ἐπείγω

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπείγω Medium diacritics: ἐπείγω Low diacritics: επείγω Capitals: ΕΠΕΙΓΩ
Transliteration A: epeígō Transliteration B: epeigō Transliteration C: epeigo Beta Code: e)pei/gw

English (LSJ)

Il.12.452, etc., Aeol. ἐποίγω Hdn.Gr.2.436: impf.
A ἤπειγον Pi.O.8.47, S.Ph.499, Ep. ἔπειγον Od.12.205: aor. ἤπειξα Hp.Ep. 17, Plu.Pomp.21, etc.:—Med. and Pass., Hom. (v. infr.), etc.: fut. Med. ἐπείξομαι A.Pr.52: aor. ἠπείχθην Th.1.80, Pl.Lg.887c: pf. ἤπειγμαι J.BJ1.8.7, Aristid.Or.17(15).9, Gal.6.177: the compd. κατεπείγω is more freq. in Att. Prose:—press by weight, ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει the weight presses lightly on him, Il.12.452:—Pass., to be weighed down, ἐπείγετο γὰρ βελέεσσι 5.622; θάμνοι.. ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ overpowered, 11.157, cf. 21.362.
2 press hard (in pursuit), ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει 6.85, Od.19.73: c.acc., δύω κύνε.. κεμάδ' ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον Il.10.361:—in a current phrase, οὐδεὶς ἡμᾶς τὸ λεγόμενον ἐπείγων διώκει Pl.Lg.887b.
II drive on, urge forward, ἐρετμὰ.. χερσὶν ἔπειγον Od.12.205; freq. of a fair wind, ἔπειγε γὰρ οὖρος 12.167; ὁππότ' ἐπείγῃ ἲς ἀνέμου Il.15.382; καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ' ἐπείγει κατὰ πρύμναν S.Ph.1451 (anap.).
III generally, urge on, hasten, ἐπείγετε δ' ὦνον Od.15.445; τὸν οἴκαδ' ἤπειγον στόλον urged the homeward course, S.Ph.499; ἐ. τινά Id.OC1540:—Pass., of a ship, ἐπείγετο χέρσ' ἐπετάων Od. 13.115; Διὸς οὔρῳ 15.297, cf. E.IT1393, Th.3.49; of persons, θορύβοις ἠπειγμένος J.l.c.
2 Med., urge on for oneself, μίμνετ' ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον Od.2.97; so τὴν παρασκευήν, τὸν πλοῦν ἐπείγεσθαι, Th.3.2,4.5, al.: abs., ἐπειγομένων ἀνέμων by the force of winds, Il.5.501; ὀπὸς γάλα.. ἐπειγόμενος συνέπηξεν the fig-juice by its power curdles the milk, ib.902.
3 Pass., hurry oneself, haste to do, c. inf., μή τις.. ἐπειγέσθω οἶκόνδε νέεσθαι Il.2.354, cf. Hes.Sc.21, Hdt.8.68. γ, Th.8.46, etc.: abs., make haste, ἐπειγέσθω δὲ καὶ αὐτός Il.6.363; ὧραι ἐπειγόμεναι Pi.N.4.34; ἐπειχθῆναι πᾶν πρῆγμα τίκτει σφάλματα Hdt.7.10.ζ; δρόμῳ ἐπείγεσθαι Id.6.112; νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται A.Ch.660; δεῦρ' ἐπείγονται E. Ion 1258; ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν ἐ. Ar.Ach.1070; οὐ τῶν ἐπειγομένων ἀλλὰ τῶν εὖ βουλευομένων Antipho 5.94, cf. Th.8.82; ἐπείγεσθαι ἐπὶ.. Hdt.4.135; ἐς πύλας, πρὸς τὴν γέφυραν, E.Ph.1171, Th.6.101; ἠπείγετο οἴκαδε Pl.Tht.142c, etc.: in Hom. mostly in part., like an Adv. with Verbs, ἐπειγομένη ἀφικάνει in eager haste she comes, Il. 6.388; ψυχὴ.. ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.519; τάμνον ἐπειγόμενοι 23.119, etc.; so in Att., εἴσω ᾔει ἐπειγόμενος Pl.Prt. 310b.
b Pass., also, to be eager for a thing, especially in part.: c. inf., πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε.. δῦναι ἐπειγόμενος eager for its setting, Od.13.30, cf. A. Pr.52: c. gen., ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο longing for the journey, Od.1.309, etc.; ἐ. περ Ἄρηος eager for the fray, Il.19.142; ἐ. περὶ νίκης 23.437, 496.
IV intr., = Pass., hasten to a place, Pi.O.8.47, S.El. 1435, E.Or.799, Ar.Pax943, etc.
2 to be pressing, urgent, ἐν ταῖς ἐπειγούσαις χρείαις Ph.Bel.56.47; τὰ ἐπείγοντα = pressing matters, Plu. Sert.3, Aristid.1.119 J., cf.BGU1141.4 (i B.C.), etc.; χρείαν τινὰ ἐπείγειν λέγων App.Mith.79; τῆς ὥρας ἐπειγούσης since time was pressing, Plu.2.108f; τῶν ἀρχαιρεσίων ἐπειγόντων Id.Marc.24.
3 impers., οὐκ ἐπείγει διαριθμεῖν there's no pressing need to count, Longin.43.6: part. abs., ἐπεῖξαν the need being urgent, Aristid.Or.36(48).10.

