πλεῖστος
English (LSJ)
πλείστη, πλεῖστον, Sup. of πολύς,
A most, greatest, largest, in number, size, extent, etc., πλεῖστος ὅμιλος, πλεῖστος λαός, Il.15.616, 16.377, etc.; π. κακόν Od. 4.697; πλεῖστοι ἐπιχθονίων ἀνθρώπων Hes.Fr.33.1; π. εὐκλείας γέρας S.Ph.478; φιλοσοφία παλαιοτάτη τε καὶ πλείστη most in vogue, Pl. Prt.342a; π. τῶν Ἑλληνικῶν φῦλον τὸ Ἀρκαδικόν X.HG7.1.23, etc.; τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι, ἡ πλείστη γνώμη, Hdt.7.220 (s.v.l.), 5.126; πλεῖστον σχήσειν, as Sup. of πλέον ἔχειν (v. πλείων), Th.7.36.
2 with Art., οἱ πλεῖστοι = the greatest number, Id.4.90, etc.; τὸ πλεῖστον τοῦ βίου the greatest part of life Pl.Lg.718a, etc. (also same gender as the foll. Noun, ὁ πλεῖστος τοῦ βίου, ἡ πλείστη τῆς στρατιᾶς, Th.1.5, 7.3); τῇ ὄψει τοῦ θαρσεῖν τὸ πλεῖστον εἰληφότες Id.4.34; τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ πλεῖστον E.Supp.408.
II Special usages: with relat., ὅσας ἂν πλείστας δύνωνται καταστρέφεσθαι subdue the greatest number that they possibly could, Hdt.6.44; ὡς ἂν δύνωνται πλεῖστα IG12.98.4, cf. 109.10, 113.37; ὁπόσσω κα πλείστω ἄξιος ᾖ Berl.Sitzb.1927.160 (Cyrene); ὅς κα πλεῖστον διδῷ ἀποδόμενοι Leg.Gort.5.48; ὡς π. χρόνον Pl.Grg. 481b; ὅτι π. Th.6.64, etc.: coupled with εἷς (q.v.), εἷς ἀνὴρ π. πόνον ἐχθροῖς παρασχών A.Pers.327: in comp. sense, πλείστον ἄξια ἢ ὥς τις οἴεται Hp.Art.57 (but πλεῖστα ἤ is corrupt in Hdt.2.35).
III Adv. usages: πλεῖστον most, Il. 19.287, Hes.Th.231, etc.; ὡς π. X.An.2.2.12: sometimes added to a Sup., π. ἐχθίστη S.Ph.631; π. ἀνθρώπων… κάκιστος Id.OC743; τὴν π. ἡδίστην θεῶν E.Alc.790: πλεῖστα as adverb, Pi.P.9.97, S.OC720, etc.; πολλάκις μὲν... π. δὲ… Pl.Hp.Ma.281b; π. χαίρειν, freq. in letters, POxy.742 (i B.C.), etc.
b furthest, π. ἀφεστηκέναι Pl.R. 587a, Arist. Mu.391a13.
2 with Art., τὸ πλεῖστον = at most, ἡμερῶν τεσσάρων τὸ πλεῖστον Ar.V.260, etc.; τὰ πλεῖστα = for the most part, Pl.Criti.118c, etc.; opp. ἐνίοτε, Arist.HA563a31.—The form πλείστως is cited by Gal.17(1).855 from Hp.Epid.6.1.10 (πλεῖστα codd.).
IV with Preps.:
1 διὰ πλείστου = furthest off, in point of space or time, Th.4.115,6.11.
2 ἐς πλεῖστον = most, S.OC739.
3 ἐπὶ πλεῖστον = over the greatest distance, to the greatest extent, in point of space, time, or extent, ἐπὶ πλεῖστον χλιδῆς ἀπίκετο Hdt.6.127; ἐπὶ πλεῖστον τοῦ γενησομένου Th.1.138; ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον Id.1.2; ἐπὶ πλεῖστον ἀνθρώπων ib.1; ὡς ἐπὶ πλεῖστον or ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, for the most part, Id.4.14, Pl.Lg.720d.
4 κατὰ τὸ πλεῖστον = for the most part, Plb.11.4.7, etc.
5 περὶ πλείστου ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.
6 ἐν τοῖς πλεῖσται δὴ νῆες = the greatest number of ships Th. 3.17 (when used with fem. Nouns, ἐν τοῖς remained without change of gender).
