πεζός
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
πεζή, πεζόν, (v. πούς):
1 in Poets, esp. Ep.,
a on foot, walking, πεζοί = fighters on foot, opp. those in chariots, πεζοί θ' ἱππῆές τε Il. 8.59, cf. 5.13,11.150; πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Od.17.436, cf.9.50.
b on land, going by land, opp. sea-faring, esp.in Od.; εἰ δ' ἐθέλεις π., πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι 3.324; οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ' ἱκέσθαι 1.173; ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηῒ μελαίνῃ 11.58, cf. Pi.P.10.29; ἐν νηῒ θοῇ ἢ π. Il.24.438.
2in Prose, ὁ πεζός (with or without στρατός),
a sometimes infantry, opp. cavalry (ἡ ἵππος), Hdt.1.80, 4.128; σὺν δυνάμει καὶ π. καὶ ἱππικῇ X.Cyr.2.4.18; but,
b more freq. land force, army, opp. naval force, Hdt.4.97, 6.95, Th.1.47, 2.94, etc.; τὸ π. v.l. in Hdt.7.81; στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ π. Th.6.33, cf. 7.16 (and v. πεζικός); ἡ π. στρατιὰ καὶ τὸ ναυτικόν Lys.2.34, cf. A. Pers.558 (lyr.), 719, 728 (both troch.); οἱ μὲν ἐφ' ἵππων, οἱ δ' ἐπὶ ναῶν, πεζοί τε βάδην ib.19; τὰ π. κράτιστοι strongest by land, Th.4.12; καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι Ar.Ach.622; π. μάχαισιν Id.Eq.567; ἡ π. μάχη battle by land, Pl.Lg.707c; ἐν τοῖς ναυτικοῖς κινδύνοις, ὥσπερ ἐν τοῖς π. Isoc.4.91.
3 of animals, land, opp. birds and fishes, τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά beasts and birds, Pl.Smp. 207a, cf. Plt.264e; π. καὶ ἔνυδρον ib. 288a, cf. Lg.823b, Arist.Top.143b1, etc.; ἡ π. θήρα Pl.Sph.222b, cf. Lg.824a.
II metaph. (cf. αὐτὰρ ἐγὼ Μουσέων πεζὸς ἔπειμι νομόν Call.Aet.4.1.9), of language, prosaic, λόγοι π. prose (cf. ΙΙΙ.3), D.H.Comp.6, Paus.4.6.1; διὰ πεζῶν [λ.] Phld.Mus.p.87 K.; λόγος POxy. 724.10 (ii A. D.); ἡ π. διάλεκτος D.H.Comp.3; ἡ π. λέξις ib.1; opp. ἡ ἔμμετρος, ib.4; ἡ π. alone, Str.1.2.6; τινὰ καὶ πεζὰ καὶ ἐν ἔπεσι ποιήματα D.C.69.3; π. τις ποιητική, of bombastic prose, Luc. Hist.Conscr. 8; κομιδῇ πεζὸν καὶ χαμαιπετές ib.16, cf. Plu.2.853c; τὰ ἄγαν π. καὶ κακόμετρα [ὀνόματα] ib.747f; π. ὀνόματα, opp. ποιητικά, Demetr.Eloc. 167.
2 of verse, unaccompanied by music, καὶ πεζὰ καὶ φορμικτά S.Fr.16; πεζῷ γόῳ· ἄνευ αὐλοῦ ἢ λύρας, Phot.; cf. 111.2.
3 common, ordinary, ἑταῖραι Theopomp.Hist.205; μόσχοι Eup.169; π. αὐλητρίς Pl.Com.155.
III dat. fem. πεζῇ (sc. ὁδῷ) as adverb,
1 on foot, opp. σὺν ἵππῳ = on horseback, X.Oec.5.5.
b more commonly, by land, Hdt.2.159, Th.2.94, etc.; πεζῇ ἕπεσθαι to follow by land, Hdt. 7.110,115; στρατιὰν μέλλων πεζῇ πορεύσειν Th.4.132; πεζῇ πορεύεσθαι X.An.5.6.1; οὔτε πεζῇ οὔτε κατὰ θάλατταν ib.5.6.10; καὶ πεζῇ καὶ ναυμαχοῦντες by land and by sea, D.3.24.
