ἡσσάομαι

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσσάομαι Medium diacritics: ἡσσάομαι Low diacritics: ησσάομαι Capitals: ΗΣΣΑΟΜΑΙ
Transliteration A: hēssáomai Transliteration B: hēssaomai Transliteration C: issaomai Beta Code: h(ssa/omai

English (LSJ)

Att. ἡττάομαι, S.Fr.936, Th.3.57: A fut. ἡσσηθήσομαι E.Hipp. 727, 976, ἡττ- Lys.20.32, X.Cyr.3.3.42: fut. Med. ἡττήσομαι in pass. sense, Lys.28.9, X.An.2.3.23: aor. ἡσσήθην E.Andr.917, etc.: pf. ἥσσημαι S.Aj.1242, E.Alc.697: plpf. ἥττητο D.19.160: Ion. ἑσσόομαι, part. ἑσσούμενος Hdt.1.82: impf. ἑσσοῦτο (without augm.) Id.7.166, 8.75: aor. ἑσσώθην Id.2.169, etc.: pf. ἕσσωμαι Id.8.130 (and v.l. in 7.9.β), Herod.8.19: (ἥσσων):—to be less than or be weaker than, be inferior to, c. gen. pers., E.Alc.697: c. gen. pers. et part., ἡττᾶσθαί τινος εὖ ποιοῦντος X.An.3.2.23, cf. Cyr.5.4.32; ἡττᾶσθαί τινός τινι ib.8.2.13; ἔν τινι in a thing, ib.3.3.42, etc.: c. gen. rei, τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης ἡσσώμενον E.Ion1117: c. neut. Adj. in acc., ὃ ἡττῷτο wherein he had proved inferior, X.Cyr.1.4.5.
2 as a real Pass., to be defeated, be discomfited, ὑπό τινος Hdt.3.106, And.4.28, Th.2.39; ὑπ' ἔρωτος, ὑπ' ἔχθρας, Pl.Phdr.233c, Plt.305c, etc.; πρὸς τἀφροδίσια Id.Lg.650a: c. gen. pers., E.Hec.1252, Ar.Av.70, Th.3.57, etc.: c. gen. rei, τοῦ κόπου γὰρ ἕσσωμαι Herod. l.c.: c. dat. modi, ἑσσωθῆναι μάχῃ ὑπό τινων Hdt.5.46, etc.; τοῖς ὅλοις D.9.64, etc.; also c. acc., μάχην Isoc.5.47, D.19.320; ἀγῶνα D.C.63.9: c. dat., τῷ θυμῷ to be broken in spirit, Hdt.8.130; ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου Id.9.122; ἡ. περί τι Pl.Sph.239b: abs., οἱ ἡσσώμενοι, opp. οἱ κρατοῦντες, A.Th. 516, cf. Hdt.7.9.β; τὴν γνώμην αὐτῶν οὐχ ἡσσῆσθαι Th.6.72.
3 as law-term, to be cast in a suit, S.Aj.1242, Ar.Pl.482, etc.; ἡττ. ἐν τοῖς δικαστηρίοις X.Mem.4.417; δίκην, παραγραφήν, Pl.Lg.880c, D.45.51.
4 give way, yield, c. gen. pers., οἱ φύσαντες ἡσσῶνται τέκνων S.Fr.936; εἰ παθών γε σοῦ τάδ' ἡσσηθήσομαι E.Hipp.976; give way, be a slave to passion and the like, νηδύος ἡσσημένος Id.Fr.282.5; τοῦ παρόντος δεινοῦ Th.4.37; τῶν φόβων Pl.Lg.635d; ἡδονῆς X.Ages.5.1; ὕπνου Id.Cyr.1.5.11; (χρημάτων) Lys.28.9; τῆς τούτων παρασκευῆς ib. 11; θνητοῦ κάλλους Isoc.10.60; πικροῦ ἔρωτος E.Hipp.727: c. gen. pers., to be in love with.., Plu.2.771f; of other things, ἡττ. τοῦ ὕδατος X.HG5.2.5; τοῦ δικαίου ib.5.4.31; τῆς ἀληθείας D.18.273; τὸ δίκαιον ἡττ. τοῦ φθόνου D.25.75.
5 c. dat., to be overcome by.., ἀκοῆς ἡδονῇ ἡσσώμενοι Th.3.38, cf. 7.25; ὕπνῳ Ael.NA13.22; τοῖς δικαίοις Plu. Cat.Mi.16.
II later in Act. ἡττάω, overcome, τινα Corn.ND9, Arr.Epict.2.22.6, al.: aor. 1 ἥττησα, τὰς ψυχὰς τῶν ὑπεναντίων Plb.1.75.3; ταῖς ψυχαῖς τοὺς ὑπεναντίους Id.3.18.5, cf. Heraclit.Incred.16; defeat, τοὺς Λακεδαιμονίους ἀπὸ κράτους ἡττηκότες D.S.15.87.

