Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τεύχω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεύχω Medium diacritics: τεύχω Low diacritics: τεύχω Capitals: ΤΕΥΧΩ
Transliteration A: teúchō Transliteration B: teuchō Transliteration C: teycho Beta Code: teu/xw

English (LSJ)

Il.1.110, S.Tr.756, etc.: A fut. τεύξω Od.1.277: aor. ἔτευξα Il.14.338, etc.; Ep. τεῦξα 18.609, Od.8.276: pf. τέτευχα AP6.40 (Maced.), 9.202 (Leo Phil.), intr. once in Hom. (v. infr. 1.3); in correct writers τέτευχα is the pf. of τυγχάνω (for in Il.13.346 ἡρώεσσι τετεύχατον or τετεύχετον is f.l. for ἐτεύχετον):—Med., fut. τεύξομαι in act. sense, Il.19.208 (dub. l. here and in A.Ag.1230), but prob. pass. in Il.5.653 (elsewhere fut. of τυγχάνω): aor. inf. τεύξασθαι h.Ap.76, 221: redupl. aor. τετῠκεῖν, -έσθαι, v. infr. 1.1:—Pass., 3 fut. τετεύξομαι Il.21.322,585: aor. ἐτύχθην 4.470, A.Eu.353 (lyr.); ἐτεύχθην Hp.Decent.17 (v.l.), AP6.207 (Arch.), etc. (but this belongs equally to τυγχάνω): pf. τέτυγμαι, plpf. ἐτετύγμην, freq. in Hom., etc., v. infr.; 3pl. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο, Il.13.22, 11.808, 18.574: (v. τυγχάνω):—make ready, make, freq. in Ep. and Lyr.; also in A., but rare in S. and E. (once in Com., Eub.43); never in Prose.
I produce by work or art; especially of material things, make, build, δώματα, θάλαμον, νηόν, etc., Il.6.314, 14.166, Od.12.347, etc.; of a worker in metal, τὸ μὲν [σκῆπτρον] Ἥφαιστος κάμε τεύχων Il.2.101; θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων 8.195; τρίποδας.. ἔτευχεν [Ἥφαιστος] 18.373; τ. δόλον, of the net which Hephaestus wrought, Od.8.276; τέκτονος υἱόν,.. ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Il.5.61; of women's handiwork, εἵματα τ. Od.7.235; of a cook, δεῖπνον τετυκεῖν dress or prepare a meal, 15.77,94 (so in Med., prepare a meal or have it prepared, of those who are to eat it, 20.390; τετύκοντό τε δαῖτα Il.1.467, 2.430; τεύχοντο δαῖτα Od.10.182; τεύξεσθαι δόρπον Il.19.208; δόρπον τετύκοντο Od.12.307, cf. 283, al. (the Ep. aor. τετυκεῖν, τετυκέσθαι is used in this sense only)); also τεῦχε κυκειῶ Il.11.624; ἄλφιτα τεύχουσαι preparing meal (by grinding the grain), Od.20.108; αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ' formed, created it, Il5.449: so also in Pi. and A., θεὸς ὁ τὰ πάντα τεύχων βροτοῖς Pi.Fr.141, cf. O.1.30; δαῖτ'.. ἔτευξεν A.Ag.731 (lyr.); φάρμακον τεύχουσα ib.1261; ὦ γαῖα κεραμί, τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε; Eub. l.c.:—Pass., δώματα τετεύχαται Il.13.22; ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Od.10.210, 252, cf. 21.215; θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί Il. 11.808; βωμὸς.. τέτυκτο Od.17.210; νηός γε τέτυκτο Il.5.446; οἱ.. σῆμα τετεύξεται for him a tomb shall be built, 21.322; εἵματα.. τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν 22.511; ἱμάντα... ᾧ ἔνι πάντα τετεύχαται in which all are wrought, are to be found, 14.220: τετύχθαι τινός to be made of.., βόες χρυσοῖο τετεύχατο κασσιτέρου τε 18.574; περόνη χρυσοῖο τέτυκτο Od.19.226, cf. Hes.Sc.208: c. dat. rei, τετυγμένα δώματα.. ξεστοῖσιν λάεσσι built with or of.., Od.10.210; αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ' ἐλέφαντι 19.563; but δόμον.. αἰθούσῃσι τετυγμένον built or furnished with.., Il.6.243.
2 pf. part. τετυγμένος freq. has the sense of an Adj., = τυκτός, well-made, well-wrought, τεῖχος, βωμὸς τετ., Il.14.66, Od.22.335, al.; σάκος, δέπας, κρητήρ, Il.14.9, 16.225, 23.741, al.; ἄγγεα Od.9.223; δῶρα 16.185; ἀγρός wrought, tilled, 24.206: metaph., νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος a ready, constant mind, 20.366.
3 pf. part. Act. occurs once in pass. sense, ῥινοῖο τετευχώς made of hide, 12.423.
II of natural phenomena, actions, events, etc., cause, bring to pass, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, of Zeus, Il.10.6; αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538; παλίωξιν τ. 15.70, cf. Hes.Sc.154 (Pass.); βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118; γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχε 18.350; γάμον τ. 1.277; τ. πομπήν 10.18, cf. Pi.P.4.164; τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν Od.24.476; θάνατόν τινι 20.11; ἄλγεα, κήδεά τινι, work one woe, Il.1.110, Od. 1.244; ἐν δ' ἄρα οἱ στήθεσσι.. αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Hes.Op.79, cf. 265, Th.570; τ. ξείνια Pi.P.4.129; τ. μέλος ib.12.19; τ. γέρας, τιμάν τινι, get him honour, Id.I.1.14,67; τ. κακά A.Eu.125; τ. στάσιν ἐν ἀλλήλαισι, i.e. to quarrel, Id.Pers.189; τ. φόβον Id.Pr.1090 (anap.); σφαγάς S.Tr.756; τάφον E.Rh.959; φίλοις ἔριν Id.Andr.644; κρυπτὸν δόλον Call. in PSI11.1218a6:—Pass., to be caused, and so, arise, occur, ἔργον ἐτύχθη ἀργαλέον Il. 4.470, cf. 2.320; οὐ γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται Od.2.63, cf. Il.14.53, 22.450; τὰ δ' οὐ ἴσαν, ὡς ἐτέτυκτο Od.4.772, cf. 392; ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη Il.11.671; πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχθη 15.122; Ἀργείοισι.. νόστος ἐτύχθη 2.155; ὅμαδος ἐτ. 12.471, etc.; τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος ib.345, cf. 5.653; εἰ δή μοι ὁμοίη μοῖρα τέτυκται is ordained, 18.120; ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται 3.101; φόνος υἷι τέτ. Od.4.771; φίλοισι δὲ κήδεα.. τετεύχαται 14.138, cf. Il.21.585; ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται there exists, A.Ag. 751 (lyr.), cf. E.El.457 (lyr.).
