ἐνστέλλω

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνστέλλω Medium diacritics: ἐνστέλλω Low diacritics: ενστέλλω Capitals: ΕΝΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: enstéllō Transliteration B: enstellō Transliteration C: enstello Beta Code: e)nste/llw

English (LSJ)

A dress in:—Pass., ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένος clad in a horseman's dress, Hdt.1.80.
II νομίσματα -στελλόμενά τινι paid over, PMasp.6ii 32 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

I 1medic. aplicar un medicamento ἐν ὀπῷ φλοιὸν χλωρὸν τρίβων σὺν οἴνῳ ἐνστέλλειν Hp.Vlc.12.
2 entregar, proporcionar en v. pas. δώδεκα νομίσματα ... ἐνστελλό[μ] ενα τῇ αὐτῇ νύμφῃ ... ὑπὲρ τῶν ἕδνων PMasp.6ue.32 (VI d.C.).
II en v. med.
1 vestirse con c. ac. de rel. ἄνδρες ... ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένοι Hdt.1.80.
2 realizar un viaje τοῦ Ἰωάννου περὶ τὴν Ἀσίαν [ἐν] στειλαμένου τὴν πορείαν Epiph.Const.Haer.78.11.2.
3 despachar, enviar a alguien con una misión, var. de LXX 4Re.17.27 en Ath.Al.M.28.1565D.

German (Pape)

[Seite 853] anziehen, ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένος, eine Reiterkleidung anhabend, Her. 1, 80.

French (Bailly abrégé)

revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνστέλλω: одевать, наряжать: ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένος Her. одетый всадником.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστέλλω: ἐνδύω: - Παθ., ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένος ἐνδεδυμένος στολὴν ἱππέως, Ἡρόδ. 1. 80.

Greek Monolingual

ἐνστέλλω (Α) στέλλω
1. ντύνω
2. στέλνω.

Greek Monotonic

ἐνστέλλω: μέλ. -στελῶ, ντύνω, ενδύω — Παθ., στολὴν ἐνεσταλμένος, αυτός που είναι ντυμένος με στολή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -στελῶ
to dress in:—Pass., στολὴν ἐνεσταλμένος clad in a dress, Hdt.