χάζω

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάζω Medium diacritics: χάζω Low diacritics: χάζω Capitals: ΧΑΖΩ
Transliteration A: cházō Transliteration B: chazō Transliteration C: chazo Beta Code: xa/zw

English (LSJ)

A cause to retire; Act. only in Hsch. and in compd. ἀναχάζω (also παραχάζω, προχάζω Hsch.), and in Ep. redupl. aor. κέκᾰδον, fut. κεκᾰδήσω:—force to retire from, bereave or deprive of, τοὺς.. θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il.11.334; ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς Od.21.153,170.
B Med., χάζομαι, Il.5.34, etc.; imper. χάζεο, χάζευ, ib.440, Call.Cer.54: Ep. impf. χάζετο Il.16.736, 3 du. χαζέσθην A.R.3.1320: fut. χάσομαι, Ep. χάσσομαι Il.13.153: aor. 1 ἐχᾰσάμην, Ep. 3sg. χάσσατο ib.193, inf. χάσσασθαι 12.172; part. χασσάμενος 13.148, etc.: κεκάδοντο (for κεχάδοντο) 3pl. of redupl. aor. 2 κεκαδόμην, Il.4.497, 15.574:—give way, draw or shrink back, recoil, freq. in Il. (never in Od.), χάζεο Il.5.440; ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη 4.535; οὐδ' ὅ γε πάμπαν χάζετ' 12.407; ἂψ δ' ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο 3.32, al.; αἰὲν ὀπίσσω χάζοντο 5.702, cf. 18.160, A.R. 1.c., Call. l.c., Nonn. D. 48.618.
2 c. gen., draw back or retire from, πυλάων χάσσασθαι Il.12.172; χάζοντο κελεύθου 11.504; χάζεσθε μάχης 15.426; μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός 11.539; ὁ δὲ χάσσατ' ὀπίσσω νεκρῶν 13.193, cf. 17.357; less freq. with a Prep., χ. ἐκ βελέων 16.122; χάσσονται ὑπ' ἔγχεος 13.153; οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός nor in truth was he (or it, the stone) far from the man, i.e. nearly hit him, 16.736. Poet., and mainly Ep., exc. in the compounds ἀναχάζομαι, διαχάζομαι (qq. vv.).—οὐχ ἅζομαι, οὐχ ἅζεται (not οὐ χάζ-), should be written in E.Or.1116, Alc. 326, A.Eu.389.

German (Pape)

[Seite 1324] selten, od. nur im comp. ἀναχάζω, gew. med. χάζομαι, fut. χάσομαι, ep. auch χάσσομαι, aor. ἐχασάμην, ep. χάσσασθαι, u. (κεκαδόμην) κεκάδοντο, Il. 4, 497. 15, 574, – weichen, sich zurückziehen, fliehen; oft in der Il., nie in der Od.; χώρησεν δ' ἄρα τυτθὸν ἐπάλξιος· οὐδ' ὅγε πάμπαν χάζετο, Iliad. 12, 406; χάζεσθαι ἑτάρων εἰς ἔθνος, u. öfter; auch ἂψ χάζομαι, 3, 32. 11, 585. 14, 408 u. sonst; ὀπίσω χάζεσθαι 5, 702. 18, 160; c. gen., οὐκ ἐθέλουσι πυλάων χάσσασθαι, vom Thore weichen, 12, 172; κελεύθου 11, 504. 12, 262; φωτός 16, 736; νεκρῶν 13, 193. 17, 357; μάχης 14, 426; δουρός 11, 539; auch ἐκ βελέων, 16, 122; ὑπ' ἔγχεος 13, 153; sp. D., μηκέτι νῦν χάζεσθε, φίλοι, πάτρηνδε νέεσθαι Ap. Rh. 4, 190. – Bei den att. Dichtern c. inf. = sich scheuen, anstehen, δὶς θανεῖν οὐ χάζομαι Eur. Or. 1114, wie Alc. 336 Heracl. 600, wo aber Elmsl. u. Monk οὐχ ἅζομαι vorziehen, wie der Schol. erkl. οὐκ εὐλαβοῦμαι. – Von der ursprünglich factitiven Bdtg des act. finden sich bei Hom. noch fut. κεκαδήσω u. aor. κέκαδον, machen, daß Einer von Etwas weicht, berauben, πολλοὺς τόδε τόξον κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς Od. 21, 153. 170, wird sie des Lebens berauben, wie θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il. 11, 334, wo Eust. erkl. ὑποχωρῆσαι ποιήσας, Hesych. στερήσας. Andere ziehen diese Form zu κήδω, wie das unter diesem Worte angeführte κεκαδήσομαι, u. erkl., wie Passow, um das Leben betrüben, d. i. berauben, weil ja das Leben das Liebste ist. – In Bezug auf die Prosa siehe die compp. ἀναχ., διαχ.