III c. acc. pers., make so and so, ὄφρα μιν.. ἄγνωστον τεύξειεν Od.13.191, cf. 397; τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα, Pi.N.4.84, A.Eu.668, E.Heracl.614 (lyr.): of things, οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειε Od.8.177: c. dupl. acc., ὦ πούς, τί σε.. τεύξω; what shall I make of thee? S.Ph.1189 (lyr.):—hence in pf. and plpf. Pass. simply for γίγνεσθαι or εἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται Il.4.84; [Ὠκεανὸς] γένεσις πάντεσσι τέτ. 14.246; ὅς ῥα Σκαμάνδρου ἀρητὴρ ἐτετυκτο 5.78, cf. 16.605; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτ. 5.402, cf. 16.622; νόον ἐν πρώτοισι.. ἐτ. was among the first in mind, 15.643; γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο thou was like a woman, 8.163; ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ' ἱκέτης τε τέτυκται Od.8.546; Νύμφαις, ταὶς Δίος ἐξ αἰγιόχω φαῖσι τετυγμέναις Alc.85: also of things, τόδε σῆμα τετύχθω let this be the sign, Od.21.231, cf. Il.22.30: in aor. 1, πέπλων ἅκληρος ἐτύχθην A.Eu.353 (lyr.), cf. Supp.87 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1101] fut. τεύξω; aor. ἔτευξα, ep. aor. II. τετυκεῖν; perf. τέτευχα (über dessen Bdtg s. unten); pass. τέτυγμαι, 3. Pers. plur. τετεύχαται, u. plusquampf. τετεύχατο, Sp. auch τέτευγμαι, vgl. Lob. Phryn. 728; fut. 3. τετεύξομαι; aor. pass. ἐτύχθην, Sp. auch ἐτεύχθην, τευχθέν Anacr. 10, zw.; aor. II. med. τετύκοντο, τετυκέσθαι, ganz wie τεῦξαι u. τεύξασθαι, Od. 15, 94 Il. 1, 467; – bereiten, rüsten, verfertigen, zurecht machen; δώματα τά ῥ' αὐτὸς ἔτευξε, 6, 314; τοῖσι δὲ τεῦχε κυκειῶ, 11, 624; u. so bei Hom. u. Hes. von jedem Werke der Hände u. des Geistes; bes. von Arbeiten in Holz u. Metall, zimmern, bauen, schmieden, vgl. z. B. noch χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν, Il. 5, 61; τὸ μὲν (σκῆπτρον) Ἥφαιστος κάμε τεύχων, 2, 101, vgl. 18, 373 ff.; θώρακα, 8, 195; Πελίῳ νηὸν τεύξομεν, Od. 12, 347; auch von weiblichen Handarbeiten, spinnen, weben, εἱματα, 7, 235; u. von Speisen u. Mahlzeiten, zubereiten, anrichten, γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι, 20, 108, u. öfter, in welcher Bdtg ausschließlich der aor. τετυκεῖν u. τετυκέσ θαι vorkommt, so δαῖτα, δεῖπνον, δόρπον, Il. 1, 467. 2, 430. 7, 319 Od. 8, 61. 12, 283. 307. 14, 408. 15, 77. 16, 478 u. sonst. – Vom Zeus heißt es τεύχων ἢ πολὺν ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, Il. 10, 6, von der Athene ἄγε σ' ἄγνωστον τεύξω πάντεσσι βροτοῖσιν, Od. 13, 397, wie ὄφρα μιν αὐτὸν ἄγνωστον τεύξειεν, 191; οἱ δὲ γάμον τεύξουσι, 1, 277; οἷ τεύξειν θάνατον, 22, 14, u. öfter; σφὶν Ἑκηβόλος ἄλγεα τεύχει, Il. 1, 110, vgl. 13, 209, u. sonst; u. so ist 13, 346 ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά die richtige Lesart für τετεύχατον, s. Spitzner zur Stelle; κήδεα, Od. 1, 244; τεῦξε δόλον, List bereiten, ersinnen, 8, 276; πόλεμον, φύλοπιν, παλίωξιν, Il. 15, 70 Od. 24, 276; Hes. Sc. 154; οἶτον, Od. 8, 579; γέλων, 18, 350; πομπήν, βοήν, 10, 18. 118; αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος, Hes. O. 79, vgl. Th. 570. 585 O. 217; – τεύξομαι ist fut. pass. Il. 5, 653 σοὶ δ' ἐγὼ ἐνθάδε φημὶ φόνον ἐξ ἐμέθεν τεύξεσθαι, sonst med. mit accus., wie τεύξεσθαι μέγα δόρπον, 19, 208 Od. 10, 182 (vgl. auch τυγχάνω). – Pass. bereitet, gemacht werden, sein; oft τετεύχαται, z. B. οὐ γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, d. i. sie sind nicht mehr erträglich, Od. 2, 63, und so τάχα τετεύξεται ὄλεθρος, Il. 12, 345, es wird bereitet werden, wird sein, vgl. ἔτι πολλὰ τετεύξεται ἄλγεα, 21, 585. – So nimmt das perf. pass. oft die einfache Bdtg des Gewordenseins, des Seins an, wozu sich plusqpf. u. aor. pass. als impf. verhalten, ohne daß das Gemachtwordensein hervorzuheben wäre: Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται, Il. 4, 84. 19, 224; καὶ δέ νυ τῷδε πατὴρ τοιόσδε τέτυκται, 22, 420; ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ' ἱκέτης τε τέτυκται, Od. 8, 546; Σκαμάνδρου ἀρητὴρ ἐτέτυκτο, er war Priester, Il. 5, 78; ἀρχὸς μὲν Ἀθηναίων ἐτέτυκτο, 15, 337; worin freilich liegt, daß sie zum Priester, zum Anführer gemacht worden waren. – Νοῦς ἐν στήθεσσι τετυγμένος οὐδὲν ἀεικής, Od. 20, 366; τόδε σῆμα τετύχθω, das soll das Zeichen sein, 21, 231; ἢ φῂς τοῦτο κάκιστον ἐν ἀνθρώποισι τετύχθαι, 1, 391. – Ἠλείοισι καὶ ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη, Il. 11, 871; κλαυθμὸν μὲν ἐάσομεν, ὃς πρὶν ἐτύχθη, Od. 4, 212. – Γυναικὸς ἀντὶ τέτυξο, du warst einem Weibe gleich, Il. 8, 163. – Bes. auch von dem durch das Schicksal Verhängten, vom Geschick, durch den Zwang der Umstände wozu bestimmt sein, μοῖρα τέτυκται, Il. 18, 120; Hes. O. 747; vgl. Il. 22, 30. 420 Od. 4, 772. 13, 170. – Τινός, aus Etwas, αἱ δὲ (βόες) χρυσοῖο τετεύχατο, Il. 18, 574 Od. 19, 226; Hes. Sc. 208; u. so auch perf. act., ἐπίτονος βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, aus Rindsleder gemacht, Od. 12, 423 (vgl. Her. 3, 14; Il. 13, 346, wo τετεύχατον aktive Bedtg haben müßte, ist jetzt ἐτεύχετον hergestellt. Bei Plat. Rep. VII, 521 e aber, der einzigen Stelle, wo das perf. bei den Att, passivisch zu nehmen wäre, lies't Bekker mit Ruhnken τετεύτακε); doch steht auch so der dat., αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, Od. 19, 563, vgl. 10, 210. – Das partic. τετυγμένος hat gewöhnlich den Nebenbegriff »tüchtig gearbeitet«, gut, fest gemacht, οἰκία, δώματα, δόμος, βωμός, τεῖχος, σάκος, δέπας, κρητήρ, ἄγγεα, εἵματα; daher ἀγρὸς καλὸν τετυγμένος, ein wohlbestelltes Ackerfeld, Od. 24, 206. – Pind. u. die Tragg. stimmen mit diesem Gebrauche überein: θεὸς ὁ τὰ πάντα τεύχων, Pind. frg. 105; τεῦχε μέλος, P. 12, 19; δόμον ἔτευξαν, 7, 12; τεύχειν ναῒ πομπάν, 4, 164; τιμὰν Θήβαισι, I. 1, 14; ἔτευξα τύμβῳ μέλος, Aesch. Spt. 817; δαῖτ' ἀκέλευστος ἔτευξεν, Ag. 713; φάρμακον, 1234; τί σοι πέπρακται πρᾶγμα πλὴν τεύχειν κακά; Eum. 122; μηδ' ἀκαρπίαν τεύξητε, 802; παλαίφατος δ' ἐν βροτοῖς γέρων τέτυκται, Ag. 731; παλλεύκων δὲ πέπλων ἄμοιρος ἄκληρος ἐτύχθην, Eum. 333; πολυθύτους τεύχειν σφαγάς, Soph. Trach. 753; φίλοις τεύχειν ἔριν, Eur. Andr. 645; ἕτοιμος τῷδε τεῦξαι τάφον, Rhes. 959; ἔκλυον τοιάδε σήματα τετύχθαι, El. 457; sp. D., οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον, das Geschehene kann nicht ungeschehen gemacht werden, Phocyl. – Her. hat das perf. in intr. Bedtg, ἐτετεύχεε ἐπισπόμενος, war gefolgt, 3, 14, wie τυγχάνω, w. m. s.; u. so auch in späterer Prosa, Arist. eth. 3, 14, Pol. 1, 81; vgl. Lob. Phryn. 395.