German (Pape)

[Seite 909] nach Buttm. Lexil. I p. 275 kein Compositum, u. so auch im augm. behandelt, welches bei Hom. stets fehlt; drängen, drücken; ὀλίγον μιν ἄχθος ἐπείγει, eine geringe Last drückt ihn, Il. 12, 452; ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν Soph. O. C. 1537; πόνος ἄλλος ἔπειγεν, eine andere Mühe, Sorge drängte, Od. 11, 54; so öfter ohne Casus, ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει, die Noth drängt, Il. 6, 86 Od. 19, 73; γῆρας Il. 23, 623. Auch κεμάδ' ἠὲ λαγωόν, verfolgen, Il. 10, 361, wie pass. βελέεσσιν ἐπείγετο, er wurde von Geschossen verfolgt; οὐδεὶς γὰρ ἡμᾶς ἐπείγων διώκει, bedrängend, Plat. Legg. X, 887 d. Bei Sp. ἐπείγει oft geradezu = es ist nothwendig, Longin. 43, 6; τὰ ἐπείγοντα, das Nothwendige, Sext. Emp. adv. mus. 6; Plut. Sert. 3; τῆς ὥρας ἐπειγούσης, da die Zeit drängte, Consol. ad Apoll. p. 335, wie τῶν ἀρχαιρεσιῶν Marc. 24. – Vom Winde, οὖρος, ἲς ἀνέμου, der das Schiff forttreibt, Od. 12, 167 Il. 15, 382; οὐκέτ' ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον, sie setzten die Ruder nicht mehr in Bewegung, Od. 12, 205. – Dah. übh. betreiben, beschleunigen, ὦνον Od. 15, 445; τὸν οἴκαδ' ἤπειγον στόλον Soph. Phil. 497; τὴν ὁδοιπορίαν Hdn. 4, 1, 4; im med., γάμον ἐπείγεσθαι, die Heirath für sich betreiben, Od. 1, 97. 19, 142. – Im pass. sich antreiben, eilen, absol. u. c. inf., Il. 2, 354; ὄρνυθι τοῦτον· ἐπειγέσθω δὲ καὶ αὐτός 6, 363; Od. 5, 409; oft im partic. ἐπειγόμενος, eilig, schnell, z. B. ἄνεμοι Il. 5, 501; adverb., ψυχὴ – ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14, 519; δρῦς τάμον ἐπειγόμενοι, sie fällten sie eilig, 23, 119, vgl. 5, 902. Aber πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε δῦναι ἐπειγόμενος, sich sehnend, daß sie untergehe, Od. 13, 30, wie ἐπείγετο ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι, er wünschte zu vollenden, Hes. Se. 21; häufiger ὁδοῖο ἐπειγόμενος, sich nach der Fahrt sehnend, Od. 1, 309. 315. 13, 284; Ἄρηος ἐπειγόμενος, nach dem Kampfe sich sehnend, Il. 19, 142; eigtl. überall = sich beeilend in Beziehung auf Etwas, wie Il. 23, 437. 496 ἐπειγόμενος περὶ νίκης zeigt. – So auch Folgde, ὧραι ἐπειγόμεναι Pind. N. 3, 34, vgl. P. 9, 69; νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται Aesch. Ch. 649; οὔκουν ἐπείξῃ δεσμὰ τῷδε περιβαλεῖν; Prom. 52; χωρεῖτ', ἐπειγώμεσθα Eur. Or. 1258; δεῦρ' ἐπείγονται ξιφήρεις Ion 1258; Ar. Eccl 43. Prosa, absol. u. mit inf., Thuc. 2, 81. 