συμμορία
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
English (LSJ)
ἡ, (μόρα)
A taxation group of citizens at Athens, formed for the levy of εἰσφορά in 378/7 B.C., and later for the discharge of the τριηραρχία, in 357/6 B.C.; see D.14 (περὶ τῶν συμμοριῶν) passim, and cf. Clidem.8, Philoch.126, Ulp. ad D.2.29; στρατηγὸς ὁ ἐπὶ τὰς συμμορίας ᾑρημένος IG22.1629.209 (325/4 B.C.), cf. Arist.Ath.61.1; ἡγεμὼν συμμορίας = συμμοριάρχης, D.21.157, 28.4, Hyp.Fr.147; ἐπιμελητὴς τῆς συμμορίας D.47.22; μετοικικαὶ συμμορίαι IG22.244.26 (337/6 B.C.).
2 a division of the Athenian fleet, X.HG1.7.30.
3 a division of the people at Teos, CIG3065-6 (ii B.C.); class of ἔφηβοι, PTeb.316.4, al. (i A.D.).
4 a company in general, δειπνεῖν κατὰ σ. J.AJ5.7.3; αἱ Ἀσκληπιοῦ συμμορίαι, of the medical profession, Aristid.2.20 J., cf. Lib. Or.1.44, 17.26, 20.3; a class at school, ἔστι τῆς συμμορίας ὁ κράτιστος he is top of the class, Id.Ep.139.2.
5 of the Roman classes in the Servian constitution, D.H.4.18.
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, in Athen eine Abtheilung von 60 der wohlhabendsten Bürger, die gemeinschaftlich eine Staatslast, Liturgie, z. B. Ausrüstung eines Kriegsschiffes übernahmen; solche Symmorien waren in Athen 20, in jeder der zehn φυλαί zwei, s. Böckh Staatsh., οὐκ ἐκ συμμορίας τὴν ναῦν ποιησάμενος, Is. 7, 38; πρότερον εἰσφέρετε κατὰ συμμορίας, νυνὶ δὲ πολιτεύεσθε κατὰ συμμορίας, Dem. 2, 29, vgl. 13, 20; ὁ νόμος ὁ τοῦ Περιάνδρου, καθ' ὃν αἱ σ υμμορίαι συνετάχθησαν, 47, 21; εἰς συμμορίαν ἐγγράφειν, 39, 8; – D. Hal. 4, 18 vergleicht die römischen classes des Servius Tullius damit.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 symmorie, réunion des 60 plus riches citoyens d'Athènes, qui devaient pourvoir à certaines liturgies, particul. à l'entretien de la flotte, ou faire l'avance de certaines contributions, p. ex. de l' εἰσφορά à la place des citoyens les plus pauvres ; il y avait 20 symmories, 2 par tribu ; à Rome classe dans la constitution de Servius;
2 p. ext. association.
Étymologie: σύμμορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμορία en ξυμμορία -ας, ἡ [σύμμορος] afdeling in Athene een van de 100 groepen van 60 belastingplichtige burgers, symmorie. milit. afdeling (van een vloot), smaldeel, eskader. Xen. Hell. 1.7.30.
Russian (Dvoretsky)
συμμορία: ἡ симмория (каждое из двадцати подразделений самого зажиточного класса афинского населения; каждая фила выделяла по 2 симмории по 60 человек в каждой; симмории были созданы в 378 г. до н. э. для обложения их подоходным налогом - εἰσφορά, - а с 357 г. до н. э. на них была возложена и τριηραρχία; во главе каждой симмории стояли ἡγεμών и ἐπιμελητής, а общими вопросами симмории ведал комитет из 300 членов, по 15 человек от каждой) Xen., Dem., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σύμμορος
(στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση της εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και της επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού
νεοελλ.
οργανωμένη ομάδα κακοποιών και ιδίως ληστών, σπείρα
αρχ.
1. ονομασία καθενός από τα τμήματα στα οποία διαιρούνταν ο αθηναϊκός στόλος
2. διαίρεση λαού στην Τέω, πόλη της Ιωνίας
3. τάξη εφήβων
4. συντροφιά
5. τάξη σχολείου
6. (στη Ρώμη) τάξη κατά το πολίτευμα του Σερουΐου
7. φρ. α) «ἡγεμὼν συμμορίας» — συμμοριάρχης (Δημοσθ.)
β) «αἱ Ἀσκληπιοῦ συμμορίαι» — οι ιατρικοὶ σύλλογοι (Αριστείδ.).
Greek Monotonic
συμμορία: ἡ (μέρος), συνεταιρισμός ή εταιρεία, σωματείο· στην Αθήνα, μετά το 377 π.Χ., οι 1.200 πλουσιότεροι πολίτες διαιρούνταν σε είκοσι σωματεία (συμμορίαι), δύο σε κάθε φυλή· καθεμιά καλούνταν να πληρώσει με τη σειρά της ένα υπέρογκο ποσό για έκτακτες πολεμικές δαπάνες, ως φόρο επί της περιουσίας της, σε Ξεν., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συμμορία: ἡ, (μέρος) κυρίως συμμετοχὴ ἢ «συντροφία», ὅρος ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις μετὰ τὴν ἀπογραφὴν ἢ τίμησιν τοῦ 377 π. Χ., ὅτε οἱ 1200 πλουσιώτατοι τῶν Ἀθηναίων πολῖται διῃρέθησαν εἰς 20 συμμορίας ἤτοι σωματεῖα (δύο ἐξ ἑκάστης φυλῆς), ὧν ἕκαστον περιεῖχεν 60 μέλη· εἰς ἑκάστην δὲ συμμορίαν ἐπεβάλλετο κατὰ σειρὰν ἡ πληρωμὴ ἐκτάκτων δαπανῶν πολεμικῶν εἰσπραττομένου παρ’ αὐτῶν τοῦ ἐπὶ τῆς περιουσίας φόρου (εἰσφορά)· ― ἡ λέξις ἀπαντᾷ πρῶτον ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 32· ἀλλ’ ἡ κυριωτάτη μαρτυρία περὶ τῆς σημασίας τῆς λέξεως εἶναι ὁ τοῦ Δημοσθένους λόγος περὶ τῶν Συμμοριῶν· πρβλ. συντέλεια ΙΙ, καὶ ἴδε Βöckh. P. E. 285 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. εἰσφορά. 2) καθόλου, συμμετοχὴ εἴς τι, τινὸς Ἀριστείδ. 2. 20· ἀπολ., «συντροφία», Συλλ. Ἐπιγρ. 3065, 6· δειπνεῖν κατὰ σ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 7, 3. ΙΙ. τῆς λέξεως ποιεῖται χρῆσιν Διον. ὁ Ἁλ. 4. 18, ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν τάξεων (Classes) κατὰ τὸ πολίτευμα τοῦ Σερουΐου.
Middle Liddell
συμ-μορία, ἡ, μέρος
a co-partnership or company: at Athens, after 377 B. C., the 1200 wealthiest citizens were divided into 20 συμμορίαι or companies, 2 in each tribe (φυλή); each being called on in its turn to discharge extraordinary expenses, Xen., Dem.
Mantoulidis Etymological
(=συντροφιά, ἕνωση μερῶν). Ἀπό τό σύν + μέρος τοῦ μείρομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.