French (Bailly abrégé)

f. τεύξω, ao. ἔτευξα, pf. τέτευχα, dont le sens se confond, comme la forme, avec ceux du pf. de τυγχάνω;
Pass. ao. ἐτύχθην, pf. τέτυγμαι, f.ant. τετεύξομαι;
I. faire en parl. d'un travail qcque manuel ou intellectuel, particul. :
1 fabriquer, faire, préparer, construire, édifier, bâtir : δώματα IL, OD une maison ; νηόν OD un temple;
2 façonner, fabriquer : τρίποδας IL des trépieds ; εἵματα OD des vêtements ; Pass. βόες χρυσοῖοι τετεύχατο IL des bœufs avaient été travaillés en or ; περόνη χρυσοῖο τέτυκτο IL, OD l'agrafe était faite d'or ; de même au pf. Act. avec sens Pass. : βοὸς ῥινοῖο τετευχώς OD fait en cuir de bœuf ; particul. façonner ou fabriquer avec art ; part. pf. Pass. τετυγμένος, η, ον façonné avec art ; ἀγρὸν ἵκοντο καλὸν Λαέρταο τετυγμένον OD ils allèrent dans le beau champ bien cultivé de Laerte;
3 apprêter : δεῖπνον OD un repas;
4 créer : εἴδωλον IL un fantôme;
5 en parl. de phénomènes naturels, d'événements, etc. produire, faire naître, provoquer : ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν IL faire arriver de la pluie ou de la grêle ; τ. γέλων OD provoquer le rire ; τ. πόλεμον OD faire naître une guerre ; τ. θάνατόν τινι préparer la mort à qqn, dresser un plan de meurtre contre qqn ; τ. τινὶ ἄλγεα IL, κήδεα OD préparer de la peine, de la souffrance à qqn ; ἀοιδὴν τ. τινι OD inspirer à qqn un chant ; ταῦτά γ' ἑτοῖμα τετεύχαται IL cela est arrivé ainsi ; οὐ γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται OD il est arrivé (il s'est passé) des choses qui ne sont plus supportables ; ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη IL entre nous surgit une querelle ; ὅμαδος ἐτύχθη IL, μάχη ἐτύχθη IL il s'engagea une mêlée, un combat ; ἔνθα κε νόστος ἐτύχθη IL maintenant le retour se serait produit, s'en serait suivi;
II. mettre dans tel état : ἄγνωστον τεύχειν τινά OD rendre qqn méconnaissable ; τεύχειν μέγαν ESCHL rendre grand, puissant ; ὦ πούς, πούς, τί σ' ἔτ' ἐν βίῳ τεύξω τῷ μετόπιν ; SOPH ô mon pied, mon pied, que dois-je faire de toi désormais ? càd comment supporterai-je ma blessure ? au pf. Pass. τέτυγμαι être fait ; être : Ὠκεανὸς γένεσις πάντεσσι τέτυκται IL l'Océan est la source de toutes choses ; Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται IL Zeus est l'arbitre du combat ; νόον ἐν πρώτοισι ἐτέτυκτο IL par l'intelligence il était au nombre des premiers ; de même l'ao. ἐτύχθην au sens de : je suis devenu.
Étymologie: R. Τυχ, toucher le but, d'où réaliser, faire ; cf. τυγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

