ἀλάομαι

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάομαι Medium diacritics: ἀλάομαι Low diacritics: αλάομαι Capitals: ΑΛΑΟΜΑΙ
Transliteration A: aláomai Transliteration B: alaomai Transliteration C: alaomai Beta Code: a)la/omai

English (LSJ)

[ᾰλ], Ep. 3pl. ἀλόωνται, imper. ἀλόω (v. infr.), used by Hom. mostly in contr. forms ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, impf. ἠλώμην, Ep. ἀλᾶτο: fut. ἀλήσομαι (ἀπ-) Hes.Sc.409
A (v.l. ἀπαλήσατο): Ep. aor. ἀλήθην Od.14.120, 362, Dor. part. ἀλᾱθείς A.Supp.870: pf. ἀλάλημαι (q.v.): (ἄλη):—wander, roam, οἷά τε ληιστῆρες..τοί τ' ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι Od.3.73; ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ' ἱκάνει 6.206; μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Hdt.4.97; αἰσχρῶς ἀλῶμαι A.Eu.98; ἄσιτος νηλίπους τ' ἀλωμένη S.OC349: esp. to be outcast, be banished, ib.444, Th.2.102, Lys.6.30, D.19.310; ἐκσέθεν by thee, S.OC1363: —freq. with Preps., ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε Il.10.141; κὰπ πεδίον..οἶος ἀλᾶτο 6.201; πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστἐ ἀλώμενος Od.15.492; γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666; ἐπὶ ξένης χώρας S.Tr.300, cf. Isoc.4.168; οὕτω νῦν..ἀλόω κατὰ πόντον Od.5.377, cf. A.Supp.870; νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται Ar.Av.942: c. acc. loci, ἀλάομαι γῆν = wander over the land, S.OC1686; πορθμοὺς ἀ. μυρίους E.Hel.532; οὔρεα Theoc.13.66.
2 c. gen., wander away from, miss a thing, εὐφροσύνας ἀλᾶται Pi.O.1.58; ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ' εὐπραξίας E.Tr.640.
II metaph., wander in mind, be perplexed, S.Aj.23.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): contr. ἀλῶμαι
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. imperat. ἀλόω Od.5.377; aor. ἀλήθην Od.14.120, 362, dór. part. ἀλᾱθείς A.Supp.870, Theoc.16.51; perf. red. ἀλάλημαι Il.13.74; part. c. acent. de pres. ἀλαλήμενος Od.14.122]
I ir errante, andar errante, vagar sobre el mar y tierra Il.2.667, Od.3.73, 5.336, 6.206, Hdt.4.97, A.Eu.98
c. ac. de lugar γᾶν ἢ πόντιον κλύδων' S.OC 1687, πορθμοὺς ... μυρίους E.Hel.532, οὔρεα Theoc.13.66
c. gen. separat. ἀλᾶται στρατῶν vaga apartado de la tropa Ar.Au.941
c. prep. κὰπ πεδίον ... ἀλᾶτο Il.6.201, κατὰ πόντον Od.5.377, Sol.1.43, γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr.666, κατ' ἀγρίαν ὕλην S.OC 349, ἐπὶ ξένης χώρας S.Tr.300, cf. SB 14662.1.14 (II d.C.), κατὰ τῆς χώρας Plb.38.16.10, πάντας ἐπ' ἀνθρώπους Theoc.16.51, εἰς πλόον Nonn.D.43.153, c. dat. instrum. νηΐ τε καὶ ἑτάροισι Od.11.160
perf. estar errante, vagar ἀλάλημαι ἀν' εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ Il.23.74, cf. E.Andr.306, A.R.1.812
de navegantes μαψιδίως ἀ. Od.3.72, cf. Lyr.Adesp.7(d).6
de cosas μυρία λυγρὰ κατ' ἀνθρώπους ἀλάληται Hes.Op.100.
II estar expulsado, ser un exiliado abs. ἀνδρός τοι ἀλωμένου οὐδεμί' ὥρη γίγνεται οὔτ' αἰδώς Tyrt.6.11, cf. S.OC 444, Th.2.102, D.19.310, Philostr.VS 487
c. agent. ἀ. ἐκ σέθεν por tí S.OC 1363
c. prep. ἐπὶ ξένης ... ἀ. Isoc.4.168.
III fig.
1 vagar con la mente, estar perplejo ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τρανές, ἀλλ' ἀλώμεθα S.Ai.23.
2 c. gen. errar, estar lejos de εὐφροσύνας Pi.O.1.58, τῆς πάροιθ' εὐπραξίας E.Tr.640.
• Etimología: De *eH2lH2- ‘errar’ en grado C/P c. resultado *alā- en ἀλήτης, ἄλη, ἀλάομαι, let. aluôtvagar’; en grado C/P c. resultado *aleu- en gr. *ἀλέϝομαι, ἀλεείνω; en grado C/C c. resultado *alu- en ἀλύσσω, ἀλύω.

