σκέπτομαι

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπτομαι Medium diacritics: σκέπτομαι Low diacritics: σκέπτομαι Capitals: ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: sképtomai Transliteration B: skeptomai Transliteration C: skeptomai Beta Code: ske/ptomai

English (LSJ)

Il.17.652, Thgn.1095, and Ion., Hdt.3.37, al., Hp.Prog.2, Herod.7.92; but Att. writers (before Arist.) hardly ever have the pres. and impf. σκέπτομαι, ἐσκεπτόμην (exc. Pl.La.185b, Alc.2.140a; in Th.8.66, Bauer restored plpf. προὔσκεπτο), but use σκοπῶ or σκοποῦμαι as pres., and take the other tenses from σκέπτομαι, A fut. σκέψομαι Ar.Pax 29, Th.6.40, etc.; aor. ἐσκεψάμην A.Ch.229, S.Aj.1028, E.Ion206 (lyr.), Th.6.38, etc.; pf. ἔσκεμμαι E.Heracl.147, Hp.VM24, etc.: cf. σκοπέω:—but the pf. is used also in pass. sense, as also some other tenses, v. infr. 11.4.
I look about carefully, spy, σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑταίρους Od. 12.247; so σκέψασθε δ' ἐς τόνδ' E.Hipp.943: c. acc., σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων he looked after the whistling of the darts (so as to shun them), Il.16.361; σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Thgn.1095; σκεπτόμενος τοὺς νεκρούς Hdt.3.37; σκέψαι.. βόστρυχον τριχός look well at it, A.Ch.229; τὴν ἔγχελυν Ar.Ach.889; κλόνον E.Ion206 (lyr.); τὰ ἔνδον X.HG4.4.8; τιν' ἐς δὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι looking into you and seeing.., E.Heracl.147: followed by an Interrog., σκέπτεο νῦν... αἴ κεν ἴδηαι Il.17.652; σ. πόθεν ἡ στάσις, ἢ τίς ὁ θρύλλος Batr.135; τί εἴη τὸ κωλῦον X.An.4.5.20; εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ib.7.3.42: abs., look at, examine, Hdt.4.196; σκέψασθε, παῖδες look, lads! Ar.Eq.419.
2 examine, τῷ δακτύλῳ τι Hp.Nat.Mul.7.
II later of the mind, view, examine, consider, σκέψασθε.. τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν S.Aj.1028; σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον Id.OT584; ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην Th.6.38, etc.; τὸ δίκαιον E.Or.494; μηδὲν ἐσκέφθαι δίκ. D.21.192; πρὸς ἑαυτόν τι Pl.Phd. 95e; ἐκ τῶνδε σκέψαι from these facts, X.Mem.2.6.38, cf. D.2.17; περί τινος Pl.La.185c, Cra.401a; σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων judge by what children do, Ar.Pl.576; ἐν σοὶ σκεψώμεθα Pl.Sph. 239b: abs., σκέψασθέ νυν ἄμεινον E.Or.1291; σκεψώμεθα δή Ar.Th. 802; σκέψασθε δέ· only consider, to call people's attention to a point, Antipho 6.41, Th.1.143: followed by a clause with οἷος, ὁποῖος, ὡς, A. Pr.1014, S.Tr.1077, E.IA1377, etc.; by ὅτῳ τρόπῳ, Th.1.107; by πῶς... πόθεν... πότερον.. ἤ.., X.An.4.5.22, 5.4.7, 3.2.20, etc.; by εἰ, consider whether or no, S.El.442, Ar.Pax 29, Eq.1141, X.An.3.2.22; in full, σ. τοῦτο, εἰ.. S.OT584; τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτόμεθα Arist.EN1103b28.
2 rarely, think or deem a thing to be so and so, καλλίω θάνατον σκεψάμενος Pl.Lg.854c.
3 think of beforehand, provide, σκεπτόμεθα τἀναγκαῖ' ἑκάστης ἡμέρας Philem.120; τὸ συμφέρον Pl.R. 342a; prepare, premeditate, λόγους D.24.158; εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἥκει Id.1.1: c. inf., plan, Th.8.63.
4 pf. in pass. sense, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται with consideration, Id.7.62; σκοπεῖτε οὖν. Answ. ἔσκεπται Pl.R. 369b, cf. X.HG3.3.8, D.21.191, 61.7: also 3 fut. Pass. ἐσκέψεται Pl.R. 392c; aor. ἐσκέφθην, ες τὸ σκεφθῆναι for observation, Hp.de Arte 11; aor. 2 and fut. 2 ἐσκέπην (ἐπ-) , σκεπήσομαι (ἐπι-), LXX Nu.1.19, 1 Ki.20.18.

