedish: tills; Tajik: то; Tocharian B: eṃṣke; Turkish: -e kadar; Ukrainian: до; Urdu: ... تک, جب تک; Uyghur: -غىچە, -قىچە, -گىچە, -كىچە, -غا قەدەر, -قا قەدەر, -گە قەدەر, -كە قەدەر; Vietnamese: cho đến, đến, cho tới, tới; Walloon: diski, disk' a, disk' a tant ki; West Frisian: oant; Yiddish: ביז