German (Pape)

[Seite 1177] att. ἡττάομαι, ion. ἑσσέομαι, fut. ἡσσηθήσομαι, aber auch ἡττήσομαι, Lys. 28, 9 Xen. An. 2, 3, 23; das act. ἡσσηκότες, ἡττήσαντες führt Suhd. an, Isae. 11, 21 ist jetzt geändert; sonst findet es sich nur bei Sp., in der Bedeutung besiegen, überwältigen, ἥττησε τὰς ψυχὰς τῶν ἐναντίων Pol. 1, 75, 3, vgl. 3, 18, 5; κατὰ κράτος ἥττησεν D. Sic. 20, 30; τοὺς Λακεδαιμονίους ἡττηκότες 15, 87; das pass. oder den. ἡσσάομαι heißt schwächer (ἥσσων) sein als ein Anderer, ihm nachstchen, gegen ihn den Kürzern ziehen, von ihm übertroffen, besiegt werden; absolut, Thuc. im Gegensatz von ἐπικρατεῖν, 1, 49, Aesch. πρὸς τῶν κρατούντων δ' ἐσμέν, οἱ δ' ἡσσημένων, Spt. 498; εἰ κοὐκ ἀρκέσει ποθ' ὗμιν οὐδ' ἡσσημένοις εἴκειν Soph. Ai. 1221; Eur. Phoen. 1264; μάχην, in der Schlacht, Isocr. 4, 145 u. öfter, wie Dem. μάχην ἥττηντο 19, 320; auch τὴν δίκην, im Prozess, d. i. den Prozess verlieren, Plat. Legg. IX, 880 c; öfter in der Gerichtssprache, Ar. Plut. 482; Oratt.; Sp., ἡττήθησαν τὴν μάχην Pol. 5, 105, 10; ähnl. τὴν γνώμην οὐχ ἡσσῆσθαι, den Muth nicht verloren haben, Thuc. 6, 72; aber auch τῷ θυμῷ, γνώμῃ, Her. 8, 130. 9, 122; τῇ μάχῃ, 5, 46; τοῖς δικαίοις, im Prozess, Plut. Cat. min. 16. Gegensatz νικάω Plat. Legg. XII, 955 b, κατορθοῦν Isocr. 4, 124. – Als eigtl. pass., ὑπό τινος, ἑσσοῦσθαι ὑπὸ Περσέων Her. 3, 106. 4, 197; Thuc. 2, 39; ὑπ' ἔρωτος ἡττώμενος Plat. Phaedr. 233 c; ὑπ' ἔχθρας Polit. 305 c; auch πρός τινος, Her. 9, 122. Seltener c. dat., Eur. Andr. 918; ὕπνῳ Ael. H. A. 13, 22. – Häufiger aber τινός, dem darin liegenden Compar. entsprechend, γυναικὸς ἡσσημένος Eur. Alc. 700; τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης ἡσσώμενον Ion 1117; τοῦ δεινοῦ, unterliegen, Thuc. 4, 37; Xen. Cyr. 1, 5, 11; τῶν φόβων Plat. Legg. I, 635 d; Sp., ἥττητο Λαγίδος Ath. III, 592 c. – Adj. verb., κοὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα, man darf sich nicht von einem Weibe überwinden lassen, ihm nicht nachgeben, Soph. Ant. 674; vgl. Ar. Lys. 450.