2 without musical accompaniment (cf. 11.2), παῦσαι μελῳδοῦσ' ἀλλὰ πεζῇ μοι φράσον Com.Adesp. 601, cf. Pl.Sph.237a.
3 regul. Adv. πεζῶς = in prose, Phld.Rh.1.165 S., Suid. s.v. ἱστορῆσαι.
IV Comp. πεζότερος = more like a foot-journey, Plu.2.804d; more like prose, στίχοι πεζότεροι τῇ συνθέσει Sch. Il.2.252, etc.: Sup. πεζότατος, τὸ πεζότατον μόριον τῆς ψυχή, cf. Procl.in Ti.3.317 D.
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße gehend, Fußgänger; Hom. im Gegensatz von ἱππεῖς u. ἵπποι, ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο πεζός Il. 5, 13, πεζὸς πρόσθ' ἵππων 13, 385, u. oft, von den zu Fuße, Kämpfenden; οἱ μὲν ἐφ' ἵτπων, οἱ δ' ἐπὶ ναῶν πεζοί τε βάδην, Aesch. Pers. 19; πεζούς τε καὶ θαλασσίους νᾶες ἤγαγον, 550. So Her. πεζὸς στρατός, Fußheer im Gegensatz der ἵπποι, 4, 128. 7, 84, wie Pol. 2, 11, 7 u. öfter, wie sonst. – Zu Lande gehend, im Gegensatz zum Seefahrer, ἐν νηῒ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων, Il. 24, 438. 17, 612 Od. 11, 58, u. in der wiederkehrenden Vrbdg οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ' ἱκέσθαι, wie Od. 1, 173; ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών, Pind. P. 10, 29; ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς πεζὸν ὤλεσε στρατόν, Aesch. Pers. 714; καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι, Ar. Ach. 597. So bei Her. Landheer mit u. ohne στρατός, 3, 25. 6, 45. 7, 84; auch τὸ πεζόν, 7, 81; Gegensatz ναυτικὸς στρατός oder νέες, 4, 97. 6, 95. 7, 121; Thuc. setzt 4, 12 τὰ πεζά gegenüber ταῖς ναυσί (vgl. πεζικός), wie Pol. 3, 95, 3; δύναμις πεζὴ καὶ ναυτική, 2, 24 u. sonst. – Übh. auf dem Lande, καὶ χερσαῖος, Plat. Tim. 40 a, καὶ ἔνυδρον, Polit. 288 a; ὅσαι τε πεζαὶ καὶ ὅσαι κατὰ θάλατταν γίγνονται, Legg. III, 679 d, vgl. τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ πλοῖα, Hipp. mai. 295 d; auch τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνὰ θηρία, Conv. 207 a; ἡ πεζὴ θήρα, Jagd auf dem Lande, auf Landthiere, Soph. 222 b, wie τὰ πεζὰ θηρεύματα, Legg. VII, 823 b. – Uebtr., was sich nicht von der Erde erhebt, auf dem Erdboden bleibt, bes. πεζὸς λόγος, die sich nicht zum poetischen Ausdruck erhebende Rede, Prosa, oratio pedestris, auch wohl von der niederen, sich an den gewöhnlichen Ausdruck haltenden komischen Poesie, im Gegensatz der lyrischen u. tragischen, die gewohnte Ausdrucksweise verlassenden, Luc. conscr. hist. 8; τὰ πεζὰ τοῖς ἐμμέτροις προστιθείς, Dem. enc. 22 u. a. Sp., bes. Gramm. – In der Musik = ψιλός, entweder vom bloßen Gesange ohne Instrumentalbegleitung, oder von der bloßen Instrumentalmusik ohne begleitenden Gesang, VLL.; so πεζὸς γόος, ohne Sang und Klang, Phot. lex.; μέλη πεζὰ καὶ φορμικτά, Soph. beim Schol. Eur. Alc. 448. – Dah. πεζαὶ ἑταῖραι, Theopomp. bei Ath. XII, 532; auch πεζαὶ μόσχοι, comic. in VLL., Huren der gemeinsten Art, welche ihr Gewerbe ohne alle Verhüllung, ohne Tonkunst, Tanz oder sonst eine schöne Kunst treiben, im Gegensatz von ἑταῖραι μουσικαί oder μουσοποιοί. – Adverbial wird πεζῇ gebraucht, zu Fuß, man ergänzt gewöhnlich ὁδῷ; πεζῇ ἕπεσθαι, zu Lande folgen, Her. 7, 110. 