τεύχω: (fut. τεύξω, aor. ἔτευξα - эп. τεῦξα, pf. τέτευχα, эп. aor. 2 τέτῠκον - inf. τετῠκεῖν; pass.: fut. 3 τετεύξομαι, aor. ἐτύχθην и ἐτεύχθην, pf. τέτυγμαι - эп. 3 л. pl. τετεύχαται, ppf. ἐτετύγμην - эп. 3 л. pl. τετεύχᾰτο)
1 строить, сооружать, воздвигать (δώματα, νηὸν Ἠελίῳ Hom.);
2 изготовлять, делать (θώρηκα, εἵματα τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν Hom.): ἐπίτονος ῥινοῖο τετευχώς (со знач. pass.) Hom. ремень, сделанный из кожи;
3 готовить, приготовлять, стряпать (δεῖπνον Hom.): τ. ἄλφιτα καὶ ἀλείατα Hom. готовить ячменную и пшеничную муку; τ. φάρμακον Aesch. приготовлять яд;
4 искусно делать (χρητὴρ τετυγμένος Hom.): τεῖχος τετυγμένον Hom. прочный или высокий вал;
5 обрабатывать (ἀγρὸς τετυγμένος Hom.);
6 сажать, насаждать (ἄλσος Pind.);
7 создавать, творить (εἴδωλον Hom.; τὰ πάντα Pind.): νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος Hom. природный характер (досл. вложенная в грудь душа); ταῦτα ἑτοῖμα τετεύχαται Hom. это действительно произошло; τῷ δὲ πατὴρ τοιόσδε τέτυκται Hom. у него такой же отец; ἴδωμ᾽, ὅτιν᾽ ἔργα τέτυκται Hom. посмотрю, что случилось;
8 приводить в (какое-л.) состояние, делать: τινὰ ἄγνωστον τεῦξαι Hom. сделать кого-л. неузнаваемым; τινὰ εὐδαίμονα τεῦξαι Eur. осчастливить кого-л.; τὸ πόλισμα τεῦξαι μέγα Aesch. возвеличить город; τί σε τεύξω; Soph. что сделать мне с тобой?; ὃς Διὸς ἱρεὺς ἐτέτυκτο Hom. который был жрецом Зевса; θνητὸς δέ νυ καὶ σὺ τέτυξαι Hom. ведь и ты родился смертным; Διὸς ἵμερος οὐκ εὐθήρατος ἐτύχθη Aesch. воля Зевса неуловима; ἐν πρώτοισι ἐτέτυκτο Hom. он оказался в числе первых;
9 вызывать (ὄμβρον, γέλων τινί Hom.);
10 возбуждать (φιλότητα μετ᾽ ἀμφοτέροισι Hom.; στάσιν ἔν τισι Aesch.); pass. вспыхивать, возникать (Ἠλείοισι καὶ ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη Hom.);
11 устраивать (γάμον Hom.; σφαγάς Soph.; τάφον τινί Eur.): τεῦξαι βοήν Hom. поднять крик; εἰ δή μοι ὁμοίη μοῖρα τέτυκται Hom. если мне суждена такая же участь;
12 доставлять (γέρας τινί Pind.);
13 причинять (θάνατόν τινι Hom.): κακὰ κήδεά τινι τεῦξαι Hom. причинить кому-л. великие горести; τεύχων φόβον Aesch. внушающий страх; τ. ἀοιδήν τινι Hom. вдохновлять кого-л. на песнопения;
14 слагать, сочинять (μέλος τύμβῳ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τεύχω: μέλλ. τεύξω Ἰλ., Σοφ. Τρ. 756· - ἀόριστ. ἔτευξα Ὅμ., Ἀττ. ποιητ.· Ἐπικ. τεῦξα Ἰλ. Σ. 609, Ὀδ. Θ. 276· - πρκμ. τέτευχα Ἀνθ. Π. 6. 40., 9. 202, ἀλλ’ ἀμεταβ. ἅπαξ παρ’ Ὁμ. (ἴδε κατωτ. Ι. 3)· παρὰ τοῖς δοκίμοις τέτευχα εἶναι πρκμ. τοῦ τυχγάνω, (καθότι ἐν Ἰλ. Ν. 346 τὸ ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἀπεκατεστάθη νῦν ἀντὶ τοῦ ἡρώεσσι τετεύχετον, καὶ ἐν Πλάτ. Πολ. 521E τετεύτακε εἶναι ἡ παραδεδεγμένη γραφή)· - Μέσ., μέλλ. τεύξομαι, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἰλ. Τ. 208, καὶ οὕτω πιθ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1230, ἀλλὰ πιθαν. παθ. ἐν Ἰλ. Ε. 653, (ἀλλαχοῦ εἶναι μέλλ. τοῦ τυγχάνω· - ἀόρ. τεύξασθαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 76, 221· - περὶ τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. ἀορ. τετῠκεῖν, -έσθαι, ἴδε κατωτ. Ι. 1. - Παθ., γ΄ μέλλ. τετεύξομαι Ἰλ. Φ. 322, 585· - ἀόρ. ἐτύχθην Δ. 470, Αἰσχύλ. Εὐμ. 353, φέρεται ἐτεύχθην παρ’ Ἱππ. 25. 30, Ἀνθ., κλπ. (ἀλλὰ τοῦτο ἴσως ἀνήκει εἰς τὸ τυγχάνω)· - πρκμ. τέτυγμαι, ὑπερσ. ἐτετύγμην, συχν. παρ’ Ὁμ., κλπ., ἴδε κατωτ.· γ΄ πληθ. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο Ἰλ. Ν. 22., Λ. 808., Σ. 574. (Περὶ τῆς √ΤΥΚ, ΤΥΧ, ἴδε ἐν λ. τίκτω, Ἐκ τοῦ τεύχω παρήχθη τὸ τυγχάνω, ἐπὶ ἰδιαιτέρας σημασίας, καί τινες χρόνοι εἶναι κοινοὶ ἀμφοτέρων τῶν ῥημάτων, ἴδε ἀνωτ.). Ποιῶ, κατασκευάζω, ἐπὶ παντὸς ἔργου, Ὅμηρ., Ἡσ. καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς· ὡσαύτως παρ’ Αἰσχύλῳ, ἀλλὰ σπάν. παρὰ Σοφ. καὶ Εὐριπ. (ἅπαξ παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 2)· παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἰσοδύναμα αὐτῷ εἶναι τὰ ῥήματα: ποιεῖν, τιθέναι, ἱστάναι ἢ καθιστάναι, κατασκευάζειν, παρασκευάζειν. Ι. παράγω διὰ τεχνικῆς ἐργασίας μάλιστα ἐπὶ ὑλικῶν πραγμάτων, κατασκευάζω, ἐργάζομαι, οἰκοδομῶ, κτίζω, δώματα, θάλαμον, νηὸν Ἰλ. Ζ. 314, Ξ. 166, Ὀδ. Μ. 347, κλπ.· ἐπὶ τοῦ ἐργαζομένου μέταλλα, τὸ μὲν (σκῆπτρον) Ἥφαιστος κάμε τεύχων Ἰλ. Β. 101· θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων Θ. 195· τρίποδας... ἔτευχεν (Ἥφαιστος) Σ. 373· τ. δόλον, ἐπὶ τοῦ δικτύου ὅπερἭφαιστος κατεσκεύασεν, Ὀδ. Θ. 276· οὕτω, τέκτονος υἱόν, ... ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Ἰλ. Ε. 61· ἐπὶ τῆς ἐργασίας τῶν γυναικῶν, τ. εἵματα Ὀδ. Η. 235· - ἐπὶ μαγείρου, δεῖπνον τετυκεῖν, παρασκευάζειν δεῖπνον, Ο. 77, 94· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, δεῖπνον τετυκέσθαι, παρασκευάζω δεῖπνον δι’ ἐμαυτόν, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ μετάσχωσιν αὐτοῦ, Υ. 390· οὕτω, τετύκοντό τε δαῖτα Ἰλ. Α. 467, Β. 430· τεύχοντο δαῖτα Ὀδ. Κ. 182· τεύξεσθαι δόρπον Ἰλ. Τ. 208· δόρπον τετύκοντο Ὀδ. Μ. 307, πρβλ. 283, κλπ.· ὁ Ἐπικ. ἀόρ. τετυκεῖν, τετυκέσθαι εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ταύτης μόνον τῆς σημασίας)· ὡσαύτως, τεῦχε κυκειῶ Ἰλ. Λ. 624· ἄλφιτα τεύχουσαι, παρασκευάζουσαι (αἱ ἀλετρίδες), Ὀδ. Υ. 108· αὐτὰρ ὁ τεῦξ’ εἴδωλον, κατεσκεύασεν, ἔπλασεν, Ἰλ. Ε. 449· ― οὕτω καὶ παρὰ Πινδάρῳ καὶ Αἰσχύλῳ, θεὸς ὁ πάντα τεύχων Πινδ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Ο. 1. 