οὐρεύς

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρεύς Medium diacritics: οὐρεύς Low diacritics: ουρεύς Capitals: ΟΥΡΕΥΣ
Transliteration A: oureús Transliteration B: oureus Transliteration C: oureys Beta Code: ou)reu/s

English (LSJ)

ῆος, ὁ, Ion. for ὀρεύς (q.v.): in Il.1.50, 10.84 it has been taken as, = οὖρος, φύλαξ, a guard, warder, cf. Arist.Po.1461a10; but it may well mean mules here, as in other places, and the Sch. give both explanations.

German (Pape)

[Seite 418] ὁ, wie οὖρος, der Wächter; ἠέ τιν' οὐρήων διζήμενος ἤ υιν' ἑταίρων, Il. 10, 84, welchen Vers Einige dieser Bedeutung wegen verwerfen, Andere gezwungen für Maulthiere erklären; aber nicht bloß die VLL. erklären οὐρήων, τῶν φυλάκων, sondern Arist. poet. 25 erwähnt eine Untersuchung der Grammatiker über Il. 1, 50, ἴσως γὰρ οὐ τοὺς ἡμιόνους λέγει, ἀλλὰ τοὺς φύλακας. ὁ, ion. = ὀρεύς, Maulthier, Il. 1, 50 u. öfter; ταλαεργός, Hes. O. 32; Her. Vgl. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

ῆος (ὁ) :
gardien, surveillant.
Étymologie: οὖρος³.

Russian (Dvoretsky)

οὐρεύς: ῆος ὁ ион. = ὀρεύς.
ῆος ὁ предполож. страж Hom.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρεύς: ῆος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ ὀρεύς, ὃ ἴδε· - ἐν Ἰλ. Κ. 84, ἠέ τιν’ οὐρήων διζήμενος ἤ τιν’ ἑταίρων, κοινῶς λαμβάνεται ὡς = οὖρος, φύλαξ, σκοπός, φύλαξ, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 25, 16· ἀλλὰ δύναται νὰ σημαίνῃ καὶ ἐνταῦθα ὡς καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις ἡμιόνους, καὶ οἱ Σχολ. δίδουσιν ἀμφοτέρας τὰς ἑρμηνείας.

English (Autenrieth)

ῆος (ὄρος): mule, as mountain animal, cf. ἡμίονος. [For οὖρο Od. 18.3, in Il. 10.84.] (Il.)

Greek Monolingual

(I)
οὐρεύς, -ῆος, ὁ (Α)
ιων. τ. σκοπός, φύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρος (Ι) «φύλακας» + επίθημα -εύς].
(II)
οὐρεύς, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ορεύς.

Greek Monotonic

οὐρεύς: -ῆος, ὁ, Ιων. αντί ὀρεύς·
I. μουλάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. = οὖρος, φύλακας, φρουρός, σε Ομήρ. Ιλ.· Ι 84 η σημασία είναι αβέβαιη.

Middle Liddell

οὐρεύς, ῆος, ὁ, [ionic for ὀρεύς
I. a mule, Il.
II. = οὖρος a guard, in Il. 10. 84 the sense is uncertain.