4, 4 u. öfter; τὴν παρασκευὴν ἐπειγόμενοι, τὸν πλοῦν, beschleunigend, 3, 2. 8, 9; οἱ ἐπειγόμενοι, die Eilenden, im Gegensatz von εὖ βουλευόμενοι, Antiph. 5, 94; οὕτω σφόδρ' ἠπείχθησαν Isocr. 4, 87; ἐπειχθῆναι, im Gegensatz von ἐπισχεῖν, ibd. 175; ἠπείγετο τιμωρήσασθαι Aesch. 1, 145; ἠπείγετο οἴκαδε Plat. Theaet. 112 c; ὡς τοῦτο οὐδὲ ἐπεικτέον Legg. III, 787 e; mit dem partic., ἢν μὴ ἐπειχθῇς ναυμαχίην ποιεύμενος Her. 8, 68. – Das act. in intrans. Bdtg steht Pind. Ol. 8, 47: Ξάνθον ἤπειγεν, nach dem Xanthus, wie Soph. El. 1429 ᾗ νοεῖς ἔπειγε νῦν, eile dahin; vgl. Eur. Or. 288; Ar. Th. 473; ἐς λόχον Orph. Arg. 1029. S. κατεπείγω.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤπειγον, f. ἐπείξω, ao. ἤπειξα, Pass. ao. ἠπείχθην;
I. tr. 1 presser de son poids, acc.;
2 presser, pourchasser ; τὰ ἐπείγοντα PLUT les affaires urgentes;
3 pousser vivement, secouer, ballotter;
II. intr. se hâter, se presser : ψυχὴ ἔσσυτ' ἐπειγομένη IL son âme s'élança avec impétuosité (à travers sa blessure), càd il mourut ; ἐπείγεσθαι ὁδοῖο OD, Ἄρηος IL s'élancer vers la route, vers Arès (càd au combat) ; ἐπειγόμενος περὶ νίκης IL ardent pour la victoire ; avec un inf., s'empresser de, se hâter de;
III. tr. 1 presser, hâter : γάμον OD son mariage ; παρασκευήν, πλοῦν THC des préparatifs, une traversée ; abs. ἐπειγομένων ἀνέμων IL avec l'aide des vents qui chassent (la poussière du blé qu'on vanne);
2 presser, contraindre ; condenser : γάλα IL faire cailler du lait.
Étymologie: ἐπί, *εἴγω pousser vivement, apparenté à αἰγίς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπείγω:
1 давить (своей тяжестью), жать (ὀλίγον μιν ἄχθος ἐπείγει Hom.);
2 перен. тяготить, угнетать (χαλεπὸν γῆρας ἐπείγει Hom.);
3 перен. подавлять, поражать: θάμνοι ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ Hom. кусты, пожираемые бушующим огнем; ἐπείγετο βελέεσσιν Hom. (Эант) был осыпаем стрелами;
4 теснить, преследовать, гнать (λαγωόν Hom.): οὐδεὶς ἡμᾶς ἐπείγων διώκει Plat. никто за нами не гонится; ἀναγκαίη ἐπείγει Hom. (так) необходимость заставляет, т. е. таково веление судьбы; τὰ ἐπείγοντα Plut., Sext. насущные вопросы, неотложные дела;
5 приводить в движение, двигать (ἐρετμὰ χερσίν Hom.): ἔπειγε οὖρος ἀπήμων Hom. дул попутный ветер; κλύδωνι ἐπείγεσθαι Eur. быть подхваченным волнами (течением); med. взбалтывать, взбивать (γάλα λευκόν Hom.);
6 погонять, торопить, ускорять (ὦνον ὁδαίων, med. γάμον Hom.; τὸν οἴκαδε στόλον Soph.; med. παρασκευήν Thuc.): τῆς ὥρας ἐπειγούσης Plut. так как настала пора;