48· δαῖτ’... ἔτευξεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 731 (λυρ.)· φάρμακον τεύχουσα αὐτόθι 1261. ― Παθ., δώματα τετεύχαται Ἰλ. Ν. 22· δώματα... ἐν βήσσῃσι τετυγμένα Ὀδ. Κ. 252, πρβλ. Φ. 215, κ. ἀλλ.· θεῶν ἐτετεύχατο βωμοὶ Ἰλ. Λ. 808· βωμὸς τέτυκτο Ὀδ. Ρ. 210 νηός γ’ ἐτέτυκτο Ἰλ. Ε. 446· οἱ... σῆμα τετεύξεται, δι’ αὐτὸν θὰ κτισθῇ τάφος, Φ. 322· εἵματα τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν Χ. 511· ἱμάντα..., ᾦ ἔνι πάντα τετεύχαται, ἐν ᾦ εἶναι κατεσκευασμένα πάντα (τὰ θελκτήρια δηλ.), Ξ. 220· ― τέτυγμαί τινος, εἶμαι κατεσκευασμένος ἔκ τινος ὕλης, βόες χρυσοῖο τετεύχαται κασσιτέρου τε Σ. 574· περόνη χρυσοῖο τέτυκτο Ὀδ. Τ. 226, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· ὡσαύτως μετὰ δοτικ. πράγματ., τετυγμένα δώματα... ξεστοῖσιν λάεσσιν, ᾠκοδομημένα ἐκ ξεστῶν λίθων, Ὀδ. Κ. 210· αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχατε, αἱ δ’ ἐλέφαντι Τ. 563· ἀλλά, δόμον ξεστῇσ’ αἰθούσῃσι τετυγμένον, ᾠκοδομημένον ἢ κατεσκευασμένον μὲ ξεστὰς αἰθούσας, ἔχοντα καλῶς ἐξεσμένας αἰθούσας, Ἰλ. Ζ. 243. 2) ἡ τοῦ πρκμ. μετοχ. τετυγμένος συχν. μεταβαίνει εἰς τὴν σημασίαν ἐπιθέτου, = τυκτός, καλῶς κατεσκευασμένος, καλῶς εἰργασμένος, τεῖχος, βωμὸς τετ. Ἰλ. Ξ. 66, Ὀδ. Χ. 335, κλπ.· σάκος, δέπας, κρητὴρ Ἰλ. Ξ. 9, Π. 225, Ψ. 741, κλπ.· ἄγγεα Ὀδ. Ι. 223· δῶρα Π. 185· πλῆρες, ἀγρὸς καλὸν τετ., καλῶς εἰργασμένος, καλῶς κεκαλλιεργημένος, Ω. 206· ― μεταφ., νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος, σταθερός, εὐσταθὴς (πρβλ. πυκνὸς καὶ τετράγωνος), Υ. 366, πρβλ. ἄτυκτος. 3) ἡ μετοχὴ τοῦ ἐνεργ. πρκμ. ἀπαντᾷ ἅπαξ ἐπὶ παθητ. σημασ., ῥινοῖο τετευχώς, κατεσκευασμένος ἐκ δέρματος, Μ. 423. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, ἐνεργειῶν, γεγονότων, κτλ., παράγω, ἐπιφέρω, προξενῶ, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Κ. 6· αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος Φ. 538· παλίωξιν... τεύχοιμι, ἀντὶ τεύξω, δηλ. «τὴν ἐξ ὑποστροφῆς τῶν φευγόντων δίωξιν· ὅτ’ ἂν οἱ πρότερον φεύγοντες, ὕστερον πάλιν αὐτοὶ διώκουσι θαρρήσαντες» (Σχόλ.), Ο. 70, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154· βοὴν δι’ ἄστεος Ὀδ. Κ. 118· τ. γέλων ἑταίροισι Σ. 350 οἱ δὲ γάμον τεύξουσι, θὰ τὴν ὑπανδρεύσωσιν, Α. 277· τεῦχε πομπήν, παρεσκεύασε τὰ τοῦ ταξιδίου μου, Κ. 18, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 292· τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν Ὀδ. Ω. 476· θάνατόν τινι Υ. 11· ἄλγεα, κήδεά τινι, ἐπιφέρω ἄλγη, δυστυχίαν εἴς τινα, Ἰλ. Α. 110, Ὀδ. Α. 244· ἐν δ’ ἄρα οἱ στήθεσι... αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79, πρβλ. 263, Θεογ. 570· ― οὕτω καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, τ. ξείνια Πινδ. Π. 4. 229· τ. μέλος ὁ αὐτ. ἐν Π. 12. 34· τ. γέρας τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ι. 19, πρβλ. 96· τ. κακὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 125· στάσιν τ. ἐν ἀλλήλαις, δηλ. στασιάζειν, ἐρίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 189· τ. φόβον ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1090· σφαγὰς Σοφ. Τρ. 756· τάφον Εὐρ. Ρῆσ. 959· ἔριν φίλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 644. ― Παθ., προξενοῦμαι, παρέχομαι, ἐπιφέρομαι, ἄρα συμβαίνω, γίνομαι, ὑπάρχω, ἔργον ἐτύχθη ἀργαλέον Ἰλ. Δ. 470, πρβλ. Β. 320· οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται Ὀδ. Β. 63, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 53, Χ. 450· τὰ δ’ οὐκ ἴσαν, ὡς ἐτέτυκτο Ὀδ. Δ. 772, πρβλ. 392· ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη Ἰλ. Λ. 671· πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχθη Ο. 122· Ἀργείοισι... νόστος ἐτύχθη Β. 155· ὅμαδος, μάχη, κακὸν ἐτ. Μ. 471, κτλ.· τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος Μ. 345· εἰ δή μοι ὁμοίη μοῖρα τέτυκται, εἶναι πεπρωμένη, προωρισμένη, Σ. 120· ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται Γ. 101· φόνος υἷι τέτ. Ὀδ. Δ. 771, πρβλ. Ἰλ. Ε. 653· φίλοισι δὲ κήδεα... τετεύχαται Ὀδ. Ξ. 138, πρβλ. Ἰλ. Φ. 585· ― οὕτω, ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται, ὑπάρχει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 750, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 457. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., καθιστῶ, κάμνω, ὄφρα μιν... ἄγνωστον τεύξειεν Ὀδ. Ν. 191, πρβλ. 397· οὕτω, τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα Πινδ. Ν. 4. 136, Αἰσχύλ. Εὐμ. 668, Εὐρ. Ἡρακλ. 614· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειεν Ὀδ. Θ. 177· ― μετὰ διπλ. αἰτ., ὦ πούς, πούς, τί σε... τεύξω; «τί νά σε κάμω;» Σοφ. Φιλ. 1189· ― ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. πρκμ. ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ γίγνεσθαι ἢ εἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται Ἰλ. Δ. 84· [Ὠκεανὸς] γένεσις πάντεσσι τέτ. Ξ. 246· ὅς ῥα Σκαμάνδρου ἀρητὴρ ἐτέτυκτο Ε. 78, πρβλ. Π. 605· οὐ μὲν γάρ τι καταθνητὸς ἐτ. Ε. 402, πρβλ. Π. 622· νόον ἐν πρώτοισιν... ἐτ., ἦτο μεταξὺ τῶν πρώτων κατὰ τὸν νοῦν, Ο. 643· γυναικὸς ἄρ’ ἀντὶ τέτυξο, ἦσο ὅμοιος μὲ γυναῖκα, Θ. 163· ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ’ ἱκέτης τη τέτυκται Ὀδ. Θ. 546· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, τόδε σῆμα τετύχθω, τοῦτο ἂς εἶναι τὸ σημεῖον, Φ. 231, πρβλ. Ἰλ. Χ. 30· ― οὕτως ἐν τῷ α΄ ἀορ., πέπλων ἄκληρος ἐτύχθην Αἰσχύλ. Εὐμ. 353, πρβλ. Ἱκ. 86.

