σπαράσσω

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰράσσω Medium diacritics: σπαράσσω Low diacritics: σπαράσσω Capitals: ΣΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: sparássō Transliteration B: sparassō Transliteration C: sparasso Beta Code: spara/ssw

English (LSJ)

Att. σπαράττω Ar.Ach.688, etc., fut.
A σπαράξω A.Pr.1018: aor. ἐσπάραξα Babr.95.40, (κατ-) Ar.Ach.688, etc., fut. σπαράξομαι E.Andr. 1209 (in IA1458 σπαράσσεσθαι is restored for σπαράξεσθαι in pass. sense):—Pass.,pf. ἐσπάρακται (δι-) Eub.15.3:—tear, rend, especially of dogs, carnivorous animals, and the like, σάρκας ἐσπάρασσ' ἀπ' ὀστέων E.Med. 1217; σπαράσσω τὰς γνάθους Ar.Ra.428:—Med., σπαράσσεσθαι κόμαν tear one's hair, E.Andr.1209(lyr.).
2 rend asunder, φάραγγα βροντῇ . . πατὴρ σπαράξει A.l.c.
3 metaph., pull to pieces, attack, ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν Ar.Ach.688; σπαράσσω τινὰς τῷ λόγῳ ὥσπερ σκυλάκια Pl.R.539b; τὰς ἀρχάς D.25.50, cf. Ar.Pax641, PPetr.2p.57 (iii B.C.), Herod.5.57, Teles p.19 H.:—Pass., λώβαισι . . ἐσπαραγμένους Lyc. 656.
4 Medic., σπαράσσω τὸ στόμα τῆς κοιλίας provoke sickness, Gal.11.57; cf. σπαρακτέον:—Pass., σπαράσσομαι ἀνημέτως = retch without being able to vomit, Hp.Coac.546.
b convulse, of an evil spirit, Ev.Marc.1.26.

German (Pape)

[Seite 916] att. -ττω, zerren, zupfen, zerreißen, zerfleischen; φάραγγα βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογὶ πατὴρ σπαράξει τήνδε, Aesch. Prom. 1020; σάρκας ἐσπάραξ' ἀπ' ὀστέων, Eur. Med. 1217 (vgl. Plut. Artax. 18 Luc. Tox. 43); auch med., οὐ σπαράξομαι κόμαν, Andr. 1210; ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν, Ar. Ach. 658; τῷ ἕλκειν καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον, Plat. Rep. VII, 539 b, schmähen, wie σπαράττειν τὰς κληρωτὰς ἀρχάς, Dem. 25, 50; ὑπὸ πιθήκων καὶ ἀλωπέκων σπαράττεσθαι, Luc. Alex. 2; λώβαις σπαράττειν τινά, Einen durch Schmach und Verderben zu Grunde richten, Lycophr. 656.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐσπάραξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσπαράχθην;
déchirer ; saisir (comme pour arracher) : κόμης EUR par la chevelure;
Moy. σπαράσσομαι = s'arracher : κόμαν EUR les cheveux;
NT: secouer ; convulser.
Étymologie: σπάω.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰράσσω: атт. σπᾰράττω (fut. σπαράξω)
1 отрывать, срывать, сдирать (σάρκας ἀπ᾽ ὀστέων Eur.): σ. τὰς γνάθους (sc. ἑαυτοῦ) Arph. раздирать себе лицо; σπαράσσεσθαι κόμας Eur. рвать на себе волосы;
2 разрывать на части, растерзывать (τινά Arph.; φάραγγα κεραυνίᾳ φλογὶ σ. Aesch.);
3 терзать, мучить (τινὰ τῷ λόγῳ Plat.);
4 схватывать, овладевать (τινά NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπαράττω, Ion. σπαράσσω [~ σπαίρω?, σπάω?] aor. ἐσπάραξα, aor. pass. ἐσπαράχθην, fut. σπαράξω. verscheuren, afscheuren, in stukken scheuren, openrijten:; (ἑαυτοῦ) σ. τὰς γνάθους zijn eigen wangen openrijten Aristoph. Ran. 428; med..; οὐ σπαράξομαι κόμαν; zal ik mij de haren niet uitrukken? Eur. Andr. 1209; overdr.. σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί iedereen die telkens maar in de buurt komt verbaal aan stukken scheuren Plat. Resp. 539b. wegsleuren: pass.. πρὶν σπαράσσεσθαι κόμης voordat ik word weggesleurd aan mijn haar Eur. IA 1458. doen stuiptrekken. NT Marc. 1.26.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω Αἰσχύλ. Πρ. 1018· ἀόρ. ἐσπάραξα Βαβρ. 95. 40, (κατ-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 729. - Μέσ., μέλλ. -ξομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1209, (ἐν Ι. Α. 1459 ἤδη φέρεται ἐκ διορθώσεως σπαράσσεσθαι ἐπὶ παθητ. σημασίας). - Παθ., πρκμ. ἐσπάρακται (δι-) Εὔβουλος ἐν «Αὐγ.» 1. (Συγγενὲς τῷ σπαίρω). Διασπαράττω, «ξεσχίζω», «κατακομματιάζω», Λατ. lacerare, μάλιστα ἐπὶ κυνῶν, ἐπὶ σαρκοβόρων ζῴων καὶ τῶν τοιούτων, σπ. σάρκας ἀπ’ ὀστέων Εὐρ. Μήδ. 1217· ὡσαύτως, σπ. τὰς γνάθους Ἀριστοφ. Βάτρ. 424. - Μέσ., σπαράσσεσθαι κόμας, τίλλω, μαδῶ τὴν κόμην μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1209. 2) διασχίζω, ἀνοίγω εἰς δύο, φάραγγα βροντῇ .. πατὴρ σπαράξει Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., ἐνοχλῶ καθ’ ὑπερβολήν, ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, Λατ. conviciis lacerare, ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 688· σπ. τινὰ τῷ λόγῳ ὥσπερ σκυλάκια Πλάτ. Πολ. 539B· τὰς ἀρχὰς Δημ. 785. 18, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 641· λώβαις σπ. τινὰ Λυκόφρ. 656. 4) Ἰατρικ., σπ. στόμαχον, ἐπιφέρω ναυτίαν ἢ ἔμετον, Γαλην.· οὕτω, σπαρακτέον Ὀρειβάσ. 136 Matth, - Παθ., σπ. ἀνημέτως, ἀγωνιῶ χωρὶς νὰ δύναμαι νὰ ἐμέσω - Ἱππ. 207Η. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαρασσόμεθα· ξεόμεθα. ταραττόμεθα».

