Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑφαιρέω

From LSJ
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαιρέω Medium diacritics: ὑφαιρέω Low diacritics: υφαιρέω Capitals: ΥΦΑΙΡΕΩ
Transliteration A: hyphairéō Transliteration B: hyphaireō Transliteration C: yfaireo Beta Code: u(faire/w

English (LSJ)

fut. -ήσω (ὑφελῶ in Aq.Ex.5.19): aor. ὑφεῖλον (aor. 1 Med.
A ὑφειλάμην LXX Jb.21.18): Ion. ὑπαιρέω, etc., Hdt.3.65, al.:—seize underneath or inwardly, τοὺς δ' ἄρ' ὑπὸ τρόμος εἷλεν Il.5.862, cf. Od.24.450.
II draw from under or take away from under, ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν Il.2.154; ἄνθεμον ποντίας ἐέρσας Pi.N.7.79; [τὸ παιδίον τῆς μητρός] Pl.Tht.161a; τὴν χεῖρα ὑφῄρει tried to draw it away, Ar.Pl.689.
2 take away underhand, filch away, [τῶν Ἀθηναίων] τοὺς ξυμμάχους Th.3.13; ὑφαιρέω τὴν πρόσοδον, ὑφαιρέω τὴν εὐπορίαν, diminish it gradually, ib.31,82; purloin, steal, βοῦν PSI4.366.2 (iii B. C.); ταῦτα (sc. ζεῦγος χεροψελίων κτλ.) ib.10.1128.30 (iii A.D.); of a doctor, ὑφαιρέω τὸ οἰνάριον καὶ τὸ λουτρόν remove from the regime, Sor.2.15; ὑφαιρέω τῆς ὑποψίας gradually to take away part of... Th.1.42; so ὑφαιρέω τοῦ πλήθεος Hp.VM5; τοῦ τόνου Luc.Philops.8; τῆς ὀργῆς Phalar.Ep.72 codd. (ὑφῆκα Valckenaer):—Pass., ὑφῃρέθη σου, κάλαμος ὡσπερεὶ λύρας S.Fr.36; ὑπαραιρημένος = put secretly away, made away with, Hdt.3.65:—also Med., filch, purloin, Ar.Eq.745, Nu.179, Pl.1140, D.45.58, PCair.Zen.350.4 (iii B. C.), etc.; ὑ. τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Aeschin.3.66; τὴν δημοκρατίαν ἄρδην ὑ. ib.145; ὑ. τί τινος filch it from him, Hdt.5.83, Lys.14.37, etc.; χρήματα ἐξ Ἐλαιοῦντος Hdt.9.116; ὑ. μοῦ τὴν ἀπολογίαν Hyp.Lyc.11; ὑ. τι ἐξ ἱερῶν ἢ ὁσίων Pl.Lg.857b: abs., Ar.V.556.
3 Med. also c. acc. pers., ὑ. τινά τινος rob him of... Aeschin.3.222; σιγῇ τοῦθ' ὑφαιρούμεσθά νιν keep it from him... E.El.271.
4 subtract, deduct, ὑφαιρεθέντος τοῦ ἐπιδεκάτου IG42(1).103.325, al. (Epid., iv B. C.); ὑφαιρουμένης τῆς προικὸς τῆς προδεδομένης POxy.1102.10 (ii A. D.).

French (Bailly abrégé)

ὑφαιρῶ :
f. ὑφαιρήσω, ao.2 ὑφεῖλον;
Pass. ao. ὑφῃρέθην, etc.
supprimer peu à peu, retrancher graduellement : πρόσοδον THC un revenu ; τῶν Ἀθηναίων τοὺς ξυμμάχους THC détacher habilement ou secrètement du parti des Athéniens leurs alliés ; τὸν λόγον PLUT couper la parole ; avec le gén. seul, retrancher de, diminuer : τῆς ὑποψίας THC effacer, càd oublier la méfiance ; τοῦ τόνου LUC relâcher la tension;
Moy. ὑφαιρέομαι, ὑφαιροῦμαι détourner à son profit, dérober : τι qch ; τινά τινος, τινά τι qch à qqn ; τοὺς καιρούς ESCHN s'emparer des occasions et les faire tourner à son profit.
Étymologie: ὑπό, αἱρέω.

