ἀποκτείνω

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκτείνω Medium diacritics: ἀποκτείνω Low diacritics: αποκτείνω Capitals: ΑΠΟΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: apokteínō Transliteration B: apokteinō Transliteration C: apokteino Beta Code: a)poktei/nw

English (LSJ)

(later ἀποκτέννω (q.v.):
A ἀποκταίνω 2 Ep.Cor.3.6, etc.), fut. ἀποκτενῶ, Ion. ἀποκτενέω Hdt.3.30: aor. 1 ἀπέκτεινα Il.: pf. ἀπέκτονα Isoc.12.66, Pl.Ap.38c, X.Ap.29, D.22.2; plpf. 3pl. ἀπεκτόνεσαν Id.19.148, Ion. 3sg. ἀπεκτόνεε Hdt.5.67; later ἀπεκτόνηκα Arist. SE 182b19, Parth.24.2, Plu. Tim.16; also ἀπέκταγκα Men.344, Arist.Pol.1324b16,18, LXX 1 Ki.24.12, etc.; ἀπέκτᾰκα Plb.11.18.10: aor. 2 ἀπέκτᾰνον Il., poet. 1pl. ἀπέκταμεν Od.23.121, inf. ἀποκτάμεναι, ἀποκτάμεν, Il.20.165, 5.675:—Pass., late (ἀποθνῄσκω being used as the Pass. by correct writers), pres. in Palaeph.7: aor. ἀπεκτάνθην D.C.65.4, LXX 1 Ma.2.9: aor. 2 inf. ἀποκτανῆναι Gal. 14.284: pf. inf. ἀπεκτάνθαι Plb.7.7.4, LXX 2 Ma.4.36:—but aor. Med. in pass. sense ἀπέκτατο Il. 15.437, 17.472; part. ἀποκτάμενος 4.494, etc.; cf. ἀποκτείνυμι:—stronger form of κτείνω, kill, slay, Ep., Ion., and the prevailing form in Att. (cf. ἀποθνῄσκω): once in A.Ag.1250, never in S., freq. in E., Hec. 1244, al.
2 of judges, condemn to death, Antipho 5.92, Pl.Ap.30d sq., etc.; also of the accuser, And.4.37, X.HG2.3.21, Th.6.61; put to death, Hdt.6.4: generally of the law, Pl.Prt. 325b.
3 metaph., τὸ σεμνὸν ὥς μ' ἀ. τὸ σόν E.Hipp.1064; σὺ μή μ' ἀπόκτειν) Id.Or. 1027.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. fut. ἀποκτενέω Hdt.3.30; aor. rad. ind. 1a plu. ἀπέκταμεν Od.23.121, inf. ἀποκτάμεναι Il.20.165, ἀποκτάμεν Il.5.675; med. ind. ἀπέκτατο Il.15.437, 17.472, part. gen. ἀποκταμένοιο Il.4.494; pas. ind. tard. ἀπεκτάνθην LXX 1Ma.2.9, D.C.65.4.3, inf. ἀπεκτάνθαι Plb.7.7.4, ἀποκτανῆναι Gal.14.284; perf. ἀπεκτόνατε Pl.Ap.38c, tard. ἀπεκτόνηκα Arist.SE 182b19, ἀπέκταγκα Men.Mis.Fr.9, ἀπέκτακα Plb.11.18.10, plusperf. ἀπεκτόνεε Hdt.5.67]