German (Pape)
[Seite 628] superl. zu πολύς, der, die, das meiste, sehr viel; auch von der Größe, der Ausdehnung, dem Werthe; Hom. ᾖ δὴ πλεῖστον ὅμιλον ὅρα, Il. 15, 616; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί, die meisten u. besten, 2, 577, u. öfter; πλειστον κακόν, das größte Uebel, Unglück, Od. 4, 697; πλείστη κόνις, καλάμη, Il. 13, 335. 19, 222; ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος, Pind. N. 7, 24; πλείστα χρῆσις, Ol. 10, 1; ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, Aesch. Prom. 829; εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον ἐχθροῖς παρασχών, Pers. 319; ποίμναις τὰ πλεῖστα τοῦ βίου ξυνειπόμην, Soph. O. R. 1125, u. πλεῖστον adverbial, ὃν πλεῖστον φιλεῖ, ib. 612; selbst beim superl., πλεῖστον κάκιστος, O. C. 745, τῆς πλεῖστον ἐχθίστης ἐμοὶ ἐχίδνης, Phil. 627; Eur., Ar., u. in Prosa überall; αὐτῷ ἡ πλείστη γνώμη ἦν, er war am meisten der Meinung, hatte die stärkste Neigung, Her. 5, 126; auch πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ, 7, 220, u. πλεῖστός ἐστιν ἔν τινι, er ist am meisten damit beschäftigt, spricht viel davon; πλείστου ἄξιος, Plat. Rep. I, 331 a; ὅτι νῦν ἐσμεν ἐν ἀγνοίᾳ τῇ πλείστῃ περὶ αὐτοῦ, Soph. 249 e. Häufig περὶ πλείστου ποιεῖσθαί τι, Etwas am höchsten schätzen, Thuc. u. A.; – ὅσοι πλεῖστοι, ὅσα πλεῖστα, so viel wie möglich, Her. 1, 14. 6, 44 u. sonst; auch ὅτι πλεῖστος, Thuc. u. A. – Scheinbar als compar. mit folgdm ἤ, Her. 2, 35, wo Bekker πλέω lies't.
French (Bailly abrégé)
πλείστη, πλεῖστον :
Sp. de πολύς :
I. d'ord. au sens d'un Sp.
1 le plus nombreux, très nombreux : ὅτι πλεῖστος ATT (v. ὅτι) le plus nombreux possible ; ὅσοι πλεῖστοι ATT (v. ὅσος) aussi nombreux que possible ; οἱ πλεῖστοι ATT le plus grand nombre, la plupart ; adv. • τὰ πλεῖστα ATT le plus souvent ou le plus longtemps possible, le plus possible;
2 le plus considérable, le plus grand ; très considérable, très grand : πλεῖστον κακόν OD très grand malheur ; αὐτῷ ἡ πλείστη γνώμη ἦν HDT l'avis le plus plausible pour lui était… ; πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ HDT l'opinion à laquelle je m'arrête de préférence ; ὁ πλεῖστος τοῦ βίου THC la plus grande partie de la vie ; πλείστου ἄξιος ATT digne de la plus grande considération ; περὶ πλείστου ποιεῖσθαι (v. περί) ou πλείστου ποιεῖσθαι ATT faire le plus grand cas de ; adv. • πλεῖστον le plus ; joint à un Sp. πλεῖστον ἀνθρώπων κάκιστος SOPH le plus méchant des hommes ; τὴν πλεῖστον ἡδίστην θεῶν EUR la plus charmante des déesses ; ὡς πλεῖστον XÉN le plus possible ; ὅτι πλεῖστον ATT ou ἐπὶ πλεῖστον THC m. sign. ; • πλεῖστα le plus ; avec une prép. : • διὰ πλείστου, le plus loin possible, le plus longtemps possible ; • εἰς πλεῖστον SOPH le plus ; • ἐπὶ πλεῖστον HDT au plus haut point, à la plus grande distance ou au temps le plus éloigné ; ὡς ἐπὶ πλεῖστον THC pour la plus grande partie;
