ἀπίσχω
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
= ἀπέχω, keep off, hold off, Od.11.95; χεῖρας ἔργου J.BJ 1.7.3.
Spanish (DGE)
mantener a distancia, apartar φάσγανον Od.11.95, φόβον Archil.163.8, παντὸς ἔργου ... χεῖρας I.BI 1.146.
German (Pape)
[Seite 292] p. = ἀπέχω, fern halten, Od. 11, 95.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπίσχω: эп. = ἀπέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπίσχω: ἀπέχω, σύρω ὀπίσω, ἀποσύρω, ἄπισχε δὲ φάσγανον ὀξὺ Ὀδ. Λ. 95· χεῖρας ἔργου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 7, 3.
English (Autenrieth)
= ἀπέχω, Od. 11.95†.
Greek Monolingual
ἀπίσχω (Α) ίσχω
απομακρύνω, αποσύρω.
Greek Monotonic
ἀπίσχω: = ἀπέχω, κρατώ σε απόσταση, αποσύρω, αποκρούω, σε Ομήρ. Οδ.