τηρέω
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
(τη- also in Dor., Alcm.23.77, Pi.P.2.88, cf. διατηρέω), pf.
A τετήρηκα Epicur.Sent.24, etc.:—watch over, take care of, guard, δώματα h.Cer.142; πόλιν Pi. l.c., cf. Ar.V.210; τὰς κύνας X.Cyn.6.1; τὴν ἀσφάλειαν τῆς ἐπιβουλῆς Antipho 2.2.8; rarely of persons, δαιμόνων... αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ar.Nu.579 (troch.); τ. τὴν ἀρχήν maintain it, Plb.21.32.2; τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα D.S.17.15:—Pass., τὸ ἔξωθεν [τεῖχος] ἐτηρεῖτο was constantly guarded, Th.2.13: fut. Med. τηρήσομαι in pass. sense, Id.4.30.
2 τ. ὅπως.. ἔσται take care that.., Arist.Pol.1309b16; ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ib.1307b31; τ. μὴ..cavere ne.., Ar.Th.580, Pl.Tht.169c; τ. ἐμέ, ὅπως μὴ ἐξαπατήσω D.18.276: also in Med., τηρώμεσθ', ὅπως μὴ.. αἰσθήσεται Ar. V.372; τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια ib.1386.
3 τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός protect them from the fire, i.e. cook them slowly, Bilabel Ὀψαρτ.P. 10.
II give heed to, watch narrowly, observe, τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας Ar.Eq.1145, cf. V.364; τὰς ἁμαρτίας Th.4.60; ἐκεῖνο τ. μὴ.. Ar.Pax146, cf. Pl.R. 442a; τ. ὅ τι καὶ δράσει Ar.Ec. 946.
2 watch for a person or thing, with a part., παραστείχοντα τηρήσας S.OT808; ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν having watched for his being within, Th.1.134; τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου watching for a crossing with the wind blowing down, Id.6.2; τ. τινὰ ἀνιόντα watch for one's coming up, D.53.17: c. acc. only, ἄνεμον τηρῆσαι Th.1.65; τ. νύκτα χειμέριον Id.3.22, cf. 4.27; νύκτα καὶ ὕδωρ, D.59.103; τ. τοὺς ἀστέρας Arist.Cael.292a8; τὴν θήραν τ. Id.HA623a13; τ. καιρόν Id.Rh.1382b10:—Pass., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη was watched for, Lys.12.71.
3 abs., watch, keep watch, Th. 7.80, Arist.EN1167b13: c. inf., watch or look out, so as to... ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Th.4.26.
4 observe, notice, [μετακόσμησιν σωμάτων] Sor.1.41; τὸν χαρακτῆρα τῆς φράσεως Id.Vit. Hippocr.13; τὸ πολὺ μὲν οὕτως ἀποβαίνειν τετήρηται Gal. 18(2).13.
5 test by observation or trial, τετηρημένον βοήθημα an approved method of treatment, Antyll. ap. Orib.6.22.3; τετήρηνται χρησιμεύοντές τισι Id.ib.21.9; as Empiric term, τετηρημένης ἐπ' αὐτοῖς τῆς θεραπείας, οὐκ ἐνδεικτικῶς εὑρισκομένης Gal.6.361; Μηνόδοτος ὁ ἐμπειρικός, ἐπὶ μόνῃ τῇ πληθωρικῇ καλουμένῃ συνδρομῇ φάσκων τετηρῆσθαι φλεβοτομίαν Id.15.766.
III observe or keep an engagement, ὅρκους Democr.239; παρακαταθήκας Isoc.1.22; ἀπόρρητα Lys. 31.31; εἰρήνην D.18.89; τὸ πρέπον Phld.Po.5.35; τὴν πίστιν 2 Ep.Ti. 4.7.
2 preserve, retain, τὰς αἰσθήσεις dub. in Epicur.Ep.1p.5U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.9,10; ἰδιότητας Phld.Rh.1.154 S.; τὴν ποιότητα Sor.1.51; τὴν τροφὸν ἐπ' ὀλιγοποσίας.. τ. ib.118, cf. 46, al.:—in Ph.1.125 there is a double use.