1 gener. matar a pers. πατέρ' ἁμόν Il.6.414, cf. 5.675, 20.165, Od.l.c., Hes.Sc.11, A.A.1250, Hdt.3.30, 5.67, Hp.VM 9, Epid.3.15, Morb.Sacr.7.14, E.Or.1463, Hec.288, Io 1544, HF 1237, Gorg.B 11a.2, Ar.Ach.335, Pl.Ap.30d, X.HG 2.3.21, And.4.39, Isoc.3.4, 5.52, 12.93, Is.5.46, D.19.148, 22.2, Aeschin.3.244, Arist.SE 182b19, Pol.1324b16, 18, Palaeph.4, Men.l.c., LXX 1Re.24.12, Plb.3.86.10, 11.18.10, Plu.Tim.16, UPZ 18.6 (II a.C.), 119.34 (II a.C.), Parth.24.2, D.S.4.55, Wilcken Chr.14.3.4 (I d.C.), Eu.Matt.14.5, 21.35, 38.39, Eu.Marc.3.4, 6.19, Eu.Luc.11.47, 13.4, Eu.Io.16.2, Act.Ap.21.31, 1Ep.Clem.59.3, Hierocl.Facet.57, PAbinn.57.20 (IV d.C.)
en v. pas. Il.4.494, 15.437, 17.472, LXX 1Ma.2.9, 2Ma.4.36, Plb.7.7.4, Eu.Matt.16.21, Gal.14.284, D.C.65.4.3
ejecutar ἀκρίτους Isoc.4.113, 12.66, cf. And.4.3
ἀ. ἑαυτόν suicidarse D.Chr.64.3, cf. I.AI 9.39, Eu.Io.8.22, Artem.2.49
c. expresión del medio que produce la muerte βάλλοντες τοῖς λίθοις ἀ. lapidar Plb.1.69.10, φαρμάκοις ἀ. envenenar Ath.590a, ἀπὸ τῶν ... πληγῶν ἀ. matar a golpes, Apoc.9.18, cf. POxy.903.6 (IV d.C.), ἀ. κατ' ἔκπληξιν matar del susto Philostr.VS 515
sacrificar animales ἴβιν ἢ ἴρηκα Hdt.2.65, cf. PEnteux.71.5 (III a.C.), PCair.Zen.312.24 (III a.C.).
2 c. suj. de jueces o tribunales condenar a muerte Th.6.29, Antipho 5.92, X.Mem.1.1.18, Aeschin.2.127, Din.1.23, 63
de acusadores enviar a la muerte Th.6.61, Pl.Ap.38c, X.HG 2.3.32, Ap.29, Lys.12.67, And.4.37
de reyes, etc. mandar matar Hdt.4.69, 5.25, 6.4
de la ley, Pl.Prt.325b.
3 fig. matar e.d. afligir, atormentar σὺ μή μ' ἀπόκτειν' E.Or.1027, τὸ σεμνὸν ὥς μ' ἀποκτενεῖ τὸ σόν E.Hipp.1064, ἀποκτείνεις γὰρ εἴ με γῆς ἔξω βαλεῖς E.Ph.1621, cf. Hipp.419
matar de un susto ὥς μ' ἀπέκτεινας δέει Ar.Au.85, cf. E.Io 1300, de hambre, Ar.Ach.1044, βδέοντες ἀλλήλους ἀ. matarse apestándose unos a otros Ar.Eq.898
quitar la verdadera vida τὴν ψυχήν Eu.Matt.10.28, Eu.Marc.3.4
hacer desaparecer τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ Ep.Eph.2.16
anular τὸ ... γράμμα 2Ep.Cor.3.6.