German (Pape)

(αἱρέω), ion. ὑπαιρέω, darunter wegziehen, wegnehmen, τί τινος; λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσα ἐέρσας Pind. N. 7.79; Plat. Theaet. 161a; Plut. Thes.3.23; – beim Rechnen, Etwas davon abziehen, τί τινος, auch τῆς ὑποψίας ὑφελεῖν, Thuc. 1.42; τοὺς ξυμμάχους, abwendig machen, 3.13.
Med. Etwas heimlich an sich nehmen, für sich wegnehmen, stehlen, Her. 5.83, 9.116; Ar. oft; heimlich beseitigen, τὴν δημοκρατίαν Aesch. 3.145; aus dem Wege schaffen, umbringen, ὑπαραιρημένος, der aus dem Wege Geräumte, Her. 3.65; Thuc. und Folgde; häufig bei den Rednern: ὀλίγα Lys. 14.25; τινός 37; πολλὰ ὑφῄρηται, in aktiver Bdtg, 30.26; Dem. 24.111 und sonst; Sp., z.B. Luc. Philops. 20, Paras. 11. – Sich Etwas zu Nutze machen, aneignen, Ar. Plut. 1141; τοὺς καιρούς, sich die rechte Zeit zu Nutze machen, sie wahrnehmen, Aesch. 3.66.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαιρέω: ион. ὑπαιρέω тж. med.
1 вынимать снизу: ὑπὸ δ᾽ ᾕρεον ἕρματα νηῶν Hom. они стали удалять из-под кораблей подпоры; τὴν πέτραν ἀναστῆσαι καὶ ὑφελεῖν τὰ καταλειφθέντα Plut. поднять камень и вынуть клад;
2 удалять, устранять: τὸ βουλευτήριον τὸ τῆς πόλεως ὑφελόμενος Aeschin. отстранив государственный совет; Σμέρδιος ὑπαραιρημένου (= ὑφῃρημένου) Her. по устранении Смердиса; τῆς ὑποψίας ὑφελεῖν Thuc. рассеять недоверие;
3 тайком отнимать, ловко похищать (τὰ χρήματά τινος Her.; παιδίον τῆς μητρός Plat.): ὑ. τοὺς ξυμμάχους τινός Thuc. лишать кого-л. союзников; οὐκ ὀλίγα τῶν ὑμετέρων ὑφῃρημένος Lys. (Архедем), изрядно нас обокравший; ὑ. τὸν λόγον τινός Plut. не давать кому-л. говорить;
4 убавлять, ослаблять (τι и τινος Thuc. etc.): εὐτονίας ὑ. καὶ ῥώμης Plut. уменьшать крепость и силу, расслаблять; ὑ. τῆς ὀργῆς Luc. смягчать гнев;
5 улучать, использовать (τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Aeschin.);
6 утаивать, скрывать: σιγῇ ὑφαιρεῖσθαί τινά τι Eur. скрывать что-л. от кого-л.;
7 (только in tmesi) охватывать, овладевать: τοὺς ὑπὸ τρόμος εἷλεν Hom. трепет объял их.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαιρέω: μέλλ. -ήσω (ὑφελῶ παρὰ τῷ Ἀκύλ. Π. Δ.): ἀόρ. ὑφεῖλον (ἀόριστ. α΄ ὑφεῖλα Βυζαντ.)· Ἰωνικ. ὑπαιρέω, κλπ., Ἡρόδ. Κυριεύω κάτωθεν ἢ ἐσωτερικῶς, τοὺς δ’ ἄρ’ ὑπὸ τρόμος εἷλε Ἰλ. Ε. 862, Ὀδ. Ω. 450. ΙΙ. ἀφαιρῶ τι ὑποκάτωθέν τινος, ὑπὸ δ’ ᾕρεον ἕρματα νηῶν Ἰλ. Β. 154· καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ’ ἐέρσας Πινδ. Ν. 7. 117, ἴδε Σχόλ.· τὸ παιδίον τῆς μητρὸς Πλάτ. Θεαίτ. 161Α· τὴν χεῖρα ὑφῄρει, προσεπάθει νὰ ἀποσύρῃ, Ἀριστοφ. Πλ. 689. 2) ἀφαιρῶ κρυφίως, ὑποκλέπτω, τῶν Ἀθηναίων τοὺς ξυμμάχους Θουκ. 3. 13· ὑφ. τὴν πρόσοδον, τὴν εὐπορίαν, ἐλαττώνω αὐτὴν βαθμηδόν, ὁ αὐτ. 31. 82· ὑφ. τῆς ὑποψίας, κατὰ μικρὸν ἀφαιρῶ μέρος..., ὁ αὐτ. 1. 42· οὕτως, ὑφ. τοῦ πλήθους Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· τοῦ τόνου, τῆς ὀργῆς Λουκ. Φιλοψ. 8, κλπ.· ― Παθ., ὑφῃρέθη σοι κάλαμος ὡσπερεὶ λύρας Σοφ. Ἀποσπάσμ. 34· ὑπαραιρημένος, κρυφίως ἀφῃρημένος, Ἡρόδ. 3. 65· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀφαιρῶ κρυφίως, ὑποκλέπτω, κλέπτω, σφετερίζομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 745, Νεφ. 179, Πλ. 1140, Δημ. 1119. 6 κἑξ., κλπ.· ὑφ. τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Αἰσχίν. 63. 12· ὑφ. τὴν δημοκρατίαν ὁ αὐτ. 74. 13· ― ὑφ. τί τινος, ὑποκλέπτω τι ἀπό τινος, Ἡρόδ. 5. 83., 9. 116, Λυσί. 143. 17, κλπ.· ὑφ. μου τὴν ἀπολογίαν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 10· ὑφ. τι ἔκ τινος Πλάτ. Νόμ. 857Β. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσώπου, ὑφ. τινά τινος, ἀπογυμνῶ τινά τινος, Αἰσχίν. 85. 30· σιγῇ τοῦθ’ ὑφαιρούμεσθά νιν, τηροῦμεν αὐτὸ μυστικὸν ἀπ’ ἐκείνου διὰ τῆς σιγῆς, Εὐρ. Ἠλ. 271.

