μηχανάω

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

German (Pape)

[Seite 180] (s. μηχανή), ersinnen, vorhaben; μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανόωντας, Od. 18, 143, wie ὑπέρβια μ. Ap. Rh. 3, 583; τὰ πάντ' ἀεὶ ἀνθρώποισι μηχανᾶν θεούς, Soph. Ai. 1026; pass., μεμηχάνηται τοὖργον, Tr. 583 (s. auch unten). – Gew. im med.; – a) eigtl. künstlich einrichten, machen; τείχεα, bauen, Il. 8, 177; u. so bei den Folgenden von allen Arbeiten, welche Geschicklichkeit, Anwendung eines Kunstgriffes erfordern, λαγὸν μηχανησάμενος, einen Hafen künstlich zurichtend, Her. 1, 128; γένεσιν, Plat. Tim. 37 e; pass., ἡ πάροδος μεμηχάνητο, Ath. V, 207 b; ähnlich λόγοι πρὸς τὸ φενακίζειν ὑμᾶς εὖ μεμηχανημένοι, Dem. 22, 35. – b) übertr. listig, heimlich aussinnen, vorhaben, gew. in schlimmer Bdtg; ἀτάσθαλα μηχανόωνται, auf Frevel sinnen, Od. 3, 207, öfter; κακά, 17, 499; ἀεικέα, 22, 432; δυσμενέες γὰρ πολλοὶ ἐπ' αὐτῷ μηχανόωνται, 4, 822, sie machen heimtückische Anschläge gegen ihn; κατασκαφὰς ἐγὼ τῷδε μηχανήσομαι, Aesch. Spt. 1029, vgl. Ag. 939, wie Soph. O. C. 1039; ἐκ τῶν ἐσθλῶν αἰσχρὰ μηχανώμεθα, Eur. Hipp. 331; εἰσβάσεις, I. T. 101; μηχανᾶσθαι φρενί, Ar. Ach. 420; in Prosa, τὰ ἔχθιστα ἐς αὐτὸν πάντα ἐμηχανᾶτο, Her. 6, 121; ἀπόστασιν μηχανοίατο, 6, 46; μηχανῶνται τοιόνδε τι, Thuc. 4, 46; πρός τινα, 5, 45; πᾶσαν μηχανὴν μηχανώμενοι, ὅπως, Plat. Rep. V, 460 c; ἄλλην τιν' αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν, Prot. 320 e; μεμηχάνηνται ἀριθμόν, Tim. 47 a, öfter; das perf. auch pass., ἐξ ὧν τὸ τοῦ πυρὸς καὶ τὰ τῶν ἄλλων σώματα μεμηχάνηται, 54 b, vgl. Legg. VII, 803 c, wie τὰ δι' ἡμῶν μεμηχανημένα Isocr. 3, 6; μεμηχανημένα ἐξ ἀδίκου, Xen. Cyr. 8, 8, 18; τεχνῶν μεμηχανημένων τὴν ἀρχὴν μὴ εὐκαταφρόνητον εἶναι, die ersonnen sind, damit die Regierung nicht verächtlich sei, 8, 3, 1; μηχανᾶταί τι, An. 4, 7, 10; θάνατον, Antiph. 1, 3; γέλωτα, Xen. Cyr. 2, 2, 12, Lachen erregen; mit folgendem ὅπως, Mem. 2, 6, 35 u. öfter; auch Sp., wie Plut. u. Luc.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
imaginer ou arranger avec art, particul. en mauv. part machiner, tramer, acc.;
Moy. μηχανάομαι, μηχανῶμαι plus usité (f. μηχανήσομαι, pf. souv. au sens Pass. μεμηχάνημαι);
1 fabriquer, combiner avec art, en gén. fabriquer, imaginer, acc. ; en mauv. part machiner, tramer (de mauvais desseins, etc.) : μ. τινί τι, qch contre qqn ; μ. ἐπί τινι, conspirer contre qqn;
2 produire, causer, occasionner : γέλωτα XÉN provoquer le rire ; ὅπως, faire en sorte que, être cause que.
Étymologie: μηχανή.

English (Autenrieth)

(μηχανή), part. μηχανόωντας, ind. 3 pl. μηχανόωνται, opt. μηχανόῳτο, ipf. μηχανόωντο: contrive, set at work, perpetrate, freq. in unfavorable sense.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνάω: преимущ. med. μηχᾰνάομαι, ион. μηχᾰνέομαι
1 изготовлять, строить (τείχεα Hom.; πλοῖα Her.);
2 готовить, приготовлять (τάφον καὶ κατασκαφάς τινι Aesch.; λόγοι εὖ μεμηχανημένοι Dem.): λαγὸν μηχανησάμενος Her. искусно приготовив зайца;
3 создавать, устраивать (εἰσβάσεις Eur.; σκιάς Xen.);
4 замышлять, затевать, подстраивать (ἀτάσθαλά τινι Hom.; τὸ πᾶν ἐπί τινι Her.; οὐδὲν καινὸν ἐπι τινα Xen.; τάδε πρός τινα Her.; ταῦτα εἴς τινα Eur.; τὰ ἔχθιστα ἔς τινα Her.);
5 придумывать, выдумывать, изобретать (ἀριθμόν Plat.; τέχνας Xen.; πᾶσαν μηχανήν Plat., Plut.): τινὰ δύναμιν εἰς σωτηρίαν μ. τινι Plat. наделять кого-л. некой способностью самосохранения;
6 приобретать, добывать (μεμηχανημένα ἐξ ἀδίκου Xen.);
7 вызывать, возбуждать (γέλωτα τοῖς συνοῦσι Xen.).