German (Pape)

[Seite 892] um sich sehen, sich umsehen, umherblicken, nach Etwas, bes. aus der Ferne, indem man die Hand vor die Augen hält, vorsichtig oder spähend umherblicken; σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων, er schau'te sich um nach dem Rauschen, Il. 16, 361; σκέπτεο νῦν, εἴ κεν ἴδηαι, schau dich um, ob du etwa siehst, 17, 652; auch ἐς νῆα, μεθ' ἑταίρους, Od. 12, 247. Bei den Tragg. nicht im praes., vgl. Elmsl. zu Eur. Heracl. 148; σκέψαι δέ, οὶός σε χειμὼν ἔπεισι, Aesch. Prom. 1016, vgl. Ch. 228; σκέψαι δ' ὁποίας ταῦτα συμφορᾶς ὕπο πέπονθα, Soph. Tr. 1066, betrachten, τὴν τύχην, Ai. 1007, σκέψαι τὴν σὴν ἐλπίδα, Eur. Herc. Eur. 295, auch σκέψασθε εἰς τόνδε, Hipp. 943; τίν' εἰς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένον, Heracl. 148; Ar. Pax 29 Eccl. 749; in Prosa, wo auch das praes. selten ist (s. σκοπέω) und außer Plat. Lach. 185 b Alc. II, 140 a erst bei Sp. vorkommt ἰκατεσκέπτετο Pol. 3, 94, 71; ἔδοξε σκέψασθαι, ὅτῳ τρόπῳ ἀσφαλέστατα διαπορεύσονται, Thuc. 1, 107; auch absol., eingeschoben, σκέψασθε δέ, ib. 143; das perf. in passiver Bdtg, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, 7, 62, wie Plat. Rep. II, 369 b; u. dah. auch fut. ἐσκέψεται = es wird erforscht sein, III, 392 c; ἐσκεμμένα λέγειν, Xen. Hell. 3, 3, 8; wie ἔσκεπται, Arist. gen. et interit. 1, 2, ὡς ἐσκεμμένα καὶ παρεσκευασμένα πάντα λέγω, Dem. 21, 191, wo gleich darauf ἐσκέφθαι neben μεμελετηκέναι in activer Bdtg folgt, die auch sonst vorherrscht, wie Plat. Prot. 317 b 339 b; ὅτι τὴν φύσιν ἔσκεπται καὶ τὴν αἰτίαν ὧν πράττει, Gorg. 501 a; δοκεῖς γάρ μοι αὐτός τε ἐσκέφθαι τὰ τοιαῦτα καὶ παρ' ἄλλων μεμαθηκέναι, Crat. 428 b; πρὸς ἑαυτόν τι σκεψάμενος, bei sich überlegend, Phaed. 95 e, wie κοινῇ σκεψάμενοι πρὸς ὑμᾶς αὐτούς, Tim. 20 b; σκεψομένους, πῶς ἔχοιεν, Xen. An. 4, 5, 22; πόθεν ἂν λάβοιτε, 5, 4, 7; πότερον – ἤ, 3, 2, 20 u. oft; οὐκ ήμέληκας, ἀλλ' ἔσκεψαι, Mem. 3, 6, 13; εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἤκει τις, Dem. 1, 1. – Ein aor. pass. ἐσκέπην, gemustert werden, findet sich bei LXX.

French (Bailly abrégé)