English (Strong)

prolongation from spairo (to grasp; apparently strengthened from σπάω through the idea of spasmodic contraction); to mangle, i.e. convluse with epilepsy: rend, tear.

English (Thayer)

1st aorist ἐσπαραξα; to convulse (others, tear): τινα, R G Tr text, 26; ῤήγνυμι, c. (τάς γναθους, Aristophanes ran. 424; τάς τρίχας, Diodorus 19,34; in various other senses in Greek writings) (Compare: συνσπαράσσω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α
(ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ' ἀπ' ὀστέων, Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ.
1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο
2. μέσ. σπαράζομαι
δοκιμάζομαι σκληρά («η χώρα σπαράζεται από τον εμφύλιο πόλεμο»)
3. φρ. «σπαράζω στο κλάμα» — κλαίω γοερά
αρχ.
1. (για δαιμόνιο) παραμορφώνω λόγω ισχυρής συγκίνησης, συνταράζω, συγκλονίζω («σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν... ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ», ΚΔ)
2. μτφ. ενοχλώ υπερβολικά, προσβάλλω («ἄνδρα... σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.)
3. μέσ. τίλλω, μαδώ («οὐ σπαράξομαι κόμαν», Ευρ.)
4. φρ. α) «σπαράσσω τὸ στόμα τῆς κοιλίας»
ιατρ. προκαλώ ασθένεια
β) «σπαράσσομαι ἀνημέτως» — αγωνιώ χωρίς να μπορώ να κάνω εμετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, κατά τα ρ. πατάσσω, ταράσσω, τινάσσω. Κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί < σπαίρω «σπαρταρώ» + επίθημα -άσσω, ενώ, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, < σπώ «κομματιάζω, κατασπαράζω» + επίθημα -άσσω, αναλογικά προς τα παραπάνω ρήματα. Ορισμένοι, εξάλλου, εντάσσουν τον τ. στην ευρύτατη και συγκεχυμένη οικογένεια τών λ. που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα sp(h)ereg- «τινάζω» (πρβλ. σπαργῶ, σφαραγοῦμαι). Κατ' άλλους, τέλος, το ρ. συνδέεται με το αρμ. p'ert «σχισμένο ύφασμα». Ο νεοελλην. τ. σπαράζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐσπάραξα του αρχ. σπαράσσω, κατά το σχήμα ἔκραξα: κράζω.