115; πεζῇ μάχεσθαι, zu Fuße oder zu Lande kämpfen, Thuc. 4, 132 u. A.; πρὸς τὴν τῶν πεζῇ δρόμων ἄσκησιν, Plat. Legg. I, 625 e; gew. zu Lande, κατὰ θάλατταν καὶ πεζῇ, Polit. 289 e, πεζῇ μέν – ναυσὶ δέ, Menex. 239 e. – Auch in Prosa, pedestri oratione, Gegensatz μετὰ μέτρων, Plat. Soph. 237 a. – In den VLL. wird auch ein compar. πεζότερος u. ein superl. πεζότατος angeführt.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
A. I. pédestre :
1 qui va à pied : στρατός HDT infanterie ; ὁ πεζός dans Hom. guerrier combattant à pied ; postér. soldat de pied ; ou (s.e. στρατός) infanterie;
2 qui est à pied, pédestre en parl. de statues;
II. de terre :
1 qui va par terre, sur terre ; πεζὸς στρατός ESCHL armée de terre ; ὁ πεζός (στρατός) HDT, στρατιὰ πεζή THC, τὸ πεζόν, armée de terre;
2 qui se fait ou se produit sur terre;
III. qui ne s'élève pas de terre :
1 de prose, prosaïque (cf. lat. sermo ou oratio pedestris);
2 en gén. uni, simple, commun, terre à terre;
B. adv. • πεζῇ;
1 à pied;
2 par terre, par voie terrestre, sur terre;
Cp. πεζότερος.
Étymologie: p. *πεδjός, de la R. Πεδ, marcher ; cf. πούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεζός -ή -όν [~ πέδη, πούς] te voet:. ἐν νηὶ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων (u) op een snel schip of te voet begeleidend Il. 24.438; εἰκόνας... πεζάς standbeelden als voetsoldaat Plut. Rom. 16.8. land-:; θηρία... καὶ τὰ πεζά καὶ τὰ πτηνά dieren, zowel landdieren als gevleugelde dieren Plat. Smp. 207a; στρατιὰ πεζή landmacht Thuc. 6.33.2; subst. τὸ πεζόν grondgevecht. milit., subst. voetvolk:. ἐκ δ’ ἔσσυτο λαός, πεζοί θ’ ἱππῆές τε het leger rende naar buiten, voetvolk zowel als ruiterij Il. 2.810; πεζούς τε ἀντὶ ναυβατῶν πορευομένους als voetvolk in plaats van als zeemacht voorttrekkend Thuc. 7.75. overdr. gewoon, banaal:. ὑπόμνημα... ἐν γραφῇ κομιδῇ πεζὸν καὶ χαιμαιπετές een verslag in volstrekt banale en laag bij de grondse taal Luc. 59.16. adv. πεζῇ te voet, te land; overdr. in proza.
Russian (Dvoretsky)
πεζός:
1 пеший, пехотный (δύναμις πεζὴ καὶ ἱππική Xen.): ἡ πεζὴ μάχη Plat. сражение в пешем строю;
2 передвигающийся сухим путем, сухопутный (ἐν νηῒ ἢ π. Hom.; ἡ πεζὴ στρατιὰ καὶ τὸ ναυτικόν Lys.);
3 живущий на земле, наземный (τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνὰ θηρία Plat.): ἡ πεζὴ θήρα Plat. охота на наземных животных;
4 прозаический Luc.;
5 (самый), обыкновенный, обыденный, (ὀνόματα Plut.): ὑπόμνημα κομιδῇ πεζόν Luc. написанная самым неотделанным языком заметка;
6 исполняемый без аккомпанемента (μέλη Soph.).
English (Autenrieth)
on foot, pl. foot-forces, opp. ἱππῆες or ἴπποι, Θ, Od. 17.436; on land, opp. ἐν νηί, Ω, Od. 11.58.
English (Slater)
πεζός on foot ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν (P. 10.29) παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πεζός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο
2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ' ανάγκη και με τα πόδια του, σε αντιδιαστολή με τον ποντοπόρο
νεοελλ.
