ἡμερόω

English (LSJ)

(ἥμερος)
A tame, make tame,
1 prop. of wild beasts, Arist.HA488a29 (Pass.), Gp.16.21.2; but simply, to be pacified, Pl. R.493b (Pass.); δώροις Id.Lg.906d.
2 of plants and trees, reclaim, cultivate, ἡ. ἐξ ἀγρίων Hp.Aër.12, cf. Thphr. CP 2.14.1, 5.15.6; also of land, Crates Com.55.
3 of countries, clear them of robbers and wild beasts, as Hercules and Theseus did, ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις Pi.I.4(3).57; χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην A.Eu.14; or to cultivate them, Thphr. CP 5.15.6,al.
4 of men also, civilize, humanize, λόγῳ Pl.R. 554d; ἁρμονίᾳ τε καὶ ῥυθμῷ ib.442a; δίκη πάντα ἡμέρωκεν τὰ ἀνθρώπινα Id.Lg.937e; τὸ θυμούμενον Eus.Mynd.1:—Pass., ὑπὸ παιδείας Pl.Lg.935a.
b tame by conquest, subdue, ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Hdt.7.5:—Med., πᾶν ἔθνος ἡμερούμενος βασιλέϊ Id.5.2, cf. 4.118:—Pass., πόθεν σου ὁ ὀφθαλμὸς ἡμέρωται; = whence that crest-fallen look? Mim.Oxy.413.153.

German (Pape)

[Seite 1166] zahm machen, zähmen; von Tieren; ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει τὸ θρέμμα Plat. Rep. VI, 493 b; von Pflanzen und Bäumen, sie anbauen, sie durch Pflege, Pfropfen u. dgl. veredeln; auch τὴν γῆν, das Land bebauen, Theophr. – Übertr., ein Land von wilden Tieren od. Räubern reinigen, daß es bewohnbar ist, χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Aesch. Eum. 14; von Menschen, entwildern, unterwürfig machen, οὐ πείθων οὐδ' ἡμερῶν λόγῳ Plat. Rep. VIII, 554 d, δίκη πάντα ἡμέρωκε τὰ ἀνθρώπινα Legg. XI, 937 d; pass., τὸ θηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται Rep. IX, 591 b; ἡμερούμενοι τοῖς δώροις Legg. X, 906 d. – Med., Einen sich unterwerfen, τοὺς ἐμποδὼν γινομένους Her. 4, 118; auch ἔθνος τινί, 5, 2; vgl. Paus. 9, 32, 7.

French (Bailly abrégé)

ἡμερῶ :
adoucir une nature sauvage :
1 apprivoiser;
2 purger de bêtes sauvages, de brigands, rendre habitable;
3 civiliser, adoucir, conquérir par la douceur, subjuguer;
Moy. ἡμερόομαι, ἡμεροῦμαι se concilier, subjuguer, acc..
Étymologie: ἥμερος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερόω:
1 делать ручным, приручать, укрощать (θρέμματα φωναῖς Plat.);
2 приводить в порядок, делать благоустроенным (πορθμόν Pind.; χθόνα ἀνήμερον Aesch.);
3 смягчать, облагораживать (πάντα τὰ ἀνθρώπινα Plat.; τοῖς ἀνθρωπίνοις παραδείγμασί τινα Plut.);
4 делать культурным (τὰ φυτά Arst.);
5 тж. med. смирять, покорять, подчинять (πᾶν ἔθνος τινί Her.; τὴν Κελτικήν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόω: μέλλ. -ώσω. (ἥμερος) ἐξημερώνω, ποιῶ ἥμερον, 1) κυρίως ἐπί ἀγρίων θηρίων, Πλάτ. Πολιτ. 493Β, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 28. 2) ἐπί φυτῶν, καλλιεργῶ, περιποιοῦμαι, Ἱππ. Ἀέρ. 288, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 14, 1: 3) ἐπί χωρῶν, καθαρίζω ἀπαλλάτων ἀπό λῃστῶν καί ἀγρίων θηρίων, ὡς ἔπραξαν ὁ Ἡρακλῆς καί ὁ Θησεύς, ναυτιλίαισι πορθμόν ἁμερώσας Πίνδ. Ι. 4. 98 (3. 75)· χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 14· ἤ, καλλιεργῶ, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 15, 6, κ. άλλ.· ἐπί ἀνθρώπων, ἐκπολιτίζω, μεταδίδω τὸν πολιτισμόν, Πλάτ. Νόμ. 937D, κλ. 4) ἐπί ἀνθρώπων ὡσαύτως, πραΰνω, ἀντίθ. τῷ ἀγριαίνω, λόγῳ Πλάτ. Πολ. 554D· ἁρμονίᾳ τε καί ῥυθμῷ αὐτόθι 442 Α· καί εν τῷ παθ., αὐτόθι 493Β· δώροις ἡμεροῦσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. 906D· ὑπό παιδείας αὐτόθι 935 Α. β) ὡσαύτως, ἐξημερώνω διὰ κατακτήσεως, ὑποτάσσω, ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Ἡρόδ. 7. 5· καί οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πᾶν ἔθνος ἡμερούμενον βασιλέϊ 5. 2, πρβλ. 4. 118.

English (Slater)

ἡμερόω (ἁμερ- codd., v. Forssman, 41ff.) pacify πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: καθάρας ἀπὸ λῃστῶν καὶ θηρίων. Σ.) (I. 4.57), cf. Wil. on Eur., Her. 20.

Greek Monotonic

ἡμερόω: μέλ. -ώσω (ἥμερος),
1. εξημερώνω, τιθασεύω, για άγρια θηρία, σε Πλάτ.
2. λέγεται επίσης για χώρες, τις καθαρίζω (τις καθιστώ ασφαλείς) από τους ληστές και τα άγρια ζώα, όπως έκαναν ο Ηρακλής και ο Θησέας, σε Πίνδ., Αισχύλ.· επίσης, εξημερώνω μέσω κατάκτησης, υποτάσσω, σε Ηρόδ.
3. χρησιμοποιείται και για ανθρώπους, εξευγενίζω, εκπολιτίζω, εξευμενίζω, μεταδίδω πολιτισμό, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἡμερόω, fut. -ώσω ἥμερος
1. to tame, make tame, of wild beasts, Plat.
2. of countries, to clear them of robbers and wild beasts, as Hercules and Theseus did, Pind., Aesch.:—also, to tame by conquest, subdue, Hdt.
3. of men also, to soften, civilise, Plat.