Greek Monotonic

σπᾰράσσω: Αττ. -ττω· μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἐσπάραξα — Παθ., παρακ. ἐσπάραγμαι (συγγενές προς το σπαίρω
1. ξεσχίζω, κατακομματιάζω, κατακρεουργώ, διαρρηγνύω, Λατ.lacerare, σε Ευρ., Αριστοφ. — Μέσ., σπαράσσεσθαι κόμας, τραβάω, μαδώ τα μαλλιά μου, σε Ευρ.
2. σχίζω στα δύο, σε Αισχύλ.
3. μεταφ., ενοχλώ υπερβολικά, επιτίθεμαι, διασύρω, εξευτελίζω, Λατ. conviciis lacerare, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to rip, to tear, to shred, to attack (IA.).
Other forms: Att. -άττω, aor. -άξαι, fut. -άξω, -άξομαι, perf. midd. ἐσπάραγμαι.
Compounds: Also with δια-, κατα- a. o.
Derivatives: σπάρ-αγμα n. torn, ripped piece, scrap (Trag., Arist. a. o.), -αγμός m. ripping, tearing, convulsion (trag. a. o.) with -αγμώδης convulsive (Hp., Plu.), -αξις f. convulsion (medic.), -ακτόν n. crumbled rock, rubble (Hero), διασπαρακτός torn (E., Ael.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive formation in -άσσω like ταράσσω, τινάσσω, πατάσσω a. o.; without certain etymology. If -άσσω is only enlarging (Schwyzer 733), the word could be connected with σπαίρω etc. Persson Beitr. 2, 869 n. 1, who considers the velar as part of the root (-σσω analogical for -ζω Debrunner IF 21, 224), wants to connect σπαράσσω with a motley group, to which would belong a. o. Lat. spargō, OWNo. spark n. kick, σπαργάω, σφαραγέομαι. Diff. id. Beitr. 1, 418 (= WP. 2, 668, Pok. 992): to Arm. p'ert` torn off piece (-rt` < -rkt-), OWNo. spiǫrr f. strip of cloth (PGm. *sperrō). Still diff. Tierfelder by letter (as hypothesis): to σπάω after ταράσσω, ἀράσσω, χαράσσω a. o.

Middle Liddell

akin to σπαίρω
1. to tear, rend in pieces, mangle, Lat. lacerare, Eur., Ar.:—Mid., σπαράσσεσθαι κόμας to tear one's hair, Eur.
2. to rend asunder, Aesch.
3. metaph. to pull to pieces, attack, Lat. conviciis lacerare, Ar., Plat.

Frisk Etymology German

σπαράσσω: {sparássō}
Forms: att. -άττω, Aor. -άξαι, Fut. -άξω, -άξομαι, Perf. Med. ἐσπάραγμαι,
Grammar: v.
Meaning: reißen, zerren, zerreißen, angreifen (ion. att.).
Composita: auch mit δια-, κατα- u. a.,
Derivative: Davon σπάραγμα n. zerrissenes, abgerissenes Stück, Bruchstück (Trag., Arist. u. a.), -αγμός m. das Reißen, das Zerren, Krampf (Trag. u. a.) mit -αγμώδης krampfhaft (Hp., Plu.), -αξις f. Konvulsion (Mediz.), -ακτόν n. zerbröckeltes Gestein, Schutt (Hero), διασπαρακτός zerrissen (E., Ael.).
Etymology: Expressive Bildung auf -άσσω wie ταράσσω, τινάσσω, πατάσσω u. a.; ohne sichere Etymologie. Wenn -άσσω nur erweiternd ist (Schwyzer 733), scheint Anknüpfung an σπαίρω u. Verw. möglich. Persson Beitr. 2, 869 A. 1, der den Guttural als wurzelhaft betrachtet (-σσω analogisch für -ζω Debrunner IF 21, 224), will σπαράσσω in eine bunte Gruppe einreihen, der u. a. lat. spargō, awno. spark n. Fußtritt, σπαργάω, σφαραγέομαι angehören sollen. Anders ders. Beitr. 1, 418 (= WP. 2, 668, Pok. 992): zu arm. p‘ert‘ abgerissenes Stück (-rt‘ < -rkt-), awno. spiǫrr f. Tuchstreifen (urg. *sperrō). Noch anders Tierfelder briefl. (als Hypothese): zu σπάω nach ταράσσω, ἀράσσω, χαράσσω u. a.
Page 2,757

Chinese

原文音譯:spar£ssw 士爬拉所
詞類次數:動詞(4)
原文字根:抽痙
字義溯源:撕裂,抽痙,痙孿,抽瘋,抽了一陣瘋,重重的抽瘋;源自 (σοφός)X*=喘氣;而 (σοφός)X出自 (σπάω)*=抽,拉(痙攣時的情態)
出現次數:總共(4);可(3);路(1)
譯字彙編
1) 抽了一陣瘋(2) 可1:26; 可9:26;
2) 抽瘋(1) 路9:39;
3) 重重的抽瘋(1) 可9:20

Mantoulidis Etymological

καί ἀττ. σπαράττω (=ξεσχίζω, κατακομματιάζω). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ τό (ἀ)σπαίρω (=σπαρταρῶ). Θέμα σπαράγ + j + ω → σπαράσσω ἤ -ττω.
Παράγωγα: σπάραγμα, σπαραγματώδης, σπαραγμός, σπαράκτης, σπάραξις, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.