English (Slater)

ὑφαιρέω: fetch from below c. acc. & gen. Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας (N. 7.79)

Greek Monotonic

ὑφαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ ὑφεῖλον· Ιων. ὑπ-αιρέω κ.λπ.·
I. κυριεύω από κάτω ή εσωτερικά, σε Όμηρ.
II. 1. τραβώ ή απομακρύνω κάτι κάτω από κάτι άλλο, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, τὴν χεῖρα ὑφῄρει, προσπάθησε να την τραβήξει μακριά, να την αποτραβήξει, σε Αριστοφ.
2. αφαιρώ κρυφά, βουτάω, υποκλέπτω, σε Θουκ.· ὑφαιρῶ τῆς ὑποψίας, σταδιακά, βαθμιαία αφαιρώ μέρος από..., στον ίδ. — Παθ., ὑπαραιρημένος (Ιων. μτχ. παρακ.) αυτός που έχει αφαιρεθεί κρυφά, εξαφανισμένος, σε Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., αφαιρώ κρυφά, υποκλέπτω, υπεξαιρώ, σφετερίζομαι, στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.
3. σε Μέσ. επίσης με αιτ. προσ., ὑφαιρῶ τινά τινος, αρπάζω κάτι από κάποιον, τον απογυμνώνω από κάτι, σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. ήσω aor2 ὑφεῖλον ionic ὑπ-αιρέω
I. to seize underneath or inwardly, Hom.
II. to draw or take away from under a thing, c. gen., Il., Plat.:—also τὴν χεῖρα ὑφῄρει tried to draw it away, Ar.
2. to take away underhand, filch away, Thuc.; ὑφ. τῆς ὑποψίας gradually to take away part of . ., Thuc.:—Pass., ὑπαραιρημένος (ionic perf. part.) put secretly away, made away with, Hdt.:—so in Mid. to take away underhand, filch away, purloin, Hdt., Ar., etc.
3. in Mid. also c. acc. pers., ὑφ. τινά τινος to rob him of a thing, Aeschin.