English (Autenrieth)

fut. -ξω, aor. ἔτευξα, τεῦξε, aor. 2 inf. red. τετυκεῖν, perf. part. τετευχώς, mid. fut. inf. τεύξεσθαι, aor. 2 red. τετύκοντο, opt. -οίμεθα, inf. -έσθαι, pass. perf. 2 sing. τέτυξαι, τέτυκται, 3 pl. τετεύχαται, inf. τετύχθαι, imp. τετύχθω, τετύγμην, (ἐ)τέτυξο, -το, 3 pl. (ἐ)τετεύχατο, aor. ἐτύχθη, fut. perf. τετεύξεται: I. act., make, cause, of all kinds of handiwork, and metaph., ἄλγεα, κήδεά τινι, Α 11, Od. 1.244; so prepare, δεῖπνον, etc.; with two accusatives, make, render, Il. 1.4.—Mid., prepare or have prepared for oneself, Il. 1.467, Il. 19.208.—II. pass. (fut. mid. w. pass. signif., Il. 5.653), be made, wrought, furnished, or ready, very often the perf. and plup.; also the perf. act. in this sense, Od. 12.423; τετυγμένος, ‘well wrought,’ Il. 16.225, etc.; metaph., νόος τετυγμένος, ‘sound,’ Od. 20.366.—Esp. as synonym of εἶναι, γενέσθαι, be, become, take place, happen; οἷον ἐτύχθη, ποθὴ Δαναοῖσι τέτυκται, θαῦμ' ἐτέτυκτο (for ἐγένετο, γέγονε, ἔστιν, ἦν), Il. 2.320, Il. 17.690, Od. 9.190, and often.

English (Slater)

τεύχω (τεύχει; -ῃς; -ων, -οντα; -ειν: impf. τεῦχε: aor. (ἔ)τευξαν; τεῦξαι.)
   a
   I constrct τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει (O. 7.48)
   II fashion, compose ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα (sc.φόρμιγξ) (P. 1.4) παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος (P. 12.19) ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (I. 1.14)
   III fashion, provide Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων (P. 4.129) “καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν ναὶ πομπάν” (P. 4.164) εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα, τιμὰν ἑπταπύλοις Θήβαισι τεύχοντ (I. 1.67) ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Κρόνου παῖς (Pae. 6.132) θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141.
   b make c. pr. adj. οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (P. 7.12) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία φόρμιγγι συνάορος (τέγγει e Plutarcho Heyne) (N. 4.4) ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.84)
   c in tmesis ἐπὶ στέφανον τεῦξαι (v. ἐπιτεύχω) (O. 8.32)

Greek Monolingual

Α
1. παράγω με τεχνική εργασία, ιδίως σχετικά με υλικά πράγματα («ἔστη σκῆπτρον ἔχων- τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων», Ομ. Ιλ.)
2. οικοδομώ, κτίζω («βωμὸς δ' ἐφύπερθε τέτυκτο», Ομ. Οδ.)
3. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν», Ομ. Οδ.
β. «τεύξεσθαι μέγαν δόρπον», Ομ. Ιλ.)
4. κατασκευάζω, πλάθω, δημιουργώ («θεὸς ὁ πάντα τεύχων», Πίνδ.)
5. (σχετικά με φυσικά φαινόμενα, ενέργειες, γεγονότα, καταστάσεις) επιφέρω, προξενώ («τί σοι πέπρακται πρᾶγμα πλὴν τεύχειν κακά», Αισχύλ.)
6. (σχετικά με πρόσ.) καθιστώ, κάνω («τὸν μὲν ἀφ' υψηλῶν βραχὺν ᾤκισε, τὸν δ' ἀτίταν εὐδαίμονα τεύχει», Ευρ.)
7. παθ. τεύχομαι
συμβαίνω, γίνομαι, υπάρχω («πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχθη», Ομ. Ιλ.)
8. (στον παθ. παρακμ. τέτυγμαι αντί του γέγονα ή γεγένημαι) έχω γίνει («ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνος θ' ἱκέτης τε τέτυκται», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τεύχω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας dheugh- «αγγίζω, πιέζω, πετυχαίνω» (βλ. και λ. τυγχάνω)].