1. (για συγγραφέα) αυτός που γράφει χωρίς μέτρο και ρυθμό, ο πεζογράφος, σε αντιδιαστολή με τον ποιητή
2. μτφ. (για πρόσ.) ο χωρίς εξάρσεις, αυτός που δεν ενθουσιάζεται εύκολα, ο πολύ συνηθισμένος και κοινότοπος, χωρίς καμιά τάση προς το ωραίο, το πρωτότυπο, το υψηλό
νεοελλ.-αρχ.
1. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) α) ο πεζογραφικός, αυτός που δεν είναι έμμετρος, δεν είναι ποιητικός
β) αυτός που δεν έχει γλαφυρότητα και πρωτοτυπία αλλά είναι μονότονος και φτωχός
2. (για στρατ.) αυτός που ενεργεί μόνο στην ξηρά και όχι στη θάλασσα ή στον αέρα
3. το αρσ. ως ουσ. ο πεζός
ο οπλίτης του πεζικού
αρχ.
1. (για στρατ. δύναμη) ο του πεζικού, σε αντιδιαστολή με τη ναυτική δύναμη και το ιππικό
2. (για μάχη) ο κατά ξηρά, αυτός που διεξάγεται στην ξηρά
3. (για ζώα) ο στεριανός, ο χερσαίος, αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή με τα πτηνά και τα ψάρια
4. μουσ. για άσμα, το χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου ή, αντίστροφα, για μουσικό όργανο, ο χωρίς τη συνοδεία άσματος, ο ψιλός
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ πεζός
ο πεζικός στρατός, το πεζικό μάχιμο σώμα του κατά ξηρά στρατού, το οποίο μάχεται πεζή, σε αντιδιαστολή με το ιππικό και το ναυτικό
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεζά
το πεζικό
φρ. α) «ἔμμετρος πεζός λόγος» — έτσι ονομαζόταν ο πεζός λόγος ορισμένων Λατίνων συγγραφέων, όπως του Κικέρωνος, του Πλινίου του Νεωτέρου, του Συμμάχου, γιατί τα κείμενα τους υποτάσσονταν σε κανόνες εναλλαγής μακρών και βραχέων συλλαβών
β) «ρυθμικός πεζός λόγος» — ο πεζός λόγος στον οποίο η αμοιβαία θέση τών λέξεων καθορίζεται όχι τόσο από την ποσότητα (μακρό - βραχύ), όπως στον έμμετρο πεζό λόγο, αλλά από τον τόνο
γ) «πεζὴ θήρα» — το κυνήγι τών χερσαίων ζώων, η πεζοθηρία
δ) «πεζή τις ποιητική» — είδος κατώτερης κωμικής ποίησης σε ελεύθερο στίχο, Λουκιαν.
ε) «πεζαὶ ἑταῖραι» ή «πεζοὶ μόσχοι» — πόρνες κοινότατες και εξ επαγγέλματος, οι οποίες δεν γνωρίζουν μουσική, χορό και γενικά τις ωραίες τέχνες, σε αντιδιαστολή με τις μουσικές, εταίρες
7. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) πεζῇ
α) πεζή, με τα πόδια, σε αντιδιαστολή με το εφίππως
β) διά ξηράς.
επίρρ...
πεζή Ν
με τα πόδια, περπατώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πεζός προέρχεται από την ΙΕ ρίζα ped- «πόδι» (βλ. λ. πους) με κατάλ. -jo και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. pad-ja- «αυτός που αναφέρεται στο πόδι». Η ίδια κατάλ. -jo απαντά και σε ορισμένα συνθ., όπως το λατ. acu-ped-ius «ωκύπους, γοργοπόδαρος». Η άποψη ότι η λέξη πεζός (< πεδ-jο-) είναι συνθ. με β' συνθετικό το θ. του ρ. εἶμι «πηγαίνω» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. πεζός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πηγαίνει με τα πόδια ή αυτόν που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα ή τον αέρα. Ήδη από τον Όμ. η λ. και ως επίθ. και ως ουσ. (πρβλ. ὁ πεζός, τὸ πεζόν) αναφέρεται στο τμήμα του στρατού που αγωνίζονται πεζοί, σε αντιδιαστολή προς τους έφιππους άνδρες και κυρίως το ναυτικό. Στη Νέα Ελληνική το επίθ. έχει διατηρήσει τις σημ. αυτές, επί πλέον όμως χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν είναι γραμμένα σε στίχους, σε έμμετρο λόγο (για τη χρήση αυτή πρβλ. το λατ. pedestris oratio «πεζός λόγος»).