German (Pape)

[Seite 309] (s. κτείνω), tödten; von Hom. an überall; Od. 22, 167 ἤ μιν ἀποκτείνω, 16, 432 ἀποκτείνεις, Iliad. 11, 154 ἀποκτείνων, 9, 543 ἀπέκτεινεν, Od. 5, 18 ἀποκτεῖναι, Iliad. 22, 423 ἀπέκτανε, Od. 14, 271 ἀπέκτανον, 12, 301 ἀποκτάνῃ, Od. 23, 121 ἀπέκταμεν, Iliad. 20, 165 ἀποκτάμεναι, 5, 675 ἀποκτάμεν, 15, 437 ἀπέκτατο, 4, 494 ἀποκταμένοιο, 23, 775 ἀποκταμένων. Bei den Att. häufiger als das simplex, bes. im fut., ἀποκτενεῖ Plat. Gorg. 511, u. aor. I. act.; den aor. II. verwerfen die Atticisten; perf. ἀπεκτόνατε Plat. Apol. 38 c; martern, quälen, Eur. Hipp. 1064; zum Tode verurteilen, mit dem Tode bestrafen, Plat. Apol. 39 d u. öfter; zum Tode verurteilen lassen, hinrichten lassen, ῥήτορες, οὓς ἂν βούλωνται Gorg. 466 c, u. Folgde; öfter vom Ankläger, Xen. Hell. 2, 3, 21; vom Richter, das Todesurtheil sprechen, Plat. apol. 39 d; Dem.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποκτενῶ, ao. ἀπέκτεινα, ao.2 ἀπέκτανον, pf.2 ἀπέκτονα;
1 tuer, faire périr ; particul. mettre à mort, exécuter ; p. ext. condamner à mort ou demander la mort d'un accusé;
2 fig. faire mourir (de dépit, de désespoir, etc.), mettre à la torture.
Étymologie: ἀπό, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκτείνω: (fut. ἀποκτενῶ - ион. ἀποκτενέω, pf. ἀπέκτονα - поздн. ἀπεκτόνηκα, ἀπέκταγκα и ἀπέκτακα)
1 умерщвлять, убивать (τινά Hom., Her., Aesch., Eur., Xen., Plat., Aeschin.);
2 приговаривать к смертной казни, казнить Xen., Plat.;
3 мучить, пытать, терзать, Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκτείνω: μέλλ. ἀποκτενῶ, Ἰων. ἀποκτενέω, Ἡρόδ. 3. 30: ἀόρ. α΄ ἀπέκτεινα, Ἰλ.: - πρκμ. ἀπέκτονα, Ἰσοκρ. 246B, Πλάτ. Ἀπολ. 38C, Ξεν. Ἀπολ. 29, Δημ. 593. 14: ὑπερσυντ. γ΄ πληθυντ. ἀπεκτόνεσαν ὁ αὐτ. 387. 21, Ἰων. γ΄ ἑν. ἀπεκτόνεε Ἡρόδ. 5. 67· μεταγεν. πρκμ. ἀπεκτόνηκα Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 33. 2, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 16, (εἰσαχθὲν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Πλάτωνος κλ.)· ὡσαύτως ἀπέκταγκα Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11, Ἑβδ. καὶ ἀπέκτᾰκα Πολύβ. 11. 18, 10: - ἀόρ. β΄ -έκτᾰνον, Ἰλ., ποιητ. α΄ πληθ. ἀπέκταμεν, Ὀδ. Ψ. 121· ἀπαρ. ἀποκτάμεναι, ἀποκτάμεν, Ἰλ. Υ. 165, Ε. 675: - Παθ. μόνον παρὰ μεταγ. (καθ’ ὅσον παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι τὸ ἀποθνῄσκω χρησιμεύει ὡς παθητικόν): ἐνεστ. παρὰ Παλαιφ. 7: ἀόρ. ἀπεκτάνθην Δίων Κ. 65. 4, Ἑβδ.: πρκμ. ἀπεκτάνθαι παρὰ Πολυβίῳ 7. 7, 4, Ἑβδ.: - ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀόριστον μέσον μετὰ παθητικῆς σημασίας ἀπέκτατο Ἰλ. Ο. 437, Ρ. 472· μετοχ. ἀποκτάμενος Δ. 494, κτλ.· πρβλ. ἀποκτίννυμι. Ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ κτείνω, φονεύω, σφάζω, Ὅμ., Ἡρόδ., ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλῳ (Ἀγ. 1250), οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ., συχν. παρ’ Εὐρ. καὶ ὁ ἐπικρατῶν τύπος ἀντὶ τοῦ κτείνω ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς τὸ ἀποθνῄσκω ἀντὶ τοῦ θνήσκω. 2) ἐπὶ δικαστῶν, καταδικάζω εἰς θάνατον, Ἀντιφῶν 140. 24, Πλάτ. Ἀπολ. 30D, κἑξ., 38C, 39D. Ξεν., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ κατηγοροῦντος, Ἀνδοκ. 34. 7, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 21, πρβλ. Θουκ. 6. 61· ἐπὶ τοῦ δημίου, φονεύω, Ἡρόδ. 6. 4· καθόλου ἐπὶ τοῦ καταδικάζοντος νόμου, Πλάτ. Πρωτ. 325B. 3) μεταφ., ὡς τὸ Λατ. enecare, τὸ σεμνὸν ὥς μ’ ἀπ. τὸ σόν, «μὲ σκοτώνει», Εὐρ. Ἱππ. 1064· σὺ μή μ’ ἀπόκτειν’, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1027.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἀπέκτεινε, usually aor. 2 ἀπέκτανε, -έκταμεν, -έκτανον, subj. ἀποκτάνῃ, inf. ἀποκτάμεν, -τάμεναι, aor. 2 mid. (with pass. signif.) ἀπέκτατο, ἀποκτάμενος: kill, slay; of slaughtering animals, Od. 12.301; ἀπέκτατο, was slain, Il. 15.437, Il. 17.472; ἀποκτάμενος, slain, Il. 4.494, Il. 13.660, Il. 23.775.