II. au sens du Cp. plus : πλεῖστα… ἤ HDT plus…que.
Étymologie: πολύς pour *πολϜς se rattache à la R. Πολ, être nombreux ; cf. lat. po-pul-us ; πλείων et πλεῖστος, qui servent de Cp. et de Sp. à πολύς, sont en réalité le Cp. et le Sp. d'un th. πλε- dont il reste, au posit., le nomin. pl. πλέες et l'acc. pl. πλέας, de la R. Πλε, être plein, à laquelle se rattache l'adj. πλέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεῖστος, πλείστη, πλεῖστον [πολύς] superl., voor posit. zie πολύς, voor comp. zie πλείων; (in aantal of omvang het hoogste) zonder lidw. meest, zeer veel:. πλεῖστα θεῶν εἰδυῖαν zij die het meest weet van alle goden Hes. Th. 887; φιλοσοφία παλαιοτάτη τε καὶ πλείστη filosofie is het oudst en het meest verbreid Plat. Prot. 342a; τὴν γνώμην πλεῖστός εἰμι ik ben zeer nadrukkelijk van mening Hdt. 7.220.2. grootst, zeer groot:. αἲ γάρ... τόδε πλεῖστον κακὸν εἴη mocht dat toch het grootste kwaad zijn Od. 4.697; λέγων ὡς... πλεῖστον τῶν Ἑλληνικῶν φύλων τὸ Ἀρκαδικὸν εἴη zeggend dat de omvangrijkste van de Griekse stammen die van Arcadië was Xen. Hell. 7.1.23. met lidw. het grootste deel:; τὴν πλείστην τῆς στρατιᾶς het grootste deel van het leger Thuc. 7.3.4; meestal subst. οἱ πλεῖστοι de meesten, de meerderheid; τὸ πλεῖστόν het grootste deel:; οὐχὶ τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ πλεῖστον niet de voorkeur gevend aan de rijken Eur. Suppl. 407; τὰ πλεῖστα het merendeel. n. adv. zonder lidw. πλεῖστον in de hoogste mate:; ἃ πλεῖστον φιλοσοφίας... ἀφέστηκεν wat het verst afstaat van filosofie Plat. Resp. 587a; met superl..; τὴν πλεῖστον ἡδίστην θεῶν Κύπριν βροτοῖσιν Cypris, de godin die voor de mensen verreweg de aangenaamste is Eur. Alc. 790; plur. πλεῖστα het meest. met lidw. τὸ πλεῖστον in de hoogste mate:; ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον voor het grootste deel Plat. Lg. 720d; τὰ πλεῖστα voor het grootste deel. met prep., adv. διὰ πλείστου het verst af:; οἱ διὰ πλείστου de verst verwijderde mensen Thuc. 4.115.3; εἰς πλεῖστον het meest; ἐκ πλείστου het langst; ἐπὶ πλεῖστον in de hoogste mate:; ὃς ἐπὶ πλεῖστον δὴ χλιδῆς ἀπίκετο die de grootste mate van luxe had bereikt Hdt. 6.127.1; ὡς ἐπὶ πλεῖστον zo veel mogelijk; περὶ πλείστου ποιεῖσθαι het meeste waard achten.
Russian (Dvoretsky)
πλεῖστος: [superl. к πολύς
1 самый многочисленный, весьма многолюдный (ὅμιλος Hom.; ὄχλος NT);
2 величайший, крупнейший (γέρας Soph.): περὶ πλείστου ποιεῖσθαι Xen. и ἡγεῖσθαι Thuc. очень высоко ставить;
3 самый распространенный, наиболее значительный (φιλοσοφία Plat.);
4 преобладающий: π. εἰμι τῇ γνώμῃ Her. я больше всего склоняюсь к этому мнению;
5 наиболее продолжительный (χρόνος Plat.);
6 наиболее отдаленный: οἱ διὰ πλείστου Thuc. самые отдаленные - см. тж. πλεῖστα и πλεῖστον.