Greek Monotonic

τεύχω: μέλ. τεύξω, αόρ. ἔτευξα, Επικ. τεῦξα· παρακ. τέτευχα· Επικ. με αναδιπλ. αορ. τετῠκεῖν — Μέσ., μέλ. τεύξομαι· Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ τετῠκέσθαι — Παθ., γʹ μέλ. τετεύξομαι, αόρ. ἐτύχθην, παρακ. τέτυγμαι, υπερσ. ἐτετύγμην, Επικ. γʹ πληθ. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο·
I. 1. φτιάχνω, κατασκευάζω, οικοδομώ, εργάζομαι, σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για μάγειρα, δεῖπνον τετυκεῖν, παρασκευάζω δείπνο, σε Ομήρ. Οδ.· και στη Μέσ., δεῖπνον τετυκέσθαι, έχω το δείπνο παρασκευασμένο, σε Όμηρ. — Παθ., δώματα τετεύχαται, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί, στο ίδ.· με γεν., χρυσοῖο τετεύχαται, είναι κατειργασμένος από χρυσό, στο ίδ.· επίσης, τετυγμένα δώματα λάεσσιν, οικοδομημένα από πέτρες, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, δόμος αἰθούσῃσι τετυγμένος, οικοδομημένος ή κατασκευασμένος με προθαλάμους, σε Ομήρ. Ιλ.
2. η μτχ. παρακ. τετυγμένος, συχνά μεταβαίνει σε σημασία επιθέτου = τυκτός, καλώς κατασκευασμένος, καλώς κατειργασμένος, σε Όμηρ.· ἀγρὸς καλὸν τετυγμένος, καλώς οργωμένος, καλώς καλλιεργημένος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., νόος τετυγμένος, σταθερό, ευσταθές πνεύμα, στο ίδ.
3. η μτχ. του Ενεργ. παρακ. απαντά μια φορά με Παθ. σημασία, ῥινοῖο τετευχώς, κατασκευασμένος από δέρμα, στο ίδ.
II. λέγεται για γεγονότα, προξενώ, φτιάχνω, παράγω, επιφέρω, ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχω βοήν, παράγω κραυγή, βγάζω φωνή, σε Ομήρ. Οδ.· τεύχωγάμον, παντρεύω, ετοιμάζω γάμο, στο ίδ. — Παθ., ιδίως στον παρακ., προξενούμαι, και ομοίως, συμβαίνω, γίνομαι, υπάρχω, σε Όμηρ. κ.λπ.
III. με αιτ. προσ., καθιστώ, ἄγνωστον τεύχω τινά, σε Ομήρ. Οδ.· τεύχω τινὰ μέγαν, εὐδαίμονα, σε Αισχύλ., Ευρ.· με διπλ. αιτ., τί σε τεύξω; τί να σε κάνω; σε Σοφ.· έπειτα στον Παθ. παρακ. απλώς αντί γίγνεσθαι ή εἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται, σε Ομήρ. Ιλ.· γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο, ήσουν όμοιος με γυναίκα, στο ίδ.

Middle Liddell

I. to make ready, make, build, work, Hom., Hes., Trag.;—of a cook, δεῖπνον τετυκεῖν to dress or prepare a meal, Od.; and in Mid., δεῖπνον τετυκέσθαι to have a meal prepared, Hom.:—Pass., δώματα τετεύχαται Il.; θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί Il.; c. gen., χρυσοῖο τετεύχαται are wrought of gold, Il.; also, τετυγμένα δώματα λάεσσιν built with stones, Od.; but, δόμος αἰθούσηισι τετυγμένος built or furnished with vestibules, Il.
2. the perf. part. τετυγμένος often passes into the sense of an adj., = τυκτός, well-made, well-wrought, Hom.; ἀγρὸς καλὸν τετ. well wrought, well tilled, Od.;—metaph., νόος τετυγμένος a ready, constant mind, Hom.
3. perf. act. part. once in pass. sense, ῥινοῖο τετευχώς made of hide, Hom.
II. of events, to cause, make, bring to pass, bring about, ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν Il.; τ. βοήν to make a cry, Od.; τ. γάμον to bring it about, Od.:—Pass., especially in perf., to be caused, and so to arise, occur, happen, exist, Hom., etc.
III. c. acc. pers. to make so and so, ἄγνωστον τ. τινά Od.; τ. τινὰ μέγαν, εὐδαίμονα Aesch., Eur.; c. dupl. acc., τί σε τεύξω; what shall I make of thee? Soph.;—hence in perf. pass. simply for γίγνεσθαι or εἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται Il.; γυναικὸς ἄφ' ἀντὶ τέτυξο thou wast like a woman, Il.