German (Pape)

[Seite 89] aor. ἀλήθην, herumgetrieben werden, umherschweifen, Hom. oft, Il. 6, 201 Od. 5, 448. 14, 380; perf. ἀλάλημαι mit Präsensbdtg, daher accentuirt ἀλάλησθαι Od. 2, 370, ἀλαλήμενος 13, 333; Anacr. 56, 12; ἀλαθείς Aesch. Suppl. 849; Soph. in der Verbannung lebend, O. C. 1365, ἐκ σέθεν 1680 vgl. Eur. Phoen. 1705; übertr. ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τρανὲς ἀλλ' ἀλώμεθα, wir sind irren Geistes, ungewiß, Ai. 23; – τί, durch einen Ort hindurchschweifen, πορθμούς Eur. Hel. 539, δρυμούς Theocr. 13, 66; -τινός, von etwas abschweifen, verfehlen, εὐφροσύνας, er ist der Freude untheilhaftig, Pind. Ol. 1. 58; τῆς πάροιθ' εὐπραξίας Eur. Tr. 635. – Selten in Prosa, Her. 4, 97 im praes., wie Hippocr. u. Thuc. 2, 102; ἐπὶ ξένης Isocr. 4, 168; Sp., wie Diod. 5, 59.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠλώμην, f. inus., ao. ἠλήθην, pf. au sens prés. ἀλάλημαι;
1 errer çà et là, être errant, vagabond : γῆν SOPH par une terre (lointaine) ; ἀλ. ἔκ τινος SOPH errer banni par qqn;
2 fig. avoir l'esprit agité, être perplexe.
Étymologie: ἄλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλάομαι, ep. 3 plur. ἀλόωνται, ep. imperat. 2 sing. ἀλόω, ep. imperf. 3 sing. ἀλᾶτο; aor. ep. pass. ἀλήθην, Dor. ptc. ἀλᾱθείς; perf. ep. poët. ἀλάλημαι, ep. poët. plqperf. 3 sing. ἀλάλητο, 3 plur. ἀλάληντο
1. (rond)zwerven, (rond)dwalen; met prep.:; ἀνὰ στρατόν door het legerkamp Il. 10.141; κατὰ πόντον over de zee Od. 5.377; ἐπὶ ἄστεα van stad tot stad Od. 15.492; γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις bij de verste grenzen van de aarde Aeschl. PV 666; met acc. door, over;: ἤ τιν’ ἀπίαν γᾶν ἢ πόντιον κλύδων’ ἀλώμεναι zwervend door een ver land of over de golven van de zee Soph. OC 1686; pregn. in ballingschap leven.
2. overdr. in onzekerheid verkeren, in het duister tasten.
3. ver verwijderd zijn van, met gen.: ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας (wie ongelukkig geworden is) is in zijn geest ver verwijderd van zijn vroegere geluk Eur. Tr. 640.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάομαι: (aor. ἠλήθην, pf. в знач. praes. ἀλάλημαι)
1 блуждать, странствовать, скитаться (κατὰ πόντον, ἀνὰ στρατόν Hom.; γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις Aesch.; ἐπὶ ξένης χώρας Soph. или ἐπὶ ξένης Isocr.; ἐν Σκύθαις Arph.): ἔδεισα μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Her. боюсь, как бы мы не натерпелись в наших скитаниях;
2 проходить в своих странствиях (ἀπίαν γᾶν Soph.; πορθμοὺς μυρίους Eur.; οὔρεα καὶ δρυμούς Theocr.);
3 быть изгнанным (ἔκ τινος Soph.): ἀλᾶσθαι μετὰ τὸν φόνον τινός Thuc. быть изгнанным вследствие убийства кого-л.;
4 оказаться лишенным (εὐφροσύνας Pind.; τῆς εὐπραξίας Eur.);
5 перен. заблуждаться, быть в неведении: ἴσμεν οὐδὲν τρανές, ἀλλ᾽ ἀλώμεθα Soph. мы ничего достоверного не знаем, а блуждаем.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: wander, roam; be banished (Il.).
Other forms: aor. ἀλήθην (Hom.), pf. ἀλάλησθαι, ἀλαλήμενος (Hom.) with present meaning, cf. the accent, s. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 117f., Chantr. Gr. Hom. 190. Late is ἀλαίνω (s. Schwyzer 733).
Derivatives: ἄλη (Od.); ἀλήτης m.`wanderer, rover; vagrant' (Od.); ἀλήμων roving (Od.). On ἀλήτωρ ἱερεύς Masson, Rev. de phil. 3. sér. 37, 1963, 214-218.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [27] *h₂el- wander about
Etymology: ἀλάομαι is an old intensive in -άομαι, which can be compared with Latv. aluôt wander about. Further perhaps to Lat. ambulo.
See also: Cf. 2. ἀλέα, ἀλύω, ἠλάσκω, ἅλιος.