Greek (Liddell-Scott)
πλεῖστος: πλείστη, πλεῖστον, ὑπερθ. τοῦ πολύς, πολὺς εἰς τὸν ὑπέρτατον βαθμόν· ὡσαύτως, καθ’ ὑπερβολὴν πολύς, «παρὰ πολύς», Ὅμ., κτλ.· οὐ μόνον κατὰ τὸν ἀριθμόν, ἀλλὰ καὶ καθόλου ἐπὶ μεγέθους, ἐκτάσεως, ἰσχύος, τάξεως ἢ ἀξίας, πλ. ὅμιλος, λαός, ὑπέρπολυς, πάμπολυς, Ἰλ. Ο. 616, Π. 377, κτλ.· πλεῖστον κακὸν Ὀδ. Δ. 697· πλεῖστοι ἐπιχθονίων ἀνθρώπων, οἱ εὐγενέστατοι, οἱ κράτιστοι, Ἡσ. Ἀποσπ. 41 Marktsch.· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., πλ. εὐκλείας γέρας Σοφ. Φιλ. 478· φιλοσοφία παλαιοτάτη τε καὶ πλείστη, ἐν πολλῇ τιμῇ, περισπούδαστος, Πλάτ. Πρωτ. 342Α· πλ. τῶν Ἑλληνικῶν φῦλον τὸ Ἀρκαδικὸν Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 23, κτλ.· πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ, ἡ πλείστη γνώμη, κτλ., ἴδε ἐν λ. γνώμη ΙΙΙ. 2) μετὰ τοῦ ἄρθρου, οἱ πλεῖστοι, συνώνυμον σχεδὸν τῷ οἱ πολλοί, ψιλοὶ οἱ πλεῖστοι Θουκ. 4. 90, κτλ.· τὸ πλεῖστον τοῦ βίου, τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ..., Πλάτ. Νόμ. 718Α, κτλ.· (ἀλλὰ τίθεται καὶ κατὰ τὸ γένος τοῦ ἑπομένου ὀνόματος, ὁ πλεῖστος τοῦ βίου, ἡ πλ. τῆς στρατιᾶς, Θουκ. 1. 5., 7. 3)· τοῦ θαρσεῖν τὸ πλ. ὁ αὐτ. 4. 34. ΙΙ. Ἰδιαίτεραι χρήσεις: ἐν νόῳ ἔχοντες ὅσας ἂν πλείστας δύναιντο καταστρέφεσθαι τῶν Ἑλληνίδων πολίων, ἔχοντες κατὰ νοῦν ὅσον τὸ δυνατὸν πλείστας Ἑλληνικὰς πόλεις νὰ καθυποτάξωσι, Ἡρόδ. 6. 44· ὡς πλ. Πλάτ. Γοργ. 481Β, κτλ.· ὅτι πλ. Θουκ. κλπ.· ― εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον ἐχθροῖς παρασχὼν Αἰσχύλ. Πέρσ. 327 (ἴδε εἷς Ι)· ― πλεῖστα ἤ..., ὡς τὸ συγκρ. πλεῖον Ἡρόδ. 2. 35. ΙΙΙ. Ἐπιρρηματ. χρήσεις· ― πλεῖστον, = μάλιστα, Ἰλ. Τ. 287, Ἡσ. Θ. 231, Ἀττ.· ὡς πλεῖστον, Λατ. quam maxime, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 13· ἐνίοτε συνάπτεται ὑπερθετικῷ, πλεῖστον ἐχθίστη Σοφ. Φιλ. 631, πρβλ. μάλα ΙΙΙ. 3· πλ. ἀνθρώπων... κάκιστος ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 743· τὴν πλεῖστον ἡδίστην θεῶν Εὐρ. Ἄλκ. 790· ― οὕτω καὶ πλεῖστα ὡς ἐπίρρ., Πινδ. Π. 9. 172, Σοφ. Ο. Κ. 720, κτλ.· πολλάκις μέν..., πλεῖστα δέ..., Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 281Β. β) σφόδρα πολύ, ἃ πλεῖστον φιλοσοφίας τε καὶ λόγου ἀφέστηκε ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 587Α. 2) μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ πλεῖστον, = ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, Ἀριστοφ. Σφ. 260, κτλ.· τὰ πλεῖστα Πλάτ. Κριτί. 118C, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐνίοτε, Ἀριστ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3. ― Ὁ τύπος πλείστως μνημονεύεται ὑπὸ Γαληνοῦ ἐκ τοῦ Ἱπποκράτους 1165Β (ἀλλὰ πλεῖστα εὕρηται ἐν τῷ κειμένῳ). IV. μετὰ προθέσεων: 1) οἱ διὰ πλείστου, οἱ πολὺ μακρὰν ὄντες, οἱ πολύ ἀπέχοντες ἀπό τινος τόπου, Θουκ. 4. 115., 6. 11. 2) εἰς πλεῖστον, πλεῖστον ὅσον, Σοφ. Ο. Κ. 739. 3) ἐπὶ πλεῖστον, εἰς μεγίστην ἀπόστασιν τοπικῶς ἢ χρονικῶς, Ἡρόδ. 6. 127, Θουκ. 1. 2., 4. 138, κτλ.· ἐπὶ πλ. ἀνθρώπων ὁ αὐτ. 1. 1· ὡς ἐπὶ πλ. ἢ ὡς ἐπὶ τὸ πλ., ὡς καὶ νῦν, συχνότατα, συνηθέστατα, 4. 14, Πλάτ. Νόμ. 720D· οὕτω καί, 4) κατὰ τὸ πλ. Πολύβ. 11. 5. 7, κτλ. 5) περὶ πλείστου ποιεῖσθαι, ἴδε περὶ Α. IV. 6) ἐν τοῖς πλείστοις, ἔτι δὲ καὶ πλεῖσται, ἐπὶ νεῶν, αἱ πλεῖσται περίπου, Θουκ. 3. 17· ἴδε ὁ, ἡ, τό, Α. VIII. 7. ― Πρβλ. πολύς, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.