ΠΑΡ. πεζεύω, πεζικός, πεζότητα(-της)
αρχ.
πεζίτης
μσν.- νεοελλ.
πεζούρα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πεζέταιροι, πεζογράφος, πεζοδρόμος, πεζολόγος, πεζομάχος, πεζοπόρος
αρχ.
πεζακοντιστής, πέζαρχος, πεζοβατώ, πεζοβόας, πεζοθηρικός, πεζομάχης, πεζονομικός, πεζονόμος, πεζοφανής
μσν.
πεζολέκτης, πεζόπτερος
νεοελλ.
πεζογέφυρα, πεζόδρομος, πεζοκεφαλαία, πεζολάτης, πεζοναύτης, πεζοτράγουδο].
Greek Monotonic
πεζός: -ή, -όν (πούς)·
I. 1. πεζός, αυτός που βαδίζει με τα πόδια· πεζοί, μαχητές του πεζικού αντίθ. προς τους ιππείς, σε Όμηρ.· επίσης αυτός που βρίσκεται πάνω στη χώρα, διαβάτης στην ξηρά, αντίθ. προς τον ταξιδιώτη στη θάλασσα, στον ίδ.· ομοίως, ὁ πεζὸς στρατὸς ή ὁ πεζός μόνο του, μερικές φορές πεζός στρατιώτης, πεζικό, αντίθ. προς ιππικό (ἡἵππος), σε Ηρόδ., Ξεν.
2. ὁ πεζός επίσης, δύναμη ξηράς ή στρατός, αντίθ. προς ναυτική δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, τὸ πεζόν, σε Ηρόδ.· στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ πεζή, σε Θουκ.· τὰ πεζὰ κράτιστοι, δυνατώτεροι στην ξηρά, στον ίδ.
3. λέγεται για ζώα, χερσαίος αντίθ. προς τα πουλιά και τα ψάρια, τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά, ζώα και πουλιά, σε Πλάτ.
II. μεταφ. λέγεται για τη γλώσσα, αυτός που δεν ανεβαίνει πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο, πεζός, ανιαρός, τετριμμένος, σε Λουκ.
III. 1. δοτ. θηλ. πεζῇ (ενν. ὁδῷ) ως επίρρ., με τα πόδια, σε Ξεν.
2. από την ξηρά, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πεζός: -ή, -όν, (ἴδε πούς)· 1) παρ’ Ὁμήρ., α) ὡς καὶ νῦν, πεζός, πεζοὶ μαχηταί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἱππέας, πεζοὶ θ’ ἱππῆές τε Ἰλ. Θ. 59, πρβλ. Ε. 13., Λ. 150· πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Ὀδ. Ρ. 436, πρβλ. Ι. 50. β) ὁ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, διὰ ξηρᾶς πορευόμενος οὐχὶ ὅμως ἀναγκαίως καὶ διὰ τῶν ἰδίων αὑτοῦ ποδῶν, μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.· εἰ δ’ ἐθέλεις π., πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι Ὀδ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ταξιδεύειν διὰ θαλάσσης, οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ’ ἱκέσθαι Α. 173· ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηὶ μελαίνῃ Λ. 58· ἐν νηὶ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων Ἰλ. Ω. 438. 2) οὕτω παρὰ τοῖς ἱστορικοῖς, ὁ πεζὸς στρατὸς ἢ μόνον ὁ πεζὸς σημαίνει, α) ἐνίοτε πεζοὺς στρατιώτας, τὸ πεζικόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππικὸν (ἡ ἵππος), Ἡρόδ. 1. 80., 4. 128· σὺν δυνάμει καὶ π. καὶ ἱππικῇ Ξεν. Κύρ. 2. 4, 18· ἀλλά, β) συνηθέστερον, στρατιωτικὴν δύναμιν ἢ δύναμιν κατὰ ξηράν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ναυτικὸν (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 1), Ἡρόδ. 4. 97., 6. 95, Θουκ. 1. 47, 2. 94, κτλ.· οὕτω, τὸ πεζικὸν Ἡρόδ. 7. 81· στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ π. (κοινῶς πεζικὴ) Θουκ. 6. 33, πρβλ. 7. 16· ἡ πεζὴ στρατιὰ καὶ τὸ ναυτικὸν Λυσ. 194. 2, κτλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 558, 719, 728, Πινδ. Π. 10. 