German (Pape)
[Seite 1108] wahrnehmen, bewahren, behüten; δώματα, H. h. Cer. 142; πόλιν, Pind. P. 2, 88; καί μ' ὁ πρέσβυς παραστείχοντα τηρήσας, Soph. O. R. 808; τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας, Ar. Equ. 1141; vom φύλαξ, Plat. Rep. VI, 484 c; τοὺς νέους, Legg. VIII, 836 a; παρακαταθήκην, Isocr. 1, 22; εἰρήνην, Dem. 18, 89; öfter bei Sp., wie N.T. – Übertr., beobachten, bes. Zeit u. Stunde wahrnehmen, den rechten Augenblick abpassen; Ar. Eccl. 652; ἄνεμον, Thuc. 1, 65; τηρήσαντες νύκτα χειμέριον ὕδατι καὶ ἀνέμῳ, 3, 22, u. öfter; τηρήσας με ἀνιόντα, auflauern, Dem. 53, 17; – mit folgendem μή, sich hüten, ὃ τηρήσετον, μὴ ἄρχειν ἐπιχειρήσῃ, Plat. Rep. IV, 442 a; Theaet. 169 c. – Med. τηρέομαι, sich wovor hüten, in Acht nehmen, τί, Ar. Vesp. 391; – τηρήσομαι hat passiv. Bdtg Thuc. 4, 30.
French (Bailly abrégé)
τηρῶ :
f. τηρήσω, ao. ἐτήρησα, pf. τετήρηκα;
1 avoir la garde de, veiller sur, acc.;
2 observer, épier, guetter : τ. νύκτα χειμέριον THC attendre l'occasion d'une nuit orageuse ; avec un inf. : ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι THC ils attendaient le moment favorable pour que le vent les portât ; τ. ὅπως veiller à ce que ; τ. μή veiller à ce que… ne ; avec un part. : ἔνδον ὄντα τ. τινα THC s'assurer que qqn est à l'intérieur;
3 observer, pratiquer l'observance de ; conserver, garder : εἰρήνην DÉM garder la paix ; παρακαταθήκην ISOCR un engagement ; ἑορτήν PLUT observer ou célébrer une fête.
Étymologie: τηρός.
Russian (Dvoretsky)
τηρέω:
1 охранять, оберегать (πόλιν Pind.; τινα Arph.; τινα ἄσπιλον ἀπό τινος NT): τ. δώματα HH смотреть за домом; τὸ ἔξωθεν ἐτηρεῖτο Thuc. наружная часть (стен) находилась под охраной; τήρει τὸ τοιόνδε, μή τις ἡμῖν αὐτὸ ὀνειδίσῃ Plat. смотри, как бы нас кто-л. за это не упрекнул; τηρώμεσθ᾽, ὅπως μὴ αἰσθήσεται Arph. поостережемся, как бы он (чего-л.) не заметил;
2 наблюдать, следить, выслеживать (τινα Arph.): τ. τὰς ἁμαρτίας τινός Thuc. выслеживать чьи-л. ошибки;
3 подстерегать, выжидать (νύκτα ἀσέληνον Dem.): τηρήσας, μέσον κάρα κέντροισί μου καθίκετο Soph. подстерегши, он ударил меня плетью посреди головы; τηρήσαντες τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου Thuc. выждав благоприятного для переправы ветра; ἕως ὁ λεγόμενος καιρὸς ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐτηρήθη Lys. пока он не дождался условленного момента;
4 соблюдать, выполнять (τὰ ἀπόρρητα Lys.; τὰς ἐντολάς NT).