7 преимущ. med. pass. торопиться, устремляться, спешить (ἐπί τινα и τι Her., Plut., εἴς и πρός τινα и τι Eur., Plut.; οἴκαδε Plat.): ᾗ νοεῖς ἔπειγε Soph. поспеши (туда), куда собираешься; ἐπείγεσθαι Ἄρηος Hom. рваться в бой; ἐπειγόμενος περὶ νίκης Hom. рвущийся к победе; ψυχὴ ἔσσυτ᾽ ἐπειγομένη Hom. душа стремительно вырвалась (из тела).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείγω: Ὅμ., κλ., Αἰολ. ἐποίγω, «οἱ γὰρ Αἰολεῖς τὴν ει δίφθογγον εἰς οι τρέπουσι», Ἀνέκδ. Κραμήρου τόμ. 1, σ. 29, 1: παρατ. ἤπειγον Πινδ. Ο. 8. 62, Σοφ., Ἐπικ. ἔπειγον Ὅμ.· ἀόρ. ἤπειξα Ἱππ. Ἐπιστ. 1276. 27, Πλούτ., κλ.: ― Μέσ. καὶ Παθ., Ὅμ., κλ. (ἴδε κατωτ.): μέσ. μέλλ. ἐπείξομαι Αἰσχύλ. Πρ. 52: ἀόρ. ἠπείχθην Θουκ. 1. 80, Πλάτ. Νόμοι 887· πρκμ. ἤπειγμαι Ἀριστείδ. 404, Γαλην. ― Τὸ σύνθ. κατεπείγω εἶναι συχνότερον ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ. Πιέζω διὰ τοῦ βάρους μου, βαρῶ, ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει Ἰλ. Μ. 452. Παθ., καταπονοῦμαι, ἐπείγετο γὰρ βελέεσσιν Ἰλ. Ε. 622· οἱ δέ τε θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ, «καὶ oἱ θάμνοι σὺν αὐταῖς ῥίζαις καταπίπτουσι, βιαζόμενοι τῇ τοῦ πυρὸς ὁρμῇ» (Θ. Γαζῆς), Λ. 157, πρβλ. Φ. 362. 2) πιέζω, στενοχωρῶ, ἐπείγω (διώκων), ἐπισπεύδω, Λατ. instare, urgere, ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει Ἰλ. Ζ. 85, Ὀδ. Τ. 73· καὶ μετ’ αἰτ., δύω κύνε... κεμάδ’ ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον Ἰλ Κ. 361· οὐδεὶς ἡμᾶς ἐπείγων διώκει Πλάτ. Νόμοι 887Β. ΙΙ. ἐπισπεύδω τι, κάμνω αὐτὸ νὰ προχωρῇ, ἔσχετο δ’ αὐτοῦ νηῦς, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμά... χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205· συχνάκις ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων Μ. 167· ὁππότ’ ἐπείγῃ ἲς ἀνέμου Ἰλ. Ο. 382· καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ’ ἐπείγει κατὰ πρύμναν Σοφ. Φιλ. 1451. ΙΙΙ. καθόλου, ἐπιταχύνω, ἐπισπεύδω τι, Λατ. properare, ἐπείγετε δ’ ὦνον ὁδαίων, «ἐπισπεύδετε δὲ τὴν τῶν ἐφοδίων ἐξώνησιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 445· τὸν οἴκαδ’ ἤπειγον στόλον, ἐπέσπευδον τὴν εἰς τὴν πατρίδα ἐπάνοδον, Σοφ. Φιλ. 499· ἐπείγει γάρ με τοὔκ θεοῦ παρὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1540 - Παθ., ἐπὶ πλοίου, τοῖον γὰρ ἐπείγετο χέρσ’ ἐρετάων Ὀδ. Ν. 115· ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ Ο. 297, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1393, Θουκ. 3. 49. 