Frisk Etymology German

τεύχω: {teúkhō}
Forms: Aor. τεῦξαι, -ασθαι, mit Redupl. τετυκεῖν, -έσθαι (κ analog.; Erklärungsversuch von Osthoff ZGdP 304 ff). Pass. τυχθῆναι, Fut. τεύξω, -ομαι, Pass. τετεύξομαι, Perf. Ptz. τετευχώς (μ 423, passiv; myk. te-tu-ko-wo-a), Ind. τέτευχα (sp.), τετεύχαται (Ν 22), τέτυκται, Plqpf. (ἐ)τετεύχατο, (ἐ)τετύμην,
Grammar: v.
Meaning: verfertigen, fertigbringen, herstellen, von Handarbeit, Bau- und Holzwerk, bereiten, oft von Speise und Trank, veranstalten, verursachen (ep. poet. seit Il.; zum ep. Gebrauch Porzig Satzinhalte 119ff.).
Composita: auch m. ἀμφι-, ἐπι-, κατα- u. a.,
Derivative: Davon 1. Verbaladj. τυκτός ‘(künstlich) bearbeitet, vollendet’ (Hom., Theok.; Ammann Μν. χάριν 1, 19f.), εὔτυκτος wohl gearbeitet, schön gebildet (Hom., B.); τευκτός ib. (Antiph., H., Suid.). νεότευκτος neu verarbeitet (Φ 592). 2. τεῦχος, meist -εα, -η, n., pl. Rüstzeug, Waffen, Ausrüstung (ep. usw.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 75ff.), sg. Gerät, Gefäß (Trag., X., Arist. usw.), Papyrusfutteral (Pap.), auch vom mensch- lichen Körper (Hp., Arist.). Kompp., z.B. τευχεσφόρος Rüstung tragend (A., E.), τευχοπλάστις f. ‘Gefäße verferti- gend' (Lyk.); ἀτευχής ohne Rüstung (E.,AP), auf das Verb bezogen νεοτευχής = νεότευκτος (Ε 194). Davon τευχηστής (ἀνήρ) bewaffneter Krieger (A., Kall., A. R. u.a.; vgl. unten), -ηστήρ ib. (A.), -ήεις bewaffnet (Opp.; analogisch, Thieme Stud. 71 A. 3), -ήρης ib. (Orph.), -ῖτις f. Pflanzenname = σχοῖνος Ἀραβική (Dsk.), -ītēs (Plin., Redard 77). 3. τεύχημα n. (A.Fr. 375 = 6 M.), entweder aus τεῦχος erweitert oder von τευχέω, das in τετευχῆσθαι bewaffnet sein (χ 104) vorliegt für erwartetes *τετευχέσ-(σ)θαι wie τευχηστής, -τήρ (für τευχεσ-nach ὠμηστής, ὀρχηστής u.a.); ἀτεύχητος ohne Rüstung = ἀτευχής (AP, hell. Ep.); s. Wackernagel Unt. 249. — 4. τεύκτωρ, -ορος m. Verfertiger, Schöpfer (Man.), -τήρ m. ib. H., Phot., Suid.). 5. τεῦγμα n. Werk (Dosiad. Ara), τεῦξις· κατασκευή, ποίησις H., auch τύξιες pl. Künste (Athen II p), τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν H. — 6. Τυχίος m. PN, der dem Aias seinen Schild verfertigte (Η 220: Τυχίος κάμε τεύχων). —7. Ganz fraglich myk. to-u-ka = τουχά ‘Konfektion ?, Entgelt dafür?’ (Björck Eranos 52, 275, Mühlestein Bibl. Orient. 22, 195).
Etymology: Neben τεύχω, τεῦξαι verfertigen steht das Nasalpräsens τυγχάνω mit τυχεῖν in der etwas konkreteren und somit ursprünglicheren Bed. ‘das Ziel, den Zweck erreichen, (zufällig) begegnen’; an der ursprünglichen Zusammengehörigkeit ist kaum zu zweifeln. Genaue oder sichere außergriech. Entsprechungen dieser gewiß altererbten Wortgruppen fehlen. Eine Hypothese s. τυγχάνω.
Page 2,888

Mantoulidis Etymological

(=κατασκευάζω). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό τυγχάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

build

Afrikaans: bou; Albanian: ndërtoj; Amharic: መገንባት; Arabic: بَنَى‎; Algerian Arabic: بْنى‎; Moroccan Arabic: بْنى‎; South Levantine Arabic: بْنى‎; Armenian: կառուցել, շինել, սարքել, կերտել; Assamese: সাজ, বনা; Azerbaijani: qurmaq; Basque: eraiki; Belarusian: будаваць, пабудаваць; Bengali: নির্মাণ করা; Breton: sevel; Bulgarian: строя, градя; Burmese: ဆောက်; Catalan: construir, edificar; Chechen: хьал да; Cherokee: ᎠᏁᏍᎨᎭ, ᎠᏐᏲᎭ; Chinese Mandarin: 建設/建设, 建造; Classical Nahuatl: chīhua; Cornish: gwruthyl, byldya, derevel, drehevel; Czech: stavět, postavit, budovat, vybudovat; Danish: bygge; Dutch: bouwen; Esperanto: konstrui; Estonian: ehitama; Ewe: tu; Faroese: byggja; Finnish: rakentaa; French: construire, édifier, ériger, bâtir; Ge'ez: ሐነጸ; Georgian: აშენება, აგება; German: bauen; Gothic: 𐍄𐌹𐌼𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: χτίζω; Ancient Greek: οἰκοδομέω, δέμω, μηχανάομαι, πήγνυμι, ποιέω, τεύχω; Hebrew: בָּנָה‎; Hindi: तामीर करना, निर्माण करना; Hungarian: épít; Icelandic: byggja; Ido: konstruktar; Indonesian: membangun, mendirikan; Ingrian: rakentaa, stroittaa; Ingush: хьал де; Irish: tóg; Old Irish: con·utaing; Italian: costruire, edificare; Japanese: 建てる, 築く, 建設する, 構築する; Karachay-Balkar: этерге, кураргъа; Kashubian: bùdowac; Kazakh: салу, құру; Khmer: សង់, កសាង; Kituba: tunga, kutunga; Korean: 만들다, 짓다, 건설하다; Kurdish Central Kurdish: دروستکردن‎; Northern Kurdish: ava kirin; Kyrgyz: куруу, салуу; Ladino: fraguar; Lao: ກໍ່ສ້າງ, ກໍ່, ສ້າງ; Latin: munio, aedifico, struo, construo; Latvian: celt; Lingala: tónga; Lithuanian: statyti; Low German: boen; Macedonian: гради; Malay: membina; Malayalam: നിർമ്മിക്കുക; Maltese: bena; Maori: hanga; Marathi: बांधणे; Mongolian Cyrillic: барих, босгох; Nepali: निर्माण गर्नु; Norman: construithe, bâti; Norwegian Bokmål: bygge; Nynorsk: byggja; Occitan: construire; Old English: timbran; Old Norse: byggja; Oromo: ijaaruu; Persian: ساختن‎; Polish: budować, zbudować, wybudować, stawiać, postawić, wznosić, wznieść; Portuguese: construir; Romanian: clădi, construi; Russian: строить, построить; Scots: build, big; Scottish Gaelic: tog; Serbo-Croatian Cyrillic: градити, изградити; Roman: gráditi, izgráditi; Shan: ၵေႃႇသၢင်ႈ; Slovak: stavať, postaviť; Slovene: graditi; Sorbian Lower Sorbian: twariś; Sotho: haha; Southern Altai: јазаар, тӧзӧӧр, эдер; Spanish: construir, edificar; Swahili: kujenga; Swedish: anlägga, bygga, förfärdiga, uppföra, uppresa, upprätta; Sylheti: ꠛꠣꠘꠣꠘꠤ, ꠢꠣꠎꠣ; Tajik: сохтан; Tatar: төзү, ясау; Thai: ก่อ, สร้าง, ก่อสร้าง; Tibetan: བརྒྱབ, བཟོས; Turkish: yapmak, inşa etmek, kurmak; Ukrainian: будувати, збудувати; Urdu: تعمیر کرنا‎; Uyghur: سالماق‎, قىلماق‎; Uzbek: qurmoq, solmoq; Venetian: costruir; Vietnamese: xây, xây dựng; Volapük: bumön; Walloon: basti; Welsh: codi, adeiladu; White Hmong: kho; Yiddish: בויען‎, אויסבויען‎; Zhuang: hwnj, caux