Russian (Dvoretsky)

ἡσσάομαι: атт. ἡττάομαι, ион. ἑσσόομαι pass. (fut. ἡσσηθήσομαι - реже ἡσσημαι, aor. ἡσσήμην - ион. ἑσσώθην, pf. ἥσσημαι, ppf. ἡσσήμην; act. только в поздней прозе - см. ἡσσάω)
1 быть слабее, оказываться ниже, отставать, уступать (τινος Eur., τι Xen., τινός τινι и ἔν τινι Xen.): ἡττηθέντος τοῦ πνεῦματος Arst. когда ветер ослабеет; γυναικὸς ἡσσημένος Eur. оказавшийся ниже женщины; τούτου οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες Xen. мы не уступим ему в благородных поступках; ὅπως μηδ᾽ ἐν τούτῳ αὐτῶν ἡττηθήσεσθε Xen. чтобы в этом отношении вам не оказаться слабее их; συγγνόντες Πέρσαι οἴχοντο, ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου Her. персы ушли, согласившись и признав превосходство мнения Кира (ср. 2); ἡ. ὑπέρ τινα NT оказаться ниже кого-л.;
2 подчиняться, покоряться, поддаваться: ἡ. ὑπ᾽ ἔρωτος Plat. поддаться чувству любви; ἡ. ῥήματος Thuc. поддаться слову, т. е. дать убедить себя; ἡ. ὕπνου Xen. не устоять перед желанием спать; ἡ. χρημάτων Lys. соблазниться деньгами; οὐκ ἄξιον ὑμῖν τῆς τούτων παρασκευῆς ἡττᾶσθαι Lys. недопустимо, чтобы вы поддались проискам их; ἡττηθέντες ὑπὸ ταύτης τῆς ζητήσεως Arst. под давлением этого исследования; ἡ. τῷ θυμῷ и τῇ γνώμῃ Her. или τὴν γνώμην Thuc. пасть духом (ср. 1); ἡ. τινος Plut. влюбиться в кого-л.;
3 терпеть поражение, быть побежденным: ἡ. μάχῃ Thuc. и μάχην Dem. быть разбитым в сражении; ἀπέθανον μάχη ἡσσοθέντες ὑπὸ τῶν Φοινίκων Her. (спартанцы) погибли, будучи побеждены в сражении финикийцами;
4 юр. проигрывать в суде (δίκην Plat.; παραγραφήν Dem.; ἐν τοῖς δικαστηρίοις Xen.). - см. тж. ἡσσάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσσάομαι: ἐν τῇ νεωτ. Ἀτθίδ. ἡττ-, Σοφ., Θουκ.· μέλλ. ἡσσηθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 727, 976, ἡττ- Λυσ. 161. 3, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 42· ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἡττήσομαι, ἐπὶ παθ. σημασ., Λυσ. 161. 4., 180. 19, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 23· ἀόρ. ἡσσήθην Εὐρ., κλ.· πρκμ. ἥσσημαι Σοφ. κλ.· ― παρ’ Ἴωσιν ἔχομεν τὸν τύπον ἑσσόομαι, μετοχ. ἑσσούμενος Ἡρόδ. 1. 82· παρατ. ἑσσοῦτο (ἄνευ αὐξήσ.) 7. 166., 8. 75· ἀόρ. ἑσσώθην 2. 169, κτλ.· πρκμ. ἕσσωμαι 7. 9, 2., 8. 130· ― παθ. (ἥσσων). Εἶμαι ἥσσων, κατώτερος ἢ ἀσθενέστερός τινος, μετὰ γεν. προσ., Εὐρ. Ἀλκ. 697, Ἴωνι 1117· μετὰ γεν. προσ. καὶ μετοχ., ἡττᾶσθαί τινος εὖ ποιοῦντος Ξεν. Ἀν. 3. 2, 23, πρβλ. Κύρ. 5. 4, 32· ἡττᾶσθαί τινός τινι ἢ ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι 3. 3, 42., 8. 2, 13, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., ἡσσ. ῥήματος, ὑποχωρῶ εἰς τὴν δύναμιν τῆς λέξεως, Θουκ. 5. 