Greek (Liddell-Scott)
τηρέω: (πρβλ. τηρός, Σανσκρ. trâ (servare).) Ὡς καὶ νῦν, τηρῶ, ἐπιτηρῶ, φροντίζω, προσέχω, φυλλάτω, δώματα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142· πόλιν Πινδ. Π. 2, 161, Ἀριστοφ. Σφ. 210· τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 6. 1· σπανίως ἐπὶ προσώπων, δαιμόνων ἡμῖν μόναις οὐ θύετ’ οὐδὲ σπένδετε, αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 579· τ. τὴν ἀρχὴν, διατηρεῖν, κατέχειν, Πολύβ. 22. 15, 2· τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα Διόδ. 17. 15. ― Παθ., τὸ ἔξωθεν (τεῖχος) ἐτηρεῖτο, ἐφυλάττετο, Θουκ. 1. 13· μέσ. μέλλ. τηρήσομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ αὐτ. 4. 30. 2) τ. ὅπως... ἔσται, φροντίζει νά..., Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 5· ὅπως μή.. παρανομῶσι αὐτόθι 5. 8, 2 τ. μή..., τ. μή τι γένηται, cavere ne..., Ἀριστοφάν. Εἰρ. 146, Θεσμ. 580, Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τ. ὅπως μή τι γενήσεται Δημ. 318. 1· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τιμώμεσθ’, ὅπως μή... αἰσθήσεται Ἀριστοφ. Σφ. 372· τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια αὐτόθι 1386. ΙΙ. παρατηρῶ ἐκ τοῦ πλησίον, προσέχω συνεχῶς, ἐπιτηρῶ, τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1145, πρβλ. Σφ. 364· τὰς ἁμαρτίας Θουκ. 4. 60· τ. τι μή... Ἀριστοφ. Εἰρ. 146, Πλάτ. Πολ. 442Α. 2) παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, παραφυλάττω, περιμένω τὴν κατάλληλον στιγμήν, καιροφυλακτῶ, μετὰ μετοχ., παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808· ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν, παραφυλάξαντες ὥστε νὰ εἶναι αὐτὸς ἐντός, Θουκ. 1. 134· τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος ἀνέμου, δηλ. τηρεῖν ἄνεμον ἐρχόμενον κατὰ τὸν πορθμόν, ὁ αὐτ. 6. 2· τινὰ ἀνιόντα, παραφυλάττειν τινὰ ἀνερχόμενον, Δημ. 1252. 7· - μετὰ μόνης αἰτιατ., τηροῦσ’ ἐκείνην ἡμέραν (οὕτως ὁ Meineke ἀντὶ εὑροῦσ’) Σοφ. Ἠλ. 278 τ. ὅ τι καὶ δράσει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 946· τηρήσας ἄνεμον Θουκ. 1. 65· τ. νύκτα χειμέριον ὁ αὐτ. 3. 22, πρβλ. 4. 27· νύκτα ἀσέληνον Δημ. 1380. 6· τ. τοὺς ἀστέρας Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 12, 3, κλπ.· τ. καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 5, 8, κλπ. ― Παθητ., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη, παρεφύλαξαν τὸν καιρόν, Λυσί. 126. 35. 3) ἀπολ., ἀγρυπνῶ, φυλάττω, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 6, 4, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4· ― μετ’ ἀπαρεμφ., φυλάττω, προσέχω ὥστε νά..., ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Θουκ. 4. 26· τὴν ἀσφάλειαν τῆς ἐπιβουλῆς τηροῦντα φυλάξασθαι Ἀντιφῶν 117. 14. ΙΙΙ. φυλάττω, διατηρῶ τι ἐμπιστευθέν μοι, παρακαταθήκην Ἰσοκρ. 6D· ἀπόρρητα Λυσί. 189. 37· εἰρήνην Δημ. 255. 13. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 222.
English (Slater)
τηρέω watch over χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.88)
English (Strong)
from teros (a watch; perhaps akin to θεωρέω); to guard (from loss or injury, properly, by keeping the eye upon; and thus differing from φυλάσσω, which is properly to prevent escaping; and from κουστωδία, which implies a fortress or full military lines of apparatus), i.e. to note (a prophecy; figuratively, to fulfil a command); by implication, to detain (in custody; figuratively, to maintain); by extension, to withhold (for personal ends; figuratively, to keep unmarried); by extension, to withhold (for personal ends; figuratively, to keep unmarried): hold fast, keep(- er), (pre-, re-)serve, watch.
