προκαθίζω

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαθίζω Medium diacritics: προκαθίζω Low diacritics: προκαθίζω Capitals: ΠΡΟΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: prokathízō Transliteration B: prokathizō Transliteration C: prokathizo Beta Code: prokaqi/zw

English (LSJ)

Ion. προκατίζω,
A perch, of birds, Il.2.463.
2 sit in public, sit in state, ἐς θρόνον Hdt.1.14, cf. 97; ἐν τῆ βασιλείῳ ἕδρᾳ Hdn. 1.9.3:—Med., προκατίζεσθαι ἐς τὸ προάστιον Hdt.5.12.
3 settle before, εἰς τὸν Ἰσθμόν Plb.20.6.8; ἐπὶ τῆς διαβάσεως Id.Fr.43:—Med., Arist.Pr.946b36, Plb.10.49.1.
4 c. gen., sit before, to be chief of, τῆς Ἠπείρου Id.20.3.3; have precedence of, τινος Luc.JTr.9.
II trans., π. ἐνέδρας lay ambushes beforehand, Aen.Tact.15.9.
2 set as guards, τινὰς ὡς ἐπὶ Τυρρηνίας Plb.2.24.6.

German (Pape)

[Seite 727] (s. καθίζω), ion. προκατίζω, vorn od. davor niedersitzen, sich niederlassen, Il. 2, 463; draußen öffentliche Sitzung halten, Her. 1, 97; ἐς τὸν θρόνον, 1, 14, u. so auch im med., προκατίζεσθαι εἰς τὸ προάστειον, 5, 12, übh. = προκάθημαι, z. B. τῆς Ἠπείρου, Pol. 20, 3, 3; u. med., 10, 49, 1, Luc. Pisc. 42, – transit. vorsetzen, τούτους ὡς ἐπὶ Τυῤῥηνίας προεκάθισαν, Pol. 2, 24, 6.

French (Bailly abrégé)

1 s'asseoir en avant, à la première place ; avoir la présidence de, gén.;
2 s'asseoir ou siéger en public;
Moy. προκαθίζομαι venir s'établir en avant, avec ἐς et l'acc..
Étymologie: πρό, καθίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καθίζω act. intrans. zich neerzetten (in het openbaar):; κλαγγηδὸν π. onder luid gekwetter neerstrijken Il. 2.463; met prep. bep..; θρόνον ἐς τὸν προκατίζων ἐδίκαζε de troon waarop hij ging zitten wanneer hij recht sprak Hdt. 1.14.3; met gen. een voorrangspositie innemen boven:. προκαθίζειν μοῦ een hogere plaats innemen dan ik Luc. 21.9. med. zitting houden:. ἐς τὸ προάστιον in de voorstad Hdt. 5.12.2.

Russian (Dvoretsky)

προκαθίζω: ион. προκατίζω тж. med.
1 сидеть впереди (ὀρνίθων ἔθνεα προκαθίζοντα Hom.): π. τινός Luc. восседать выше, т. е. быть старше кого-л.;
2 восседать (ὁ θρόνος, ἐς τὸν προκατίζων ἐδίκαζε Her.): προκατίζεσθαι ἐς τὸ προάστειον Her. проводить судебное заседание в предместье;
3 med. выставлять вперед, т. е. размещать для охраны: π. ἱππεῖς φυλάττοντας τὰς περὶ τὸν ποταμόν διαβάσεις Polyb. размещать всадников для охраны речных переправ;
4 ставить во главе, назначать начальником (τινὰ ἐπὶ Τυρρηνίας Polyb.).

English (Autenrieth)

alight after flying forward, settle down, part., Il. 2.463†.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προκατίζω Α
1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.)
2. κάθομαι ενώπιον του δήμου και δικάζωἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.)
3. προΐσταμαι, προεδρεύω
4. εγκαθίσταμαι εκ τών προτέρων («ὅτε Κλεομένης εἰς τὸν Ἰσθμὸν προεκάθισε», Πολ.)
5. παραμένω κάπου και προστατεύω κάποιον ή κάτι («εἰ μὲν αὐτὸς δύναται προκαθίσας τῆς Ἠπείρου παρασκευάζειν σφίσι τὴν ἀσφάλειαν», Πολ.)
6. κάθομαι σε ανώτερη θέση, προτιμώμαι
7. στήνω ενέδρα
8. τοποθετώ κάποιον μπροστά για προφύλαξη και υπεράσπιση ενός τόπου.

Greek Monotonic

προκαθίζω: Ιων. -κατίζω,
I. 1. καθίζω μπροστά ή σπρώχνω προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κάθομαι σε δημόσιο χώρο, κάθομαι επισήμως, ἐς θρόνον, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Μέσ., στον ίδ.
3. εγκαθίσταμαι εμπρός, στον ίδ.
II. μτβ., κάθομαι πάνω σε, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθίζω: Ἰων. -κατίζω, ἐπὶ χηνῶν καὶ γεράνων, πέτομαι μικρὸν πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ἔπειτα καθίζω, Ἰλ. Β. 463. 2) καθέζομαι δημοσίᾳ, ἐπισήμως, ἐς θρόνον Ἡρόδ. 1. 14., πρβλ. 97· ἐν τῇ βασιλείῳ ἕδρᾳ Ἡρῳδιαν. 1. 9· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προκατίζεσθαι ἐς τὸ προάστειον Ἡρόδ. 5. 12. 3) ἐγκαθίσταμαι ἐμπρός, ἐς τὸν Ἰσθμὸν αὐτόθι 6, 8· ἐπὶ τῆς διαβάσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. Ἀποσπ. 67· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστ. Προβλ. 26. 56, Πολύβ. 10. 49, 1. 4) μετὰ γεν., προΐσταμαι, τῆς Ἠπείρου ὁ αὐτ. 20. 3, 3· καθέζομαι εἰς θέσιν ἀνωτέραν, προτιμῶμαι, τινὸς Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 9. ΙΙ. μεταβ., τούτους μὲν ἀθροίσαντες ὡς ἐπὶ Τυρρηνίας προεκάθισαν Πολύβ. 2. 24, 6.

Middle Liddell

ionic -κατίζω
I. to sit down or alight before, Il.
2. to sit in public, sit in state, ἐς θρόνον Hdt.: —so in Mid., Hdt.
3. to settle before, Hdt.
II. trans. to set over, Polyb.