111, πρβλ. Λυσ. 180. 19, 28· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ. καὶ αἰτ., ὃ ἡττῷτο, ἐν ᾧ ἦτο κατώτερος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5. 2) ὡς ἀληθὲς παθητικόν, νικῶμαι, ὑπό τινος Ἡρόδ. 3. 106, Ἀνδοκ. 32. 40, Θουκ. 2. 39· ὑπ’ ἔρωτος, ὑπ’ ἔχθρας Πλάτ. Φαίδρ. 233C, Πολιτ. 305C, κλ.· πρός τινος Ἡρόδ. 9. 122· πρός τι Πλάτ. Νόμ. 650Α· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ γεν. προσ., Εὐρ. Ἑκ. 1252, Ἀριστοφ. Ὄρν. 70, κτλ.· ― μετὰ δοτ. τρόπου, ἡσσᾶσθαι μάχῃ Ἡρόδ. 5. 46, κτλ.· τοῖς ὅλοις Δημ. 127. 21, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., μάχην Ἰσοκρ. 91D, Δημ. 444. 5· ἀγῶνα Δίων Κ. 63. 9· ― ἡσσ. τῷ θυμῷ Ἡρόδ. 8. 130· ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου ὁ αὐτ. 9. 122· ἡσσ. τὴν γνώμην Θουκ. 6. 72· ἡσσ. περί τι Πλάτ. Σοφ. 239Β· - ἀπολ., οἱ ἡσσώμενοι, ἀντίθ. οἱ κρατοῦντες, Αἰσχύλ. Θήβ. 516, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1242, Ἡρόδ. 7. 9, 2. 3) ὡς δικαν. ὅρος, νικῶμαι ἐν δίκῃ, χάνω τὴν δίκην, Λατ. causa cadere, Σοφ. Αἴ. 1242, Ἀριστοφ. Πλ. 482, καὶ παρὰ ῥήτορσι· ἡττ. ἐν τοῖς δικαστηρίοις Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 17· δίκην, παραγραφὴν Πλάτ. Νόμ. 880C, Δημ. 1117. 5. 4) παρ’ Ἀττ. συχνάκις, ὑποχωρῶ, μετὰ γεν. (ὡς τὸ ἥσσων ΙΙ), οἱ φύσαντες ἡσσῶνται τέκνων Σοφ. Ἀποσπ. 674, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 976· - ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, κ.τ.τ., νηδύος ἡσσημένος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 284. 5· τοῦ παρόντος δεινοῦ Θουκ. 4. 37· τῶν φόβων Πλάτ. Νόμ. 635D· τῶν ἡδονῶν Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· ὕπνου ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 5, 11· χρημάτων Λυσ. 180. 19· καὶ συχνάκις ἔρωτος Εὐρ. κλπ. (ὡσαύτως ὑπ’ ἔρωτος κτλ., ἴδε ἀνωτέρω) μετὰ γεν. προσ., Πλούτ. 2. 771F· - ἀκολούθως ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ἠττ. ὕδατος Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· τοῦ δικαίου αὐτόθι 4. 31· τῆς ἀληθείας Δημ. 317. 10· τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης ἡσσημένον Εὐρ. Ἲωνι 1117· τὸ δίκαιον ἡττ. τοῦ φθόνου Δημ. 792. 25. 5) μετὰ δοτ., νικῶμαι, καταβάλλομαι ὑπό τινος.., ἀκοῆς ἡδονῇ ἡσσώμενοι Θουκ. 3. 38, πρβλ. 7. 25· τῷ ὕπνῳ Αἰλ. π. Ζ. 13. 22· τοῖς δικαίοις Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 16. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἡττάω, νικῶ, καταβάλλω, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγ. πεζοῖς, μέλλ. -ήσω, Θεόδ. Πρόδρ. 5. 174· ἀόρ. ἥττησα Πολύβ. 1. 75, 3., 3. 18, 5· πρκμ. ἥττηκα Διόδ. 15. 87.