English (Thayer)
τηρῶ; imperfect ἐτήρουν; future τηρήσω; 1st aorist ἐτήρησα; perfect τετήρηκα, 3rd person plural τετηρήκασιν (R G) and τετήρηκαν (ibid. L T Tr WH (see γίνομαι, at the beginning)); passive, present τηροῦμαι; imperfect ἐτηρουμην; perfect τετήρημαι; 1st aorist ἐτηρήθην; (τηρός, found only once, Aeschylus suppl. 248, where it is doubtful whether it means 'guarding' or 'watching'), from Pindar, Sophocles, Thucydides down; the Sept. several times for שָׁמַר, נָצַר, etc.; to attend to carefully, take care of; i. e.
a. properly, to guard: τινα, a prisoner, τί, οἱ τηροῦντες (R. V.) the watchers) the guards, to keep: τινα, one in that state in which he Isaiah, τήν ἑαυτοῦ παρθένον, his own virgin daughter, namely, as a virgin i. e. unmarried, ἑαυτόν, himself such as he Isaiah, i. e. begotten of God, T Tr WH αὐτόν); with a predicate accusative added: ἁγνόν, ἄσπιλον ἀπό τοῦ κόσμου, ἀβαρῆ τίνι, ἁπλουν, Antoninus 6,30; τινα ἄμεμπτον τῷ Θεῷ, τί with a predicate accusative τηροῦμαι, with an adverb, ἀμέμπτως, Χριστῷ, devoted to Christ (Winer's Grammar, 421 (392)), τηρεῖν τινα ἐν τίνι: to keep in i. e. cause one to persevere or stand firm in a thing: ἐν τῷ ὀνόματι Θεοῦ (see p. 447b bottom), ἐν ἀγάπη Θεοῦ, τινα ἐκ τίνος, by guarding to cause one to escape in safety out of etc.: ἐκ τοῦ πονηροῦ, out of the power and assaults of Satan, Buttmann, 327 (281); Winer's Grammar, 410 (383)); ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ, to keep: i. e. not to leave, τήν ἀρχήν, τά ἱμάτια, to hold firmly: τήν ἑνότητα τοῦ πνεύματος, τήν πίστιν, Winer's Grammar, 536 (499); Buttmann, 78 (68)). to show oneself to be actually holding a thing fast, i. e.
c. to observe: namely, πῶς κτλ., τί ); τήν παράδοσιν, WH (rejected) marginal reading στήσητε) (τά ἐκ παραδοσεως τῶν πατέρων, Josephus, Antiquities 13,10, 6); τόν νόμον, in τό σάββατον, the command respecting sabbath-keeping, τάς ἐντολάς (of either God or Christ), L T Tr WH ποιῶμεν); τήν ἐντολήν, πάντα ὅσα ἐνετειλάμην, τόν λόγον, either of Christ or of God, τούς λόγους, of Christ, τόν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου (i. e. Ἰησοῦ), τά ἔργα μου, the works that I command, τούς λόγους τῆς προφητείας, τοῦ βιβλίου τούτου, τά ἐν τῇ προφητεία γεγραμμένα, Lipsius, Paulin. Rechtfertigungsl., p. 194f,
d. to reserve: τινα εἰς τί, to undergo something, Winer's Grammar, 342 (321); εἰς τήν τοῦ Σεβαστοῦ διάγνωσιν, τινα εἰς ἡμέραν κρίσεως, τούς οὐρανούς πυρί; (to be burned with fire) εἰς ἡμέραν κρίσεως, τί εἰς τινα, a thing for one's advantage, τί εἰς ἡμέραν τινα, to be used some day for some purpose, τί ἕως ἄρτι, τί with the dative of the person, for rewarding or punishing one, passive, διατηρέω, παρατηρέω, συντηρέω.) [ SYNONYMS: τηρέω, φυλάσσω: τηρέω to watch or keep, φυλάσσω to guard; τηρέω expresses watchful care and is suggestive of present possession, φυλάσσω indicates safe custody and often implies assault from without; τηρέω may mark the result of which φυλάσσω is the means (e. g. Schmidt, chapter 208, especially § 4.]
Greek Monotonic
τηρέω: μέλ. τηρήσω (τῆρος)·
I. 1. επιτηρώ, προσέχω, φυλάττω, σε Πίνδ., Αριστοφ. — Παθ., είμαι συνεχώς υπό επιτήρηση, σε Θουκ.· Μέσ. μέλ., τηρήσομαι με Παθ. σημασία, στον ίδ.
