ἀπαιόλη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (αἰόλος)
A loss by fraud, τέθνηκεν.. χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.186.
II fraud, cj. Herm.in E.Hel.1056; personified in Ar. Nu.1150.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
pérdida por fraude τέθνηκεν ... χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.309.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
tromperie, fraude.
Étymologie: ἀπό, αἰόλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαιόλη: ἡ обман, надувательство Aesch., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιόλη: ἡ, (αἰόλος) «ἀπάτη, ἀποστέρησις» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ ἀπάτη προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. αὐτόθι).
Greek Monotonic
ἀπαιόλη: ἡ (αἰόλος)·
I. εξαπάτηση, δόλος, απάτη.
II. Ἀπαιόλη ή Ἀπαιολή, η απάτη προσωποποιημένη, σε Αριστοφ.