Middle Liddell

[ἄλη,] [cf. ἀλάλημαι
I. to wander, stray or roam about, Hom., etc.: to wander from home, be banished, Soph.; c. acc. loci, ἀλ. γῆν to wander over the land, Soph.
2. c. gen. to wander away from, cease to enjoy, εὐφροσύνας Pind.; τῆς πάροιθ' εὐπραξίας Eur.
II. metaph. to wander in mind, be distraught, Soph.

English (Autenrieth)

imp. ἀλόω, ipf. ἠλώμην, ἀλώμην, aor. ἀλήθην, pf. ἀλάλημαι, ἀλαλήμενος: wander, rove, roam, of adventurers, freebooters, mendicants, and homeless or lost persons. The perf. is only more intensive in meaning than the present, Od. 2.370, etc.

English (Slater)

ᾰλάομαι stray c. gen., from νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται fr. 105b. 1. met., εὐφροσύνας ἀλᾶται (sc. Tantalos.) (O. 1.58)

Greek Monotonic

ἀλάομαι: [ᾰλ], Επικ. γʹ πληθ. ἀλόωνται, Επικ. προστ. ἀλόω· παρατ. ἠλώμην, Επικ. γʹ ενικ. ἀλᾱτο· μέλ. ἀλήσομαι· Επικ. αόρ. αʹ ἀλήθην, Δωρ. μτχ. ἀλᾱθείς· πρβλ. ἀλάλημαι — Παθ. (ἄλη
I. 1. περιπλανιέμαι, παραπλανώμαι, ξεστρατίζω ή περιφέρομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εξόριστος, σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, ἀλ. γῆν, περιπλανιέμαι στην χώρα, στον ίδ.
2. με γεν., περιπλανιέμαι μακριά από, σταματώ, παύω, διακόπτω, χάνω την ευχαρίστηση, εὐφροσύνας, σε Πίνδ.· τῆς πάροιθ' εὐπραξίας, σε Ευρ.
II. μεταφ., τριγυρίζει ο νους μου, είμαι αναστατωμένος, αλλόφρων, έξαλλος από ανησυχία, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάομαι: [ᾰλ], Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀλόωνται, προστ. ἀλόω (ἴδε κατωτ.), ἀλλ’ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ τὸ πλεῖστον κατὰ συνῃρ. τύπους, ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, παρατ. ἠλώμην, Ἐπ. ἀλᾶτο, μελλ. ἀλήσομαι (ἀπ-), Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409 (ἀλλὰ δ. γρ. ἀπαλήσατο): Ἐπ. ἀόρ. ἀλήθην, Ὀδ. Ξ. 120, 362, Δωρ. μετοχὴ ἀλᾱθείς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 870: πρβλ. ἀλάλημαι: παθ.: (ἄλη). Πλανῶμαι, παραπλανῶμαι, περιφέρομαι, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ. (ἂν καὶ παρὰ πεζοῖς πλανάομαι ἦτο ὁ κοινότερος τύπος), οἷά τε ληϊστῆρες..., τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι, Ὀδ. Γ. 73· τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ’ ἱκάνει, Ζ. 206· μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι, Ἡρόδ. 4. 97· αἰσχρῶς ἀλῶμαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 98· ἄσιτος νηλίπους τ’ ἀλ., Σοφ. Ο. Κ. 349, ἰδίως πλανῶμαι μακρὰν τῆς πατρίδος, εἶμαι ἐξόριστος, ὡς τὸ φεύγειν, αὐτόθι 444, Θουκ. 2, 102, Λυσ. 105. 41, Δημ. 440. 21· ἐκ σέθεν δ’ ἀλώμενος... ἐπαιτῶ, σὺ εἶσαι ὁ καθαυτὸ αἴτιος ὅτι, Σοφ. Ο. Κ. 1363: ― συχνάκις μετὰ προθ., ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε, Ἰλ. Κ. 141· κὰπ πεδίον... οἶος ἀλᾶτο, Ζ. 201· πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε’ ἀλώμενος, Ὀδ. Ο. 492· γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὄροις, Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἐπὶ ξένης χώρας, Σοφ. Τρ. 300· πρβλ. Ἰσοκρ. 76Α· οὕτω νῦν... ἀλόω κατὰ πόντον, Ὀδ. Ε. 377· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 870· νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 941: ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τύπου, ἀλ. γῆν, πλανῶμαι ἀνὰ τὴν χώραν, Σοφ. Ο. Κ. 1086· πορθμοὺς ἀλ., Εὐρ. Ἑλ. 532· ὤρεα, Θεόκρ. 13, 66· πρβλ. πλανάω ΙΙ. 2) πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, χάνω ἢ εἶμαι ἄνευ τινὸς πράγματος, εὐφροσύνας ἀλᾶται, Πινδ. Ο. 1. 94· ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, Εὐρ. Τρῳ. 635. ΙΙ. μεταφ., περιπλανᾶται ὁ νοῦς μου, εὑρίσκομαι ἐν ἀπορίᾳ, Σοφ. Αἴ. 23.