2. φροντίζω ώστε..., σε Αριστ., Αριστοφ., Πλάτ.
II. 1. παρατηρώ από κοντά, προσέχω συνεχώς, επιτηρώ, σε Αριστοφ.· τὰς ἁμαρτίας, σε Θουκ.
2. καιροφυλακτώ, με αιτ., σε Σοφ., Αριστοφ.· παραστείχοντα τηρήσας, τον παρατηρούσα με προσοχή καθώς περνούσε, σε Σοφ.
3. απόλ., αγρυπνώ, φυλάττω, σε Αριστ.· με απαρ., φυλάττω, προσέχω ώστε να..., σε Θουκ.
III. παρατηρώ, φυλάω κάτι εμπιστευτικό, σε Ισοκρ. κ.λπ.· τηρέω εἰρήνην, σε Δημ.
Middle Liddell
τηρέω, fut. -ήσω [τῆρος]
I. to watch over, protect, guard, Pind., Ar.:—Pass. to be constantly guarded, Thuc.; fut. mid. τηρήσομαι in pass. sense, Thuc.
2. to take care that . ., Arist., Ar., Plat.
II. to give heed to, watch narrowly, observe, Ar.; τὰς ἁμαρτίας Thuc.
2. to watch for, c. acc., Soph., Ar.; παραστείχοντα τηρήσας having watched for him as he was passing by, Soph.
3. absol. to watch, keep watch, Arist.:—c. inf. to watch or look out, so as to . ., Thuc.
III. to observe or keep an engagement, Isocr., etc.; τ. εἰρήνην Dem.
Frisk Etymology German
τηρέω: -ῆσαι
{tēréō}
Grammar: v.
Meaning: beobachten, behüten, aufpassen, im Auge haben, besorgen (h. Cer., Thgn., Alkm., Pi., att.; böot. διαταρέω [IIa] hyperdial.; Thumb- Scherer 17)
Composita: oft m. Präfix, z.B. παρα-, ἐπι-, δια-, συν-,
Derivative: Mehrere Ableitungen. 1. τήρησις (παρα-, ἐπι-, δια-, συν-) f. das Beobachten, Bewachung, Aufbewahrung (att. hell. u. sp.) mit παρατηρήσιμος (H. zu ἀποφράδας). 2. -μα (παρα-) n. Beobachtung (D. H., A. D. u.a.). 3. -τής (παρα-, ἐπι-, τοπο-, κνισο-) m. Hüter, Wächter (hell. u. sp.), -σία (nur καιρο-, τοπο-) f. ‘das Wahrnehmen der rechten Zeit bzw. des rechten Ortes' (Aristeas, sp.). 4. -τήριον = lat. servatorium (Gloss.). 5. -τρα n. pl. Bewachungskosten (Pap. IIIp). 6. -τικός (παρα-, ἐπι-, δια-, συν-) beobachtend, bewahrend (sp.). Auch 7. ἐπιτηρία f. Achtgeben, Sorge (Pamphyl.; von ἐπιτηρέω). 8. τηρός m. Hüter (A. Supp. 248; wohl Rückbildung).
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Da das ἅπ. λεγ. τηρός am ehesten als eine Rückbildung zu betrachten ist, bleibt die nähere Vorgeschichte der Sekundärbildung τηρέω dunkel. Entfernter Zusammenhang wird angenommen mit aind. cā́yati wahrnehmen, Scheu, Besorgnis haben und slav., z.B. aksl. čajǫ, -ati = ἐλπιζω, προσδέχομαι, προσδοκῶ (Zubatý Arch. slav. Phil. 16, 386 u.a.): idg. qʷēi-; τηρέω somit aus *qʷē(i)-r-(WP. 1,508, Pok. 636, Vasmer s. čájatь m. weiterer Lit.). Dazu mit Schwundstufe τετίημαι (Schulze KZ 27, 425 = Kl. Schr. 53)? — Über aind. cāra- Kundschafter, Späher, früher irrtümlich mit τηρός gleichgesetzt, s. Mayrhofer s.v. (zu car- sich herumtreiben = πέλομαι). — Vgl. noch τημελέω.