English (Strong)

from ἀπό and kteino (to slay); to kill outright; figuratively, to destroy: put to death, kill, slay.

English (Thayer)

and Aeolic, ἀποκτέννω (L T Tr; G L T Tr; L T Tr; T Tr; cf. Fritzsche on Mark, p. 507f; (Tdf. Proleg., p. 79); Winer's Grammar, 83 (79); (Buttmann, 61 (54))), ἀποκτενῶ (Griesbach in ἀποκταίνω (Lachmann in ἀποκτεννυντες (WH); future ἀποκτενῶ; 1st aorist ἀπέκτεινα; passive, present infinitive ἀποκτέννεσθαι (G L T Tr WH); 1st aorist ἀπεκτάνθην (Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii. 227; Winer's Grammar, the passage cited; (Buttmann, 41 (35f))); (from Homer down);
1. properly, to kill in any way whatever (ἀπό i. e. so as to put out of the way; cf. (English to kill off), German abschlachten): ἀποκτενῶ ἐν θανάτῳ, Buttmann, 184 (159); Winer's Grammar, 339 (319)). to destroy (allow to perish): to kill).
2. metaphorically, to extinguish, abolish: τήν ἐχτραν, to inflict moral death, ἀποθνῄσκω, II:2); to deprive of spiritual life and procure eternal misery, ἀποκταινει; see above).

Greek Monolingual

(AM ἀποκτείνω κ. -κτέννω, Α κ. -κταίνω, -κτείνυμι, -κτίννυμι, ἀποκτιννύω)
φονεύω, θανατώνω
αρχ.
1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή
2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος
3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή
4. στενοχωρώ θανάσιμα.

Greek Monotonic

ἀποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, Ιων. -κτενέω· αόρ. αʹ ἀπέκτεινα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρακ. ἀπέκτονα· γʹ πληθ. υπερσ. ἀπεκτόνεσαν, Ιων. γʹ ενικ. ἀπεκτόνεε· αόρ. βʹ -έκτᾰνον, Επικ. αʹ πληθ. ἀπέκταμεν, απαρ. ἀπακτάμεναι, ἀποκτάμεν· η Παθ. σπανίως (καθώς το ἀποθνῄσκω χρησιμ. ως Παθ.)· Μέσ. τύποι (με Παθ. σημασία), Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἀπέκτατο· μτχ. ἀποκτάμενος· πρβλ. ἀποκτείνυμι·
1. σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για δικαστές, καταδικάζω σε θάνατο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
3. μεταφ., όπως το Λατ. enecare, είμαι καταπονημένος, ταλαιπωρημένος μέχρι θανάτου, σε Ευρ.