Frisk Etymology German

ἀλάομαι: {aláomai}
Forms: Aor. ἀλήθην (vorw. ep. und poet.). Daneben die indefiniten Perfektformen ἀλάλησθαι, ἀλαλήμενος (fast nur Hom.), beide mit Präsensbedeutung, womit der unregelmaßige Akzent zusammenzuhängen scheint, s. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 117f. Eine Umbildung von ἀλάομαι ist ἀλαίνω (vgl. Schwyzer 733).
Grammar: v.
Meaning: umherirren, umherschweifen, in der Verbannung leben,
Derivative: Postverbales Nomen: ἄλη (Od., Hp., Trag., späte Prosa); daraus erweitert ἀλεία (AB, H.). — Nomen agentis: ἀλήτης m., auch Adj., dor. ἀλάτας, auch EN, vgl. Björck Alpha impurum 165, ἀλῆτις, -ιδος f. Bettler, Flüchtling; umherirrend (Od., Hdt., Trag. usw.) mit ἀλητικός (D. Chr.). Von ἀλήτης das denominative ἀλητεύω ‘(als Bettler od. Flüchtling) umherirren’, davon ἀλητεία, ἀλατεία (A., E. in lyr., späte Prosa). Neben ἀλήτης vereinzelt ἀλητήρ als Name eines Tanzes (Arristox.), dazu bei H. ἀλήτωρ· ἱερεύς, wohl eig. "Bettelpriester". — Von ἀλάομαι auch ἀλήμων umherschweifend (Od., AP) mit ἀλημοσύνη (Man. u. a.). — Nomina actionis: ἀλητύς das Umherirren (Kall., Man.), vgl. Chantraine Formation 291; ἄλημα· ὁδοιπορία H. — Aus der reduplizierten Form stammt die ganz besondere Bildung ἀλάλαγξ· ἡ πλάνη H., nach Leumann Hom. Wörter 211 auch ἀλαλητῳ̃ Π 78, was etwas zweifelhaft scheint, vgl. s. ἀλαλά.
Etymology: ἀλάομαι ist ein altes Intensivum auf -άομαι, das in lett. aluôt umherirren sein nächstes Gegenstück hat (Fick BB 2, 264). Ob auch lat. ambulo hierhergehört, ist strittig, s. W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. v. Vgl. 2. ἀλέα, ἀλύω, ἠλάσκω, ἅλιος.
Page 1,63-64

Mantoulidis Etymological

-ῶμαι (=περιπλανιέμαι). Ἀπό τή λέξη ἄλη (=περιπλάνηση). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλήτης, ἀλητεία (=περιπλάνηση), ἀλητεύω, ἀλήτιμος, ἀλήμων, ἀλημοσύνη.

Lexicon Thucydideum

vagari, to wander, roam, 2.102.5 (de Alcmaeone concerning Alcmaeon).