I. f. σκέψομαι, ao. ἐσκεψάμην, pf. ἔσκεμμαι;
1 regarder attentivement, considérer, observer, acc. ; μεθ' ἑταίρους ἔς τι OD du côté de ses compagnons dans la direction de qch ; ἔς τινα dans la direction de qqn;
2 fig. examiner, méditer, réfléchir : πρὸς ἑαυτόν PLAT en soi-même ; τι ou περί τινος à qch ; avec un relat. : σκ. οἷος ESCHL, τίς XÉN réfléchir ou considérer quel… ; qui… ; σκ. τοὺς ῥήτορας, ὡς εἰσὶ δίκαιοι AR voir les orateurs comme ils sont justes;
3 se préoccuper de, avoir souci de, acc.;
4 p. ext. imaginer en réfléchissant, trouver après réflexion, acc.;
II. avec sign. Pass. (aux temps suiv. : ao. ἐσκέφθην, pf. ἔσκεμμαι, f.ant. ἐσκέψομαι) être examiné, considéré ; ἐσκεμμένα λέγειν XÉN dire des choses réfléchies ; οἰκήματα πρὸς αὐτὸ τοῦτο ἐσκεμμένα ὅπως XÉN maisons disposées à dessein pour cela même.
Étymologie: R. Σκεπ voir ; cf. lat. spec- de speculum, spectrum ; et composés en spic-, adspicio, conspicio, etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέπτομαι, praes. zeldzaam, vervangen door σκοπέω; aor. ἐσκέφθην; perf. ἔσκεμμαι, inf. ἐσκέφθαι; plqperf. 3 sing. ἔσκεπτο nauwlettend bekijken, observeren:; σκέψασθε τὴν ἀρίστην ἔγχελυν kijk eens goed naar die fantastische aal Aristoph. Ach. 889; ἄνδρα εἰσπέμψαι σκεψόμενον τὰ ἔνδον een man naar binnen sturen om de situatie binnen te observeren Xen. Hell. 4.4.8; met prep. bep..; σκέψασθε δ’ ἐς τόνδε kijkt goed naar deze man hier Eur. Hipp. 943; met afh. vraag; σκέπτεο... αἴ κεν ἴδηαι ζωὸν ἔτ’ Ἀντίλοχον kijk goed rond of je misschien Antilochos nog in leven ziet Il. 17.652; beschouwen als:. καλλίω θάνατον σ. de dood als mooier beschouwen Plat. Lg. 854c. onderzoeken, overwegen:; σκεψώμεθα δή laten we het dus eens onderzoeken Aristoph. Th. 802; τὸ δίκαιον σκέπτεσθαι in ogenschouw nemen wat rechtvaardig is Eur. Or. 494; met afh. vraag; σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον, εἰ... bekijk nu dit als eerste, of… Soph. OT 584; σκέψασθαι ὅτῳ τρόπῳ ἀσφαλέστατα διαπορεύσονται te bekijken op welke manier zij er het veiligst doorheen zouden trekken Thuc. 1.107.4; εἴπερ ὀρθῶς ἡμεῖς ἐσκέμμεθα als wij het juist bekeken hebben Plat. Men. 96d; perf. ook met pass. bet.: σκοπεῖτε οὖν... ἔσκεπται overwegen jullie het maar:: het is overwogen Plat. Resp. 369b; ἐσκεμμένα λεγειν weloverwogen spreken Xen. Hell. 3.3.8. besluiten, met inf.: ἐσκέψαντο Ἀλκιβιάδην... ἐᾶν zij besloten Alcibiades erbuiten te laten Thuc. 8.63.4.

Russian (Dvoretsky)

σκέπτομαι: (fut. σκέψομαι, aor. ἐσκεψάμην, pf. - тж. в знач. pass. - ἔσκεμμαι, aor. pass. ἐσκέφθην, fut. 3 ἐσκέψομαι)
1 смотреть, глядеть, взирать (τι и τινα Hom., Her., Aesch., Xen.): σ. ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων Hom. следить за свистом стрел и гудением копий;
2 разведывать, разузнавать (σκέψασθαι τί εἴη τὸ κωλῦον Xen.);
3 рассматривать, исследовать, размышлять (σκέψαι τοῦτο πρῶτον Soph.; πρὸς ἑαυτόν τι σκεψάμενος Plat.);
4 умозаключать, судить: σκέψασθε δέ Thuc. рассудите сами; ἐκ τῶνδε σκέψαι Xen. суди вот по чему;
5 рассматривать, считать (καλλίω τι σ. Plat.);
6 заранее обдумывать, предусматривать, готовить (в ответ) (λόγους Dem.; τὰ ἀναγκαῖα Men.): πάντα ἡμῖν ἐσκεμμένα (pass.) ἡτοίμασται Thuc. все у нас предусмотрено и подготовлено.

English (Autenrieth)

imp. σκέπτεο, aor. ἐσκέψατο, part. σκεψάμενος: take a view, look about; ἐς, μετά τι, αἴ κεν, at or after something, -to see whether, etc., Il. 17.652; trans., look out for, Il. 16.361.

Greek Monolingual

ΝΑ και σκέφτομαι Ν
1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα το σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.)
2. (η μτχ. του παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται μετά από σκέψη, πρόθεση ή προμελέτη, σκόπιμος (α. «πρόκειται για εσκεμμένη ενέργεια» β. «πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται», Θουκ.)
νεοελλ.