2) Μέσ., ἐπισπεύδω τι δι’ ἐμαυτόν, μίμνετ’ ἐπειγομένοι τὸν ἐμὸν γάμον, περιμένετε καίπερ ἐπειγόμενοι, κτλ., Ὀδ. Β. 97, Τ. 142· οὕτω, τὴν παρασκευήν, τὸν πλοῦν ἐπείγεσθαι Θουκ. 3. 2., 4. 5 κ. ἀλλ.· καὶ ἀπολ., ἐπειγομένων ἀνέμων, «ἀντὶ τοῦ ἐπειγόντων, καὶ συνεχῶς καὶ μετὰ βίας πνεόντων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 501· ὡς δ’ ὅτ’ ὀπὸς γάλα λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν, ὡς δ’ ὅτε ὁ ὀπὸς τῆς συκῆς διὰ τῆς δυνάμεώς του ἔκαμε τὸ γάλα νὰ πήξῃ, αὐτόθι 902. 3) ἐπείγομαι, σπουδάζω, σπεύδω, μή τις πρὶν ἐπειγέσθω οἶκόν δε νέεσθαι, πρίν τινα, κτλ., Ἰλ. Β. 354, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 21, Ἡρόδ. 8. 68, Θουκ. 8. 46, κτλ.: ― ἀπολύτως, ἐπειγέσθω δὲ καὶ αὐτὸς Ἰλ. Ζ. 363· ὧραι ἐπειγόμεναι Πινδ. Ν. 4. 55· καὶ συχν. παρ’ Ἡρόδ. και Ἀττ., παθ. ἐπειχθῆναι Ἡρόδ. 7.10· μέσ., δρόμῳ ἐπειγομένους ὁ αὐτὸς 6.112· νυκτὸς ἅρμ’ ἐπάγεται Αἰσχυλ. Χο. 660· δεῦρ’ ἐπείγονται Εὐρ. Ἴων 1258· ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελλεῖν ἐπ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1070· οὐ τῶν ἐπειγομένων, ἀλλὰ τῶν εὖ βουλευομένων Ἀντιφῶν 141. 36, πρβλ. Θουκ. 8. 82· ἐπείγεσθαι ἐπί... Ἡρόδ. 4.135· εἰς ἢ πρός... Εὐρ. Φοίν. 1171, Θουκ. 6. 101· ἠπείγετο οἴκαδε Πλάτ. Θεαίτ. 142C, κτλ.: ― παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. καὶ Ἐπίρρ. μετὰ ῥημάτων, ἡ μὲν δὴ πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει, σπεύδουσα ἀφικνεῖται πρὸς τὸ τεῖχος, Ἰλ. Ζ. 388· ψυχὴ δὲ κατ’ οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ’ ἐπειγομένη, «ἡ ψυχὴ δὲ κατὰ τὴν ἐκ τῆς τρώσεως πληγὴν ὥρμησε σπεύδουσα» (Θ. Γαζῆς), Ξ. 519· δρῦς... τέμνον ἐπειγόμενοι Ψ. 119, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ᾔει ἐπειγόμενος Πλάτ. Πρωτ. 310Β. β) ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ, μετ’ ἀπαρ., πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε... δῦναι ἐπειγόμενος, ἐπιθυμῶν ἀνυπομόνως τὴν δύσιν αὐτοῦ, Ὀδ. Ν. 30, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 52· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἐπειγόμενός περ ὀδοῖο Ὀδ. Α. 309, κτλ.· Ἄρηος ἐπειγόμενος, ἀνυπομόνως ἐπιθυμῶν, περιμένων τὴν μάχην, Ἰλ. Τ. 142· ἐπειγόμενος περὶ νίκης Χ. 437, 496 IV. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ, ἤπειγεν, «τουτέστιν ἔσπευδεν» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 8. 62· ᾗ νοεῖς ἔπειγέ νυν Σοφ. Ἠλ. 1435, Εὐρ., Ἀριστοφ., κλ.· τῆς ὥρας ἐπειγούσης Πλούτ. 2. 108F, κτλ. 2) ἀπροσ., οὐδὲν ἐπείγει, δὲν ὑπάρχει βία, Λογγῖνος (Troup.) 43. β. 3) τὰ ἐπείγοντα, τὰ κατεπείγοντα πράγματα, Πλουτ. Σερτώρ. 3.

