φρούραρχος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὁ,
A commander of a watch, or commandant of a garrison, IG12.10.13, al., X. An.1.1.6, Cyr.5.3.17, Pl.Lg.760d, Men.Kol.60, Aen.Tact.22.20, Plb.21.42.1, PTeb.6.13 (ii B. C.), OGI111.16 (Egypt, ii B. C.), etc.; οἱ φ. the guardians, Pl.Lg.843d: metaph., [θεοὶ] ἑκάστῳ τὸν τρόπον συνήρμοσαν φ. Men.Epit.554 (spelt φρούαρχος Wilcken Chr.162 i 11 (ii B. C.), and v.l. in Plb. l.c.).
II gaoler, Aristaenet. 1.20.
German (Pape)
[Seite 1310] ὁ, Befehlshaber der Wache, der wachhabenden Soldaten; Plat. Legg. VI, 760 d VIII, 843 d; Xen. Cyr. 5, 3,11 u. öfter, An. 1, 1,6; Din. 1, 39; Sp.; der Commandant einer Festung, auch der Anführer der Leibwache. Bei Aristaen. 1, 20 Gefängnißwärter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant d'un poste, d'une troupe de garde.
Étymologie: φρουρά, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
φρούραρχος: ὁ начальник стражи или гарнизона Xen., Plat., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
φρούραρχος: ὁ ὁ διοικῶν φρουράν, διοικητὴς φρουρᾶς ἢ φρουρίου, Ξεν. Ἀν 1. 1, 6, Πλάτ. Νόμ. 760D. C. Ι. 73, κ. ἀλλ.· οἱ φρουρ. τούτων Πλάτ. Νόμ. 843D ― ὁ τύπος φρουράρχης ἀπαντᾷ παρὰ Θεμιστίῳ καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἐν Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 11.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α
αρχηγός φρουράς ή διοικητής φρουρίου
νεοελλ.
στρ. διοικητής φρουραρχείου
αρχ.
δεσμοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρά + -αρχος].
Greek Monotonic
φρούραρχος: ὁ, αυτός που διοικεί φρουρά ή φρούριο, σε Ξεν.