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2 épq. κέκαδον p. *κέχαδον et f. épq. κεκαδήσω;
écarter ; séparer de, priver de, gén.;
Moy. χάζομαι (f. χάσομαι, épq. χάσσομαι, ao. ἐχασάμην, épq. χασσάμην, ao.2 épq. 3ᵉ pl. κεκάδοντο, p. *κεχάδοντο) s'éloigner, se retirer de, gén. ou ἐκ avec le gén. ; abs. ἄψ IL ou ὀπίσσω IL se retirer en arrière, se reculer ; ὑπ' ἔγχεος IL se reculer menacé par une lance ; avec un inf., se soustraire à, refuser de ; δὶς θανεῖν oὐ χάζομαι EUR je ne refuse pas de mourir deux fois.
Étymologie: R. Χα, être privé de ; cf. χήρα.

Russian (Dvoretsky)

χάζω:
1 (эп. act. только aor. 2 κέκαδον и эп. fut. κεκᾰδήσω) отстранять (от чего-л.), лишать (θυμοῦ καὶ ψυχῆς τινα Hom.);
2 med. (fut. χάσομαι - эп. χάσσομαι, aor. 1 ἐχᾰσάμην - эп. χασσάμην, эп. 3 л. pl. aor. 2 κεκάδοντο) отступать, отходить (ἄψ, ὀπίσσω Hom.): χ. τινος Hom. отходить οτ чего-л.; χ. ἐκ βελέων Hom. бежать от стрел; χ. μάχης Hom. уклоняться от боя; χ. ὑπ᾽ ἔγχεος Hom. отступать перед копьем противника.

Greek (Liddell-Scott)

χάζω: κάμνω τινὰ νὰ ὑποχωρήση· τὸ ἐνεργητ. εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἀναχάζω, (παρὰ δὲ Ἡσυχ. καὶ παραχάζω καὶ προχάζω ὡσαύτως μνημονεύεται), καὶ ἐν τῷ μετ’ Ἐπικ. ἀναδιπλ. ἀορ. κέκᾰδον, μέλλ. κεκᾰδήσω· ἀναγκάζω τινὰ νὰ ἀποχωρήςῃ ἔκ τινος, στερῶ, ἀποστερῶ τινά τινος, τούς… θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδὼν Ἰλ. Λ. 334· ἀριστῆας κακαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς «στερήσει» (Σχόλ.) Ὀδ. Φ. 153. 170. Β. Μέσ. χάζομαι, Ἰλ.· Ἐπικ. παρατ. χάζετο, Ἰλ.· μέλλ. χάσομαι, Ἐπικ. χάσσομαι Ἰλ. Ν. 153· ― ἀόρ α΄ ἐχᾰσάμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. χάσσατο αὐτόθι 193, ἀπαρ. χάσσασθαι Μ. 173· μετοχ. χασσάμενος Ν. 148, κτλ.· ― ὡσαύτως ἐν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574 κεκάδοντο (ἀντὶ κεχάδοντο) γ΄ πληθ. τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄ κεκαδόμην. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ χήρα, (ὃ ἴδε). Ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὀπισθοχωρῶ, ὑπείκω, ἐνδίδω, συχν. ἐν Ἰλ. (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), χάζεο Ἰλ Ε. 440· ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη Δ. 535· οὐδ’ ὅγε πάμπαν χάζετ’ Μ. 407· ἄψ δ’ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο Γ. 32, Λ. 585, κ. ἀλλ.· αἰὲν ὀπίσσω χάζοντο Ε. 702, Σ. 160. 2) ὡς τὸ ἰσοδύναμον χωρέω μετὰ γεν., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι ἔκ τινος, πυλάων χάσσασθαι Μ. 172· χάζοντο κελεύθου Λ. 504· χάζεσθε μάχης Ο. 426, πρβλ. Λ. 539· ὁ δὲ χάσσατ’ ὀπίσσω νεκρῶν Ν. 193, πρβλ. Ρ. 357· σπανιώτερον μετά προθέσ. χ. ἐκ βελέων Π. 122· χάσσονται ὑπ’ ἔγχεος Ν. 153· οὐδὲ δὴν χάζετο ἀνδρὸς οὐδ’ ἦτο αὐτὸς (ἢ ὁ λίθος) ἐπὶ πολὺ μακρὰν τοῦ ἀνδρός, δηλ. σχεδὸν ἔπληξεν αὐτόν, Π. 736. 3) τὸ οὐ χάζομαι, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 1116, Ἀλκ. 326, νῦν γράφεται οὐχ ἄζομαι, οὐ φοβοῦμαι, ἴδε Elmsl. καὶ Monk. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 389. ― Ἡ λέξις εἶναι ποιητ. καὶ κυρίως Ἐπική, πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἀνα-, διαχάζομαι, ἃ ἴδε.