English (Autenrieth)
(sup. of πολύς): most, a great many.—Adv., πλεῖστον, most, especially.
English (Strong)
irregular superlative of πολύς; the largest number or very large: very great, most.
English (Thayer)
πλείστῃ, πλεῖστον (superlative of πολύς), most: plural ὄχλος πλεῖστος, a very great multitude, T Tr WH); ὁ πλεῖστος ὄχλος, the most part of the multitude, Thucydides 7,78; Plato, rep. 3, p. 397{d}; λαός, Homer, Iliad 16,377); τό πλεῖστον, adverbially, at the most, 1 Corinthians 14:27.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλεῖστος, πλείστη, πλεῖστον, ΝΜΑ
(υπερθετικό του επιθ. πολύς)
1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι
οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῖστοι εὐθὺς ἐχώρουν», Θουκ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πλείστο(ν)
το μεγαλύτερο τμήμα ενός ὁλου («τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ πλεῖστον», Ευρ.)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) πλείστο(ν)
πάρα πολύ
5. φρ. α) «ως επὶ [το] πλείστον» — σε πολύ μεγάλο ποσοστό ή βαθμό, τις περισσότερες φορές, κυρίως
β) «κατά το πλείστον» — κατά το μεγαλύτερο μέρος
νεοελλ.
φρ. «πλείστοι όσοι» και «πλείστα όσα» — πολλοί και διάφοροι ή πολλά και διάφορα
αρχ.
1. (στη φιλοσοφία) ο περισπούδαστος, σημαντικός
2. (για πρόσ.) αυτός που κατάγεται από πολύ καλή, αρχοντική οικογένεια, ο πολύ ευγενής
3. (για γνώμη) αυτός που περισσότερο επικρατεί, ο επικρατέστερος («αὐτῷ δὲ Ἀρισταγόρῃ ἡ πλείστη γνώμη ἦν ἐς τὴν Μύρκινον ἀπάγειν», Ηρόδ.)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) πλεῖστον
επί πλέον, περαιτέρω
5. (η αιτ. πληθ. ουδ. ως επίρρ.) πλείστα
πάρα πολύ
6. φρ. α) «ὅσος πλεῖστος» και «ὡς πλεῖστος» και «ὅτι πλεῖστος» — όσο το δυνατόν περισσότερος, δηλαδή μεγαλύτερος ως προς τον αριθμό
β) «τὸ πλεῖστον» και «τὰ πλεῖστα» — κατά το μεγαλύτερο ποσοστό ή τις περισσότερες φορές, συνήθως («τετράγωνον μὲν αὔθ' ὑπῆρχε τὰ πλεῖστ ὀρθὸν καὶ πρόμηκες», Πλάτ.)
γ) «διὰ πλείστον»
(σχετικά με χρόνο και τόπο) πολύ μακριά
δ) «ἐς πλεῖστον» — περισσότερο
ε) «ἐπὶ πλεῖστον»
(με τοπ. και χρον. σημ.) σε μεγάλη απόσταση
στ) «τὸ πλεῖστον τοῦ βίου» — το μεγαλύτερο μέρος της ζωής
ζ) «πλεῖστα χαίρειν»
(ως συνήθης χαρακτηρισμός σε επιστολές) χαίρομαι πάρα πολύ
η) «περὶ πλείστου ποιοῦμαι» — έχω σε πάρα πολύ μεγάλη υπόληψη
θ) «ἐν τοῖς πλεῖσται δὴ νῆες» — ο μεγαλύτερος αριθμός τών πλοίων.
επίρρ...
πλείστως Α
σπαν. κατά το μεγαλύτερο μέρος, στον μεγαλύτερο βαθμό ή κατά το μεγαλύτερο ποσοστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το υπερθ. πλείστος του επιθ. πολύς, ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή pelә1-/plә1- (με μηδενισμένο το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν) της ΙΕ ρίζας pel-lplē- «πληρώ, γεμίζω» (βλ. λ. πίμπλημι, πλείων, πολύς) και συνδέεται με το αβεστ. fraēštam και το αρχ. νορβ. feistr. Το υπερθ. πλεῖστος (< ple-is-tho) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα –ίς- του επιθήματος του συγκριτικού βαθμού -yes- / -yos- + επίθημα υπερθ. -t(h)o- (πρβλ. κράτιστος)].