47· (οὕτω καὶ ἐν διπλῇ ἀντιθέσει, οἱ μὲν ἐφ’ ἵππων, τοὶ δ’ ἐπὶ ναῶν, πεζῇ τε βάδην Αἰσχύλ. Πέρσ. 19.· ― ἐντεῦθεν καί, τὰ πεζὰ κράτιστοι, ἰσχυρότατοι κατὰ ξηράν, Θουκ. 4. 12· καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι Ἀριστοφ. Ἀχ. 622· πεζαῖς μάχαισιν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 567· ἡ π. μάχη, κατὰ ξηρὰν μάχη, Πλάτ. Νόμ. 707C· ἐν τοῖς ναυτικοῖς κινδύνοις, ὥσπερ ἐν τοῖς πεζοῖς Ἰσοκρ. 59C· ― ἴδε πεζικός. 3) ἐπὶ ζῴων, χερσαῖος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πτηνὰ καὶ τοὺς ἰχθῦς, τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνὰ Πλάτ. Συμπ. 207Α, πρβλ. Πολιτ. 264D· π. καὶ ἔνυδρον αὐτόθι 288Α, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 12 κἑξ., κτλ.· ἡ π. θήρα Πλάτ. Σοφιστ. 222Β, πρβλ. Νόμ. 823Β, 824Α· πρβλ. πεζοθηρικός, πεζονομικός. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τοῦ λόγου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητικός, π. λόγοι, Λατ. oratio pedestris, (πρβλ. ΙΙΙ, 2), Παυσ. 4. 6, 1· ἡ π. λέξις Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κ. ἀλλ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ ἔμμετρος, αὐτόθι 4· τινὰ καὶ πεζὰ καὶ ἐν ἔπεσι ποιήματα Δίων Κ. 69. 3· πεζή τις ποιητική, ἐπὶ πομπώδους πεζοῦ λόγου, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8· ― ὡσαύτως κοινός, τετριμμένος, πρόστυχος, κομιδῇ πεζὸν καὶ χαμαιπετὲς αὐτόθι 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 853C· π. ὀνόματα αὐτόθι 747F, κτλ. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ, ὡς τὸ ψιλός, ἐπὶ φωνητικῆς ἢ ὀργανικῆς μουσικῆς καθ’ ἑαυτὰς ἄνευ συμφωνίας τινός, Σοφ. Ἀποσπ. 15. 3) πεζαὶ ἑταῖραι, ἐν Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, καὶ πεζαὶ μόσχοι, ἐν Εὐπόλ. «Κόλαξιν» 6, κοιναὶ ἑταῖραι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἑταῖραι μουσικαὶ ἢ μουσοποιοὶ Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 12· οὕτως, αὐλητρίδα πεζὴν Κάνθαρος ἐν «Συμμαχίᾳ». ΙΙΙ. δοτ. θηλ. πεζῇ (ἐξυπ. ὁδῷ) ὡς ἐπίρρ. 1) πεζῶς, «μὲ τὰ πόδια», ἀντίθετον τῷ σὺν ἵππῳ, Ξεν. Οἰκ. 5. 5. β) συνηθέστερον, διὰ ξηρᾶς Ἡρόδ. 2. 159, Θουκ. 1. 137, κτλ.· πεζῇ ἕπεσθαι, ἀκολουθεῖν διὰ ξηρᾶς, Ἡρόδ. 7. 110, 115· στρατιὰν μέλλων π. πορεύσειν Θουκ. 4. 132· π. πορεύεσθαι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 6, 1· οὔτε π., οὔτε κατὰ θάλατταν αὐτόθι 10· καὶ πεζῇ καὶ ναυμαχοῦντες, διὰ ξηρᾶς καὶ διὰ θαλάσσης, Δημ. 35. 9. 2) ἐν πεζῷ λόγῳ, παῦσαι μελῳδοῦσ’ ἀλλὰ π. μοι φράσον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 713, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 237Α· ― οὕτω, πεζῶς, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἱστορῆσαι. IV. Συγκρ. πεζότερος, ὁμοιότερος πρὸς πεζοπορίαν, Πλούτ. 2. 804C· ὁμοιότερος πρὸς πεζὸν λόγον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 252, κτλ.· ― ὑπερθ. πεζότατος, Σουΐδ. ἐν λ. ψυχή.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: going on foot, living on the land, of men and animals, walker, foot-soldier, coll. infantry, land-force (Il.); metaph. common, prosaic (hell. a. late).
