ἐξημερόω

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξημερόω Medium diacritics: ἐξημερόω Low diacritics: εξημερόω Capitals: ΕΞΗΜΕΡΟΩ
Transliteration A: exēmeróō Transliteration B: exēmeroō Transliteration C: eksimeroo Beta Code: e)chmero/w

English (LSJ)

tame or reclaim entirely, χῶρον [ἀκανθώδη] Hdt.1.126; ἐ. γαῖαν free the land from wild beasts, etc., E.HF20,852; reclaim wild plants, κοτίνους εἰς συκᾶς ἐ. Plu.Fab.20, cf. Thphr. HP 2.2.12 (Pass.), al.: metaph., soften, humanize, τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Plb.4. 21.4; διανοίας Ph.2.402; τὰς τῶν ἠθῶν καὶ παθῶν ὕλας LXX 4 Ma.1.29; αὑτὸν διὰ παιδείας Plu.Num.3; τὴν νῆσον ἐξηγριωμένην ὑπὸ κακῶν.. ἐξημέρωσε Id.Tim.35, cf. Parth.20.1; ἡ ἐξημερωμένη ἐν τοῖς νῦν χρόνοις ἀναστροφή our present civilized life, Phld.Sto.339.19.

German (Pape)

[Seite 881] verstärktes simplex; χῶρον, Land urbar machen, Her. 1, 126; γαῖαν, von Herakles, der die Erde von Ungeheuern reinigte, Eur. Herc. Fur. 20, kultiviren, Plut. u. a. Sp.; καὶ πραΰνειν τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Pol. 4, 21, 4; καὶ τιθασσεύω Plut. Fab. 20; τινὰ διὰ παιδείας Num. 3.

French (Bailly abrégé)

ἐξημερῶ :
I. adoucir par la culture :
1 défricher, cultiver (une terre);
2 transformer des plantes sauvages en plantes cultivées, domestiquer;
3 en parl. de pers. cultiver, civiliser;
II. délivrer (un pays) de maux.
Étymologie: ἐξ, ἡμερόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξημερόω:
1 делать удобным для обработки, распахивать, очищать от сорняков, расчищать (χῶρον ἀκανθώδη Her.);
2 делать культурным, облагораживать, совершенствовать (δένδρον, Ἀσίαν, τινα διὰ φιλοσοφίας Plut.): ἐ. κοτίνους εἰς ἐλαίας Plut. превращать дикую маслину в садовую;
3 смягчать (τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Polyb.);
4 очищать от диких зверей, делать пригодным для жилья (γαῖαν, χώραν Eur. - ср. 1);
5 укрощать, усмирять (θάλασσαν ἀγρίαν Eur.);
6 умиротворять (τὴν νῆσον ἐξηγριωμένην ὑπὸ κακῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξημερόω: μεταβάλλω τι ἐξ ἀγρίας καταστάσεως εἰς ἥμερον, καθαρίζω, ἦν χῶρός τις ἀκανθώδης... τοῦτόν σφι... προεῖπε ἐξημεροῦν ἐν ἡμέρῃ Ἡρόδ. 1. 126· ἐξημερῶσαι γαῖαν, ἀπαλλάξαι αὐτὴν ἐκ τῶν ἀγρίων θηρίων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 20, 852· ἐπὶ ἀγρίων φυτῶν, κάμνω αὐτὰ ἥμερα, οὐ δύναται πᾶν ἐξημερῶσαι δένδρον ὁ γεωργὸς Πλούτ. 2. 86F· ἥπερ οἱ γεωργοῦντες ἐρινεοῖς καὶ ἀχράσι καὶ κοτίνοις προσφέρονται, τὰ μὲν εἰς ἐλαίας, τὰ δ’ εἰς ἀπίους, τὰ δ’ εἰς συκᾶς ἐξημεροῦντες καὶ τιθασεύοντες Πλουτ. Φάβ. 20· μεταφ., ἀφαιρῶ τὸ ἄγριον ἔκ τινος, καθιστῶ αὐτὸ ἥμερον, τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον ἐξημεροῦν καὶ πραΰνειν Πολύβ. 4. 21, 4· αὑτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας Πλουτ. Νουμ. 3· τὴν νῆσον ἐξηγριωμένην ὑπὸ κακῶν... ἐξημέρωσε ὁ αὐτὸς Τιμολ. 35.

Greek Monotonic

ἐξημερόω: μέλ. -ώσω, δαμάζω ή εξημερώνω, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω, εξανθρωπίζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to tame or reclaim quite, Hdt., Eur.:—metaph. to soften, humanise, Plut.