ὑποκριτής
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
ὑποκριτοῦ, ὁ,
A one who answers:
I interpreter or expounder, τῆς δι' αἰνιγμῶν φήμης Pl.Ti. 72b; ὀνείρων Luc.Somn.17, etc.
II in Att., one who plays a part on the stage, actor, Ar.V.1279, Pl.R.373b, Chrm. 162d, Smp.194b, X. Mem.2.2.9, etc.
2 of an orator, ποικίλος ὑ. καὶ περιττός (of Dem.) Phld.Rh.1.197 S.; one who delivers, one who recites, declaimer, ἐπῶν Tim.Lex. s.v. ῥαψῳδοί; rhapsodist, D.S.14.109, 15.7; this sense or sense ΙΙ.1 is possible in PCair.Zen.4.44 (iii B. C.).
3 metaph., pretender, dissembler, hypocrite, LXX Jb.34.30, 36.13, Ev.Matt.23.13, al.
German (Pape)
[Seite 1222] ὁ, der Bescheid giebt, dah. der Ausleger der Träume, Erklärer, τῆς δι' αἰνιγμῶν φήμης καὶ φαντάσεως ὑποκριταί Plat. Tim. 72 b. – Gew. der Schauspieler, Ar. Vesp. 1279 Plat. Charm. 162 d u. öfter, wie Sp., z. B. Luc. oft. – Auch der Heuchler, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 interprète d'un songe, d'une vision;
2 acteur, comédien;
NT: hypocrite.
Étymologie: ὑποκρίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκρῐτής: οῦ ὁ
1 толкователь (τῆς φαντάσεως Plat.; ὀνείρων Luc.);
2 актер Arph., Plat., Plut.;
3 песнопевец, декламатор (οἱ εὐφωνότατοι τῶν ὑποκριτῶν Diod.);
4 притворщик, лицемер NT: ὑποκριταὶ φιλίας Plut. симулирующие дружбу.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκρῐτής: οῦ, ὁ, ὁ ἀποκρινόμενος: Ι. ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, τῆς δι’ αἰνιγμῶν φήμης Πλάτ. Τίμ. 72Β· ὀνείρων Λουκ. Ἐνύπν. 17, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττικ., ὁ παριστάνων, ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἠθοποιός, Ἀριστοφ. Σφ. 1279, Πλάτ. Πολ. 373Β, Χαρμ. 162D, Συμπ. 194Β, Ξεν., κλπ. 2) ὁ ἀπαγγέλλων, ἐπῶν Τιμ. Λεξικ. ῥαψῳδός, Διόδ. 14. 109., 15. 7. 3) μεταφορ. ὁ προσποιούμενος χαρακτῆρα ὃν δὲν ἔχει, ὑποκριτής, Ἑβδ. (Ἰὼβ, ΛΔ΄, 30, Λϛʹ, 13) Καιν. Διαθ.
English (Strong)
from ὑποκρίνομαι; an actor under an assumed character (stage-player), i.e. (figuratively) a dissembler ("hypocrite").
English (Thayer)
ὑποκριτου, ὁ (ὑποκρίνομαι, which see);
1. one who answers, an interpreter (Plato, Lucian).
2. an actor, stage-player (Aristophanes, Xenophon, Plato, Aelian, Herodian).
3. in Biblical Greek, a dissembler, pretender, hypocrite:,Tdf.),R L in brackets; חָנֵף, profane, impious.) (Mention is made of Heimsoeth, De voce ὑποκριτής comment. (Bonnae, 1874,4to.).)
Greek Monolingual
ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν ὑποκρίνομαι
1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός
2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται
αρχ.
1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι
2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾶς ὑπείληφεν;», Λουκιαν.)
3. αυτός που απαγγέλλει κάτι
4. (κατ' επέκτ.) ραψωδός («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», Διόδ.).
Greek Monotonic
ὑποκρῐτής: -οῦ, ὁ (ὑποκρίνομαι)·
I. ερμηνευτής ή ο αναλυτής, σε Πλάτ., Λουκ.
II. 1. αυτός που υποδύεται ένα ρόλο πάνω στην σκηνή, υποκριτής, ηθοποιός, θεατρίνος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
2. μεταφ., αυτός που προσποιείται, αυτός που συγκαλύπτει ή αποσιωπά σκάνδαλο, παρανομία, υποκριτής, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὑποκρῐτής, οῦ, ὁ, ὑποκρίνομαι
I. an interpreter or expounder, Plat., Luc.
II. one who plays a part on the stage, a player, actor, Ar., Plat., etc.
2. metaph. a pretender, dissembler, hypocrite, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpokrit»j 虛坡-克里帖士
詞類次數:名詞(20)
原文字根:被-審判(的人)
字義溯源:演員,假冒為善的人,假冒為善者,假冒為善的;源自(ὑποκρίνομαι)=裝假),由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(18);太(14);可(1);路(3)
譯字彙編:
1) 你們假冒為善的(7) 太23:13; 太23:14; 太23:15; 太23:23; 太23:25; 太23:27; 太23:29;
2) 假冒為善的人(5) 太6:2; 太6:5; 太6:16; 太22:18; 太24:51;
3) 假冒為善的人哪(2) 太7:5; 路6:42;
4) 假冒為善的人們(2) 路12:56; 路13:15;
5) 假冒為善的人哪!(1) 太15:7;
6) 假冒為善者(1) 可7:6
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού προσποιεῖται, ἠθοποιός). Ἀπό τό ὑποκρίνομαι (=παριστάνω ἄλλο πρόσωπο), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ὑπόκρισις, ὑποκρισία, ὑποκριτικός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα κρίνω.