English (Thayer)

(ἡττάω) (ἥττων); to make less, inferior, to overcome (the active is only in Polybius, Diodorus, Josephus, Antiquities 12,7, 1 (other examples in Veitch, under the word)); passive ἡττάομαι, from (Sophocles and) Herodotus down; perfect ή῾ττημαι; 1st aorist ἡττήθην (ἡσσωθην, L T Tr WH; in opposed to which form cf. Fritzsche, De conform. N.T. crit. quam Lachmann edition, p. 32 (yet see Kuenen and Cobet, N.T. ad fid. Vat., p. xc.; WH s Appendix, p. 166; Buttmann, 59 (52); Veitch, under the word)); to be made inferior; to be overcome, worsted: in war, ὑπό τίνος, τίνι (cf. Buttmann, 168 (147); Winer's Grammar, 219 (206)), to be conquered by one, forced to yield to one, τί ὑπέρ τινα, equivalent to ἧττον ἔχω τί, to hold a thing inferior, set below (on the accusative (ὁ) cf. Buttmann, § 131,10; and on the comparitive use of ὑπέρ see ὑπέρ, II:2b.), 2 Corinthians 12:13.

Greek Monotonic

ἡσσάομαι: Αττ. ἡττ-, μέλ. ἡσσηθήσομαι ή Μέσ. ἡττήσομαι, με Παθ. σημασία, αόρ. αʹ ἡσσήθην, παρακ. ἥσσημαι, Ιων. ἑσσόομαι, μτχ. ἑσσούμενος, γʹ ενικ. παρατ. ἑσσοῦτο (χωρίς αύξηση), αόρ. αʹ ἑσσώθην, παρακ. ἕσσωμαι
1. Παθ., είμαι λιγότερος από κάποιον άλλο, κατώτερός του· με γεν. προσ., σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ἡσσάομαι ῥήματος, υποτάσσομαι στη δύναμη των λέξεων, σε Θουκ.· ὃ ἡττῷτο, στο οποίο αποδείχτηκε κατώτερος, σε Ξεν.
2. ως Παθ., ηττώμαι, υποτάσσομαι, νικιέμαι, κατατροπώνομαι, συντρίβομαι· ὑπό τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, με γεν. προσ., σε Ευρ. κ.λπ.· ἡσσᾶσθαι μάχῃ ή μάχην, σε Ηρόδ., Δημ.
3. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι, είμαι δέσμιος σε πάθη και επιθυμίες· με γεν., ἡσσημένος ἔρωτος, σε Ευρ.· τῶν ἡδονῶν, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., νικιέμαι, καταβάλλομαι από κάποιον, ἡδονῇ ἡσσώμενοι, σε Θουκ.

Middle Liddell

[Note that middle forms such as ἡττήσομαι can have passive sense.]
1. Pass. to be less than another, inferior to him, c. gen. pers., Eur., Xen., etc.; c. gen. rei, ἡ. ῥήματος to yield to the power of a word, Thuc.; ὃ ἡττῶιτο wherein he had proved inferior, Xen.
2. as a real Pass. to be defeated, discomfited, worsted, beaten, ὑπό τινος Hdt., Attic; also c. gen. pers., Eur., etc.;— ἡσσᾶσθαι μάχηι or μάχην Hdt., Dem.
3. to give way, yield, to be a slave to passion and the like, c. gen., ἡσσημένος ἔρωτος Eur.; τῶν ἡδονῶν Xen.:—also c. dat. to be overcome by, ἡδονῆι ἡσσώμενοι Thuc.

Lexicon Thucydideum

vinci, superari, to be conquered, overcome,
acie, battle line 1.30.2, 1.49.6, 1.50.1, 1.62.6, 1.63.1. 2.39.3, 2.79.5, [vulgo commonly ἥσσηντο]. 2.87.3, [nonn. codd. several manuscripts ἡσσᾶσθαι, alii others ἡσσηθῆναι] 2.89.4, 2.89.11, 4.73.3. 4.96.3, 4.96.4. 5.72.4. 5.73.1, 5.73.3. 6.69.3. 6.72.3, 6.91.2, 7.25.9, 7.34.7. 7.34.77.40.2, 7.71.3, 8.25.4. 8.27.3. 8.57.1.
iudicio, trial 3.57.3,
Transl. translate 3.38.7, 4.37.1, 5.111.3, 8.66.3,
cedere, to withdraw, give way, 4.64.1, 4.64.3, 5.111.4.