Greek Monolingual

Α
1. αφαιρώ κάτι από κάποιον («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς», Ομ. Οδ.)
2. αποσύρομαι, οπισθοχωρώ («ὁ δὲ χασάμενος πολεμίχθη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χάζω (< χαδjω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα gheә1- της ΙΕ ρίζας ghē- «είμαι κενός, εγκαταλείπω, πηγαίνω» και έχει σχηματιστεί με οδοντική παρέκταση -δ-και ενεστ. επίθημα -. Σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ίδιας ρίζας θεωρείται ότι ανάγονται επίσης οι τ. κιχάνω, χατέω, χήρα, πιθ. χώρα, καθώς και τα αρχ. ινδ. jahāti «εγκαταλείπω» και αρχ. άνω γερμ. gān «πηγαίνω» (πρβλ. γερμ. gehen). Αντίθετα, το ρ. δεν πρέπει να συνδέεται ετυμολογικά με τους τ. μέλλ. κεκαδήσω και αναύξητου αορ. κέκαδον, που απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του χάζω (βλ. λ. κεκαδήσω). Τέλος, ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. αὐχάττειν- ἀναχωρεῖν καὶ τὸ ἐμμένειν -ἐγ-χάττειν (βλ. και λ. αυ) οδηγεί στην υπόθεση ενός αμάρτυρου ενεστ. χάττω, άλλου τ. του χάζω (πρβλ. σφάττω, αττ. τ. του σφάζω)].

Greek Monotonic

χάζω: κάνω κάποιον να υποχωρήσει·
Α. Ενεργ. μόνο σε Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ κέκᾰδον, μέλ. κεκᾰδήσω· αναγκάζω κάποιον να υποχωρήσει από κάτι, στερώ κάτι από κάποιον, τοὺς ψυχῆς κεκαδών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς, σε Ομήρ. Οδ. Β. 1. Μέσ., χάζομαι, Επικ. υπερσ. χάζετο, Επικ. προστ. χάζεο, μέλ. χάσομαι, Επικ. χάσσομαι, αόρ. αʹ ἐχᾰσάμην, Επικ. γʹ ενικ. χάσσατο, απαρ. χάσσασθαι, μτχ. χασσάμενος· επίσης, κεκάδοντο (αντί κεχάδοντο), γʹ πληθ. από αναδιπλ. αόρ. βʹ κεκαδόμην· αποχωρώ, αποσύρομαι, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., αποσύρομαι ή υποχωρώ από, χάζεσθε μάχης, στο ίδ. κ.λπ.· ομοίως, χάσσονται ἐκ βελέων, ὑπ' ἔγχεος, στο ίδ.· οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός, στην πραγματικότητα δεν ήταν αυτός (ο λίθος) πολύ μακριά από τον άνθρωπο, δηλ. σχεδόν τον χτύπησε, στο ίδ.

Middle Liddell

A. to cause to retire, the Act. only in epic redupl. aor2 κέκᾰδον, fut. κεκᾰδήσω:— to force to retire from, deprive of, τοὺς ψυχῆς κεκαδών Il.; ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς Od.
B. Mid. to give way, draw or shrink back, retire, Il.
2. c. gen. to draw back or retire from, χάζεσθε μάχης Il., etc.; so, χ. ἐκ βελέων, ὑπ' ἔγχεος Il.; οὐδὲ δὴν χάζετο ἀνδρός nor in truth was he (or it, the stone) far from the man, i. e. nearly hit him, Il.

Mantoulidis Etymological

(=ἀναγκάζω κάποιον νά φύγη), χάζομαι (=ὑποχωρῶ, φεύγω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα χατῆς λέξης χήρα. Ἴσως ἀκόμα συγγενικό μέ τά ρήμ. σκεδάννυμι, σχάζω, κιχάνω, χαίνω.