Middle Liddell

[cf. ἀποκτίννυμι pass. rare, ἀποθνήσκω being used as pass.]
1. to kill, slay, Hom., Hdt., Attic
2. of judges, to condemn to death, Plat., Xen., etc.
3. metaph., like Lat. enecare, to weary to death, Eur.

Chinese

原文音譯:¢pokte⋯nw 阿坡-克帖挪
詞類次數:動詞(75)
原文字根:從-殺害 相當於: (הָרַג‎)
字義溯源:殺害,屬靈生命的喪失,擊殺,殺滅,殺,死,壓死,處死;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κτάομαι)X*=殺害)組成。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(75);太(13);可(11);路(12);約(13);徒(6);羅(2);林後(1);弗(1);帖前(1);啓(15)
譯字彙編
1) 殺(17) 太10:28; 太10:28; 太14:5; 可6:19; 路12:4; 路13:31; 約5:16; 約5:18; 約7:1; 約7:19; 約7:20; 約8:37; 約8:40; 約11:53; 徒21:31; 啓9:15; 啓9:20;
2) 殺了(15) 太21:35; 太21:39; 太22:6; 可12:8; 路11:47; 路11:48; 路12:5; 路20:15; 約12:10; 徒23:12; 徒23:14; 徒27:42; 羅7:11; 啓9:18; 啓19:21;
3) 殺害(10) 太23:37; 太26:4; 可10:34; 可14:1; 路13:34; 約16:2; 啓6:8; 啓13:10; 啓13:10; 啓13:15;
4) 被殺(6) 太16:21; 可8:31; 路9:22; 啓2:13; 啓6:11; 啓11:5;
5) 他們要殺害(3) 太17:23; 可9:31; 路11:49;
6) 我們殺了(2) 太21:38; 路20:14;
7) 曾殺了(1) 帖前2:15;
8) 害死(1) 啓9:5;
9) 叫人死(1) 林後3:6;
10) 殺死(1) 啓11:7;
11) 殺滅了(1) 弗2:16;
12) 他要⋯盡(1) 約8:22;
13) 我⋯擊殺(1) 啓2:23;
14) 他們⋯殺了(1) 徒7:52;
15) 他們殺了(1) 羅11:3;
16) 他們⋯殺害(1) 路18:33;
17) 死的(1) 啓11:13;
18) 壓死了(1) 路13:4;
19) 被殺以後(1) 可9:31;
20) 害命(1) 可3:4;
21) 要殺(1) 太24:9;
22) 你們殺害(1) 太23:34;
23) 他們就殺了(1) 可12:5;
24) 被他們殺的(1) 可12:5;
25) 處死(1) 約18:31;
26) 殺的(1) 約7:25;
27) 我們殺(1) 可12:7;
28) 你們殺了(1) 徒3:15

Lexicon Thucydideum

interficere, to kill, 1.20.2, 1.30.1, 1.53.3. 1.126.11. 2.5.5, 2.5.7. 2.67.4, 2.67.42.90.5. 2.92.2. 3.28.1, 3.36.1. 3.36.2. 3.6.1. 3.41.1. 3.44.2. 3.66.2, 3.68.1. 3.82.2. 3.82.5, 3.103.2. 3.111.4. 3.113.1. 4.25.9, 4.25.11. 4.28.4, 4.41.1. 4.46.4. 4.57.4. 4.72.4. 4.96.3. 4.101.4. 4.122.6. 5.3.2. 5.32.1, 5.59.1. 5.72.3. 5.82.2, 5.83.2. 5.115.4. 5.116.4. 6.57.3. 6.60.4. 6.60.46.94.2. 6.98.4. 6.105.3. 7.3.4. 7.23.4. 7.30.2. 7.41.4. 7.43.3. 7.53.3. 7.53.37.86.4. 8.5.5, 8.10.4. 8.21.1. 8.24.1. 8.45.1. 8.65.2, 8.70.2. 8.73.3. 8.73.6. 8.86.2. 8.95.7.
capite multare, to punish with death, 6.29.1, 6.61.4.