English (Autenrieth)

ipf. ἔπειγον, pass. ἐπείγετο: I. act. and pass., press hard, oppress, impel, urge on; of weight, ὀλίγον δέ μιν ἄχθος ἐπείγει, Il. 12.452; old age, χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει, Il. 23.623; wind driving a ship before it, ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων, Od. 12.167; hurrying on a trade, Od. 15.445; pass. ἐπείγετο γὰρ βελέεσσιν, ‘hard pressed,’ Il. 5.622 ; λέβης ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ, i. e. made to boil in a hurry, Il. 21.362.—II. mid., press on, hasten; of winds driving fast, ἐπειγομένων ἀνέμων, Il. 5.501; μή τις ἐπειγέσθω οἶκόνδε νέεσθαι, Il. 2.354; esp. freq. the part., ‘hastily,’ Il. 5.902, Od. 11.339; and w. gen., ‘eager for,’ ‘desirous of,’ ὁδοῖο, Od. 1.309, etc.; with acc. and inf., Od. 13.30. The mid. is also sometimes trans. (subjectively), ‘hasten on for oneself,’ γάμον, Od. 2.97, τ 1, Od. 24.132.

English (Slater)

ἐπείγω
   1 hasten
   a act., c. part., λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων (O. 8.47)
   b med. “γίνωσκε δ' ἐπειγομένους” (P. 4.34) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις” (P. 9.67) τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι (N. 4.34)