Compounds: Often as 1. member, e.g. πεζο-μάχ-ας, -ος fighting as a foot-soldier with -έω, -ία (Pi., IA.).
Derivatives: πεζ-ικός belonging to πεζός (Att. etc.: ἱππικός, ναυτικός; details in Chantraine Études 126 w. n. 1), -ίτης m. = πεζός (Suid.: ὁπλίτης), -ότης, -ητος f. the being πεζός (Arist. -comm.); πεζ-εύω to go on foot, to be a walker (Att., Arist.) mit -ευτικός going on foot (Arist.).
Origin: IE [Indo-European] [790] *ped- foot
Etymology: But for the accent formally identical with Skt. pád-ya- regarding the foot, IE *ped-i̯o-. (The suffix not with Schulze and Brugmann from the verb to go, εἶ-μι (s. Schwyzer 472); in opposition to Lat. acu-ped-ius quickfooted with i̯o -enlargement as Norw. fior-fit lizard (prop. "four-footed"). Further s. πούς.
Middle Liddell
πεζός, ή, όν πούς
1. on foot, πεζοί fighters on foot, opp. to horsemen, Hom.:—also on land, going by land, opp. to sea-faring, Hom.:—so, ὁ πεζὸς στρατός, or ὁ πεζός alone, sometimes foot-soldiery, infantry, opp. to cavalry (ἡ ἵπποσ), Hdt., Xen.
2. ὁ πεζός, also, a land-force or army, opp. to a naval force, Hdt., Thuc.; so, τὸ πεζόν Hdt.; στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ πεζή Thuc.; τὰ πεζὰ κράτιστοι strongest by land, Thuc.
3. of animals, land, as opp. to birds and fishes, τὰ π. καὶ τὰ πτηνά beasts and birds, Plat.
II. metaph. of language, not rising above the ground, prosaic, Luc.
III. dat. fem. πεζῇ (sub. ὁδῷ) as adv., on foot, Xen.
2. by land, Thuc.
Frisk Etymology German
πεζός: {pezós}
Meaning: zu Fuß gehend, auf dem Lande lebend, von Menschen und Tieren, Fußgänger, Fußsoldat, koll. Landtruppen, Landheer (seit Il.); übertr. alltäglich, prosaisch (hell. u. sp.).
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. πεζομάχας, -ος als Fußsoldat kämpfend mit -έω, -ία (Pi., ion. att.).
Derivative: Davon πεζικός [[zum πεζός gehörig]] (att. usw.: ἱππικός, ναυτικός; Näheres bei Chantraine Études 126 m. A. 1), -ίτης m. = πεζός (Suid.: ὁπλίτης), -ότης, -ητος f. ‘das πεζός-Sein’ (Arist. -Komm.); πεζεύω Fußgänger sein, zu Fuß gehen (att., Arist. usw.) mit -ευτικός zu Fuß gehend (Arist.).
Etymology: Bis auf den Akzent mit aind. pád-ya- den Fuß betreffend formal identisch, idg. *ped-i̯o-; das Suffix soll nach Schulze und Brugmann ein Verb für gehen (εἶμι o.a.) enthalten (s. Schwyzer 472). Dagegen lat. acu-ped-ius ‘schnellfüß-ig’ mit i̯o -Erweiterung wie norw. fior-fit Eidechse (eig. "vierfüß-ig, Vierfüß-ler"). Weiteres s. πούς.