Page 2,894-895
Chinese
原文音譯:thršw 帖雷哦
詞類次數:動詞(75)
原文字根:保存
字義溯源:防守,謹守,遵守,謹守,持守,保守,看守,守,守住,順從,留,拘留,存留,留下,留在,留意,被囚,囚押,押;源自(τήρησις)X*=守望),或出自(θεωρέω)=在觀看),而 (θεωρέω)出自(θεάομαι)=察看*)。參讀 (ἀγρυπνέω) (ἀντέχω)同義字
同源字:1) (διατηρέω)徹底的看守 2) (παρατηρέω)在旁檢視 3) (παρατήρησις)檢視 4) (συντηρέω)共同嚴密保存 5) (τηρέω)防守 6) (τήρησις)守望著
出現次數:總共(72);太(6);可(1);約(18);徒(8);林前(1);林後(2);弗(1);帖前(1);提前(2);提後(1);雅(2);彼前(1);彼後(4);約壹(8);猶(5);啓(11)
譯字彙編:
1) 遵守(15) 太28:20; 約8:51; 約8:52; 約8:55; 約14:24; 約15:20; 雅2:10; 約壹2:4; 約壹2:5; 約壹3:24; 約壹5:2; 啓1:3; 啓2:26; 啓22:7; 啓22:9;
2) 看守(4) 太27:36; 徒16:23; 徒24:23; 啓16:15;
3) 保守(3) 弗4:3; 雅1:27; 約壹5:18;
4) 留下(3) 徒25:21; 徒25:21; 林前7:37;
5) 要遵守(3) 徒15:5; 提前6:14; 啓3:3;
6) 存留(3) 彼前1:4; 彼後2:17; 猶1:13;
7) 我們遵守(2) 約壹3:22; 約壹5:3;
8) 遵守了(2) 約15:10; 啓3:8;
9) 是守(2) 啓12:17; 啓14:12;
10) 就必遵守(2) 約14:15; 約14:23;
11) 守(2) 可7:9; 猶1:6;
12) 他們⋯遵守了(2) 約15:20; 約17:6;
13) 留(2) 約2:10; 彼後2:9;
14) 要保守(2) 提前5:22; 啓3:10;
15) 你們要保守(1) 猶1:21;
16) 所保守的人(1) 猶1:1;
17) 保存(1) 彼後3:7;
18) 他⋯守(1) 約9:16;
19) 我們⋯遵守(1) 約壹2:3;
20) 他⋯拘留(1) 猶1:6;
21) 求你⋯保守(1) 約17:11;
22) 你們⋯遵守(1) 約15:10;
23) 看守⋯的人(1) 太27:54;
24) 拘留著(1) 彼後2:4;
25) 你已保守(1) 啓3:10;
26) 要謹守(1) 林後11:9;
27) 遵守的(1) 約14:21;
28) 保守了(1) 約17:12;
29) 存留的(1) 約12:7;
30) 看守的人(1) 太28:4;
31) 你們要謹守(1) 太23:3;
32) 你保守(1) 約17:15;
33) 被囚(1) 徒12:5;
34) 就當遵守(1) 太19:17;
35) 得蒙保守(1) 帖前5:23;
36) 我曾謹守(1) 林後11:9;
37) 押(1) 徒25:4;
38) 看守著(1) 徒12:6;
39) 我已守住了(1) 提後4:7
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=προσέχω, φροντίζω, παραφυλάω). Ἀπό τό οὐσ. τηρός (=φύλακας). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τήρημα, παρατήρημα, τηρήρμων, τήρησις, (δια, ἐπι, παρα)τήρησις, τηρητέον, τηρητής, (ἐπι, παρα)τηρητής, τοποτηρητής, τηρητικός.
Lexicon Thucydideum
observare, to notice, watch, 1.65.1, 1.134.2, 2.83.2, 3.22.1, 4.26.7, 4.27.1, 4.60.1, 4.110.2, 5.82.2, 6.2.4, 6.100.1, 8.108.4,
custodire, to guard, keep, 7.80.1,
PASS. custodiri, to be guarded, be kept, 2.13.7, 4.30.4, 4.108.1.