Greek Monolingual

(AM ἐπείγω)
1. απρόσ. επείγει
είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει»)
2. μέσ. ἐπείγομαι
α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ' ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.)
β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)
νεοελλ.
(το ουδ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) επείγον, επείγουσα
χαρακτηρισμός τηλεγραφήματος, δέματος διαταγής, επιστολής κ.λπ., που δηλώνει ότι είναι ανάγκη να φθάσουν όσο γίνεται συντομότερα στον προορισμό τους
αρχ.
1. πιέζω, ταλαιπωρώ, καταβάλλω («ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει», Ομ. Ιλ.)
2. καταπονώ, στενοχωρώἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει», Ομ. Ιλ.)
3. ωθώ, εξαναγκάζω κάτι να κινηθεί («καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην», Σοφ.)
4. επισπεύδω, επιταχύνω («τὸν οἴκαδ' ἤπειγον στόλον» — επέσπευδαν την επιστροφή στην πατρίδα, Σοφ.)
5. (αμτβ.) σπεύδω σ' έναν τόπο («ἧ νοεῖς ἔπει γέ νυν», Σοφ.)
6. είμαι πρόθυμος για κάτι («πρὸς ἡέλιον κεφαλὴν τρέπε παμφανόωντα, δῡναι ἐπειγόμενος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Με βάση τον αιολ. τ. εποίγω, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό, μπορεί να συνδεθεί με το ρ. οίγνυμι «ανοίγω» (< Fο-(ε)ιγ-) και με το λεσβ. οείγην «κάνω κάποιον να υποχωρήσει».
ΣΥΝΘ. αρχ. εξεπείγω, κατεπείγω, προεπείγω, προκατεπείγω, συγκατεπείγω, συνεπείγω, υπερεπείγω].

Greek Monotonic

ἐπείγω: παρατ. ἤπειγον, Επικ. ἔπειγον, αόρ. αʹ ἤπειξα — Μέσ. και Παθ., μέλ. ἐπείξομαι, αόρ. αʹ ἠπείχθην, παρακ. ἤπειγμαι·
I. 1. πιέζω, βαραίνω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πιέζω σε καταδίωξη, βιάζω κάποιον, επισπεύδω, απόλ. και με αιτ., σε Όμηρ.
II. 1. επισπεύδω, κάνω κάτι να προχωρά, ἐρετμὰ χερσὶν ἔπειγον, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ούριο άνεμο, στο ίδ., Σοφ.
2. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. — Παθ., λέγεται για πλοίο, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., επισπεύδω κάτι δικό μου, τὸν ἐμὸν γάμον, σε Όμηρ. Οδ.· τὴν παρασκευήν, σε Θουκ.· απόλ., ἐπειγομένων ἀνέμων, με τη δύναμη της πνοής των ανέμων, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀπὸς γάλα ἐπειγόμενος συνέπηξεν, ο χυμός του σύκου μέσω της δύναμής του, έπηξε το γάλα, στο ίδ.
3. Παθ., επείγομαι, βιάζομαι, σπεύδω να κάνω, με απαρ., στο ίδ.· απόλ., επισπεύδω, βιάζω, επιταχύνω, επείγω, στο ίδ. κ.λπ.· μτχ. ἐπειγόμενος, με ανυπόμονη βιασύνη, ανυπόμονα, με ενθουσιασμό, πρόθυμα, στο ίδ.· με απαρ., δῦναι ἐπειγόμενος, επιθυμώντας ανυπόμονα τη δύση του, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο, ανυπομονώντας για το ταξίδι, στο ίδ.
III. αμτβ. στην Ενεργ. = Παθ., σπεύδω σε ένα μέρος, σε Σοφ., Ευρ.· τὰ ἐπείγοντα, κατεπείγοντα, αναγκαία, απαραίτητα πράγματα, σε Πλούτ.

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: press, urge; hurry (Il.);
Other forms: Impf. ἔπειγον (Od.), ἤπειγον (Pi., S.); the non-present forms are a minority: aor. ἤπειξα (Hp. Ep. 17), pass. ἠπείχθην (Th., Pl.), fut. ἐπείξομαι (A.), perf. med. ἤπειγμαι (J.). - Hdn. Gr. 2, 436 notes as Aeol. ἐποίγω.
Compounds: Also with prefix, notably κατ-επείγω (Att.).
Derivatives: ἔπειξις pressure, hurry (J., Plu.) with ἐπείξιμος urgent (POxy. 531, 9, IIp; epicism?, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 102); ἐπείκτης who urges, urgent with ἐπεικτικός urgent (EM, Sch.); ἐπειγωλή hurry (EM); Ἐπειγεύς PN (Π 571; vgl. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 99).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Acc. to Brugmann IF 29, 238ff. to οἴγνυμι open (from *Ϝο-(ε)ιγ-?, Lesb. ὀείγην).