Greek Monotonic
πλεῖστος: -η, -ον, υπερθ. του πολύς·
I. 1. περισσότερος, υπερβολικά πολύς, επίσης πάρα πολύς, πιο πολύς, και σε αριθμό και σε μέγεθος, σε Όμηρ. κ.λπ.· πλεῖστός εἰμιτῇ γνώμῃ, κλίνω πιο πολύ ως προς τη γνώμη, σε Ηρόδ.
2. μαζί με το άρθρο, οἱ πλεῖστοι, περισσότερο όπως οἱ πολλοί, ο μεγαλύτερος αριθμός, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ πλεῖστον τοῦ βίου, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής, σε Πλάτ.· επίσης ἡπλείστη τῆς στρατιᾶς, σε Θουκ.
II. Ειδικότερες χρήσεις· ὅσα ἂν πλείστας δύναιντο καταστρέφεσθαι, ο μεγαλύτερος αριθμός που μπορεί να υποταχθεί, σε Ηρόδ.· ὅτι πλεῖστον, σε Θουκ. κ.λπ.· εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον παρασχών, οι περισσότεροι απ' όλους τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.
III. 1. Επιρρ. χρήσεις: πλεῖστον = μάλιστα, πιο πολύ, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ὡς πλεῖστον, Λατ. quam maxime, σε Ξεν.· μερικές φορές προστίθεται σ' έναν υπερθ., πλεῖστον ἐχθίστη, πλεῖστον κάκιστος, σε Σοφ.· ομοίως, πλεῖστα, στον ίδ.· -απώτατα, σε Πλάτ.
2. μαζί με το άρθρο, τὸ πλεῖστον, για το μεγαλύτερο σημείο, σε Αριστοφ.
IV.με πρόθ.,
1. διὰ πλείστου, αυτοί που απέχουν πάρα πολύ, με την έννοια του χρονικού διαστήματος, σε Θουκ.
2. εἰς πλεῖστον, περισσότερο, σε Σοφ.
3. ἐπὶ πλεῖστον, στη μεγαλύτερη απόσταση, στη μεγαλύτερη έκταση, με την έννοια του τόπου ή του χρόνου, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὡς ἐπὶ πλεῖστον ή ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, για το μεγαλύτερο μέρος, σε Πλάτ.· περὶ πλείστου ποιεῖσθαι, βλ. περὶ Α IV. 4. ἐν τοῖς πλεῖστοι ή πλεῖσται, περίπου οι περισσότεροι, σε Θουκ.
Middle Liddell
πλεῖστος, η, ον [Sup. of πολύς
I. most, largest, also very much, very large, both of number and size, Hom., etc.; πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ I incline most to the opinion, Hdt.
2. with the Art., οἱ πλεῖστοι, much like οἱ πολλοί, the greatest number, Thuc., etc.; τὸ πλεῖστον τοῦ βίου the greatest part of life, Plat.; also ἡ πλ. τῆς στρατιᾶς Thuc.
II. Special usages: ὅσας ἂν πλείστας δύναιντο καταστρέφεσθαι the greatest number that they could possibly subdue, Hdt.; ὅτι πλ. Thuc., etc.:— εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον παρασχών the greatest of all men, Aesch.
III. Adverb. usages:— πλεῖστον, = μάλιστα, most, Il., Attic; ὡς πλεῖστον, Lat. quam maxime, Xen.; sometimes added to a Sup., πλεῖστον ἐχθίστη, πλ. κάκιστος Soph.; so, πλεῖστα Soph.:— furthest, Plat.
2. with the Art., τὸ πλ. for the most part, Ar.
IV. with Preps.:
1. διὰ πλείστου furthest off, in point of space or time, Thuc.
2. εἰς πλεῖστον most, Soph.
3. ἐπὶ πλεῖστον over the greatest distance, to the greatest extent, in point of space or time, Hdt., Thuc.; ὡς ἐπὶ πλ. or ὡς ἐπὶ τὸ πλ. for the most part. Plat.; περὶ πλείστου ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.
4. ἐν τοῖς πλεῖστοι or πλεῖσται about the most, Thuc.