Page 2,486-487
Chinese
原文音譯:pezÍ 胚色
詞類次數:形容詞 副詞(2)
原文字根:腳
字義溯源:步行的,陸路旅行的;源自(πούς)*=足,腳)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 步行(1) 太14:13
English (Woodhouse)
land, not on horseback, of infantry, on foot
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πέζα (=πόδι) πού παράγεται ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
pedestris, of foot soldiers, infantry, 1.141.4, 2.84.2, 4.8.2, 5.2.3. 6.103.1, 7.12.1. 7.15.1. 7.22.1, 7.42.6. 7.79.1.
pedestre iter faciens, traveling on foot, 2.94.3, [nonnulli codd. several manuscripts πεζῇ]. 7.75.7,
id. qd the same as 7.59.2,
pedestres copiae, infantry forces, 1.29.2. 1.30.4, 1.47.2, 1.62.2. 1.89.2, 1.116.2, 2.9.3, 2.9.5. 2.80.1, 2.86.4. 2.90.3. 2.94.2. 2.100.5, 3.7.5. 3.13.4,
item likewise 3.15.1. 3.30.2. 4.1.4. 4.9.1, 4.9.2. 4.25.3. 4.25.8. 4.10.1. 5.3.2. 6.21.1, 6.31.3, 6.62.3. 6.90.3. 6.97.2. 7.12.2. 7.25.9, 7.34.2. 7.34.8. 7.35.1, 7.36.1. 7.37.1, 7.37.2. 7.3.1. 7.38.1. 7.41.4. 7.49.2. 7.50.3, 7.51.1. 7.52.1. 7.58.3, 7.60.2. 7.62.4. 7.63.2. 7.69.3. 7.70.1. 7.71.1. 7.71.6. 7.74.2, 7.87.6, 8.11.2. 8.16.1. 8.16.3. 8.19.4. 8.19.48.20.2. 8.22.1. 8.23.5. 8.27.4. 8.28.2. 8.30.1, 8.44.1. 8.79.4. 8.90.3,
pedites, infantry, 1.110.4, 4.124.3, 5.60.2, 6.65.3. 6.97.1. 7.54.1. 7.64.2. 8.16.3,
peditatus, infantry, 2.98.4, 6.31.3. 6.66.3, 7.39.1,
res pedestris, infantry operations, 2.89.2,
idem, the same 4.12.3.
Translations
Arabic: مَاشِيًا; Armenian: ոտքով, հետիոտն; Avar: лъелго; Azerbaijani: piyada, gəzə-gəzə; Bashkir: йәйәү; Belarusian: пешшу, пяшком, пехатой; Bulgarian: пеш, пеша; Catalan: a peu; Chinese Mandarin: 徒步, 走路, 步行; Crimean Tatar: cayav; Czech: pěšky; Danish: til fods; Dutch: te voet; Esperanto: piede; Estonian: jala; Finnish: jalan, jalkaisin; French: à pied; Galician: a pé; Georgian: ფეხით, ქვეითად; German: zu Fuß, auf Schusters Rappen; Greek: με τα πόδια; Ancient Greek: πεζῇ; Hebrew: בָּרֶגֶל, רַגְלִי; Hindi: पैदल; Hungarian: gyalog; Icelandic: ganga, fótgangandi; Ido: pedirante; Irish: de chois, de shiúl cos, de shiúl na gcos; Italian: a piedi; Japanese: 歩いて, 徒歩で; Kalmyk: йовһар; Kazakh: жаяу, жаяулап; Korean: 걸어서; Kyrgyz: жөө; Latin: pedes; Latvian: kājām; Lithuanian: pėsčiomis; Macedonian: пешки; Manx: ry-chosh; Maori: pakituri, haere pakituri; Mapudungun: namutu; Norwegian Bokmål: til fots; Nynorsk: til fots; Old English: on fōtum; Persian: پیاده; Polish: pieszo, na piechotę, piechotą; Portuguese: a pé; Romanian: pe jos; Russian: пешком, пешочком; Serbo-Croatian Cyrillic: пе̏шке̄, пје̏шке̄; Roman: pȅškē, pjȅškē; Sicilian: a pedi; Slovak: pešo; Slovene: peš; Sorbian Lower Sorbian: pěšy; Spanish: a pie; Swedish: till fots; Tajik: пиёда; Tatar: җәяү; Turkish: yayan; Turkmen: pyýada; Ukrainian: пі́шки, піхотою, пі́хом; Urdu: پیدل; Uzbek: yayov, piyoda; Vietnamese: đi bộ, đi chân, cuốc bộ; Welsh: ar eich deudroed, ar gerdded