Middle Liddell

Mid. and Pass., fut. ἐπείξομαι
I. to press down, weigh down, Il.
2. to press in pursuit, to press hard, press upon, absol. and c. acc., Hom.
II. to drive on, urge forward, ἐρετμὰ χερσὶν ἔπειγον Od.; of a fair wind, Od., Soph.
2. to urge on, hurry on a thing, Od., Soph.: —Pass., of a ship, Il.:—Mid. to urge on for oneself, τὸν ἐμὸν γάμον Od.; τὴν παρασκευήν Thuc.:—absol., ἐπειγομένων ἀνέμων by the force of winds, Il.; ὀπὸς γάλα ἐπειγόμενος συνέπηξεν the fig-juice by its force curdled the milk, Il.
3. Pass. to hurry oneself, haste to do, c. inf., Il.:—absol. to hasten, hurry, speed, make haste, Il., etc.: part., ἐπειγόμενος in eager haste, eagerly, Il.; c. inf., δῦναι ἐπειγόμενος eager for its setting, Od.; c. gen., ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο longing for the journey, Od.
III. intr. in Act., = Pass. to hasten to a place, Soph., Eur.:— τὰ ἐπείγοντα necessary matters, Plut.

Frisk Etymology German

ἐπείγω: -ομαι
{epeígō}
Forms: Impf. ἔπειγον (Od.), ἤπειγον (Pi., S.); die außerpräsentischen Formen treten gegenüber dem Präsens zurück: Aor. ἤπειξα (Hp. Ep. 17 u. a.), Pass. ἠπείχθην (Th., Pl.), Fut. ἐπείξομαι (A.), Perf. Med. ἤπειγμαι (J. u. a.). — Hdn. Gr. 2, 436 notiert als äol. ἐποίγω.
Grammar: v.
Meaning: ‘drücken, drängen, antreiben; sich drängen, eilen’ (seit Il.);
Composita: Auch mit Präfix, namentlich κατεπείγω (vorw. att.).
Derivative: Wenige Ableitungen: ἔπειξις Dringlichkeit, Eile (J., Plu., Luk. u. a.) mit ἐπείξιμος dringlich (POxy. 531, 9, IIp; Epismus?, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 102); ἐπείκτης Andringer, andringend mit ἐπεικτικός dringend (EM, Sch. u. a.); ἐπειγωλή Eile (EM); Ἐπειγεύς PN (Π 571; vgl. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 99).
Etymology: Ohne überzeugende Erklärung. Nach Brugmann IF 29, 238ff. zu οἴγνυμι öffnen (aus *ϝο-(ε)ιγ-, lesb. ὀείγην), eig. weichen machen. Ältere Versuche werden bei Bq abgelehnt.
Page 1,533

Mantoulidis Etymological

(=ἐπισπεύδω). Σύνθετο ἀπό τό ἐπί + ρίζα ἐγ+πρόσφυμα j+ω → ἐπ-εγ-j-ω → ἐπείγω.
Παράγωγα: ἐπεικτέος, ἐπεικτέον, ἐπείκτης, ἐπεικτικός, ἔπειξις (=βιασύνη), ἠπειγμένως (=βιαστικά).

Lexicon Thucydideum

festinare, properare, to hasten, hurry, 1.80.3, 1.82.5, 1.85.1. 1.93.2, 2.81.7. 3.3.3. 3.49.4. 4.3.1, [nonnulli codd. several manuscripts ὑπήγοντο] 4.4.3, 4.105.1. 5.9.7. 5.64.4. 6.32.2, 6.101.4, 7.42.4. 7.70.3, 7.84.2, 8.7.1. 8.46.1. 8.82.2. 8.100.1. 8.104.4,
c. acc. with accusative maturare, to hasten, accelerate, 3.2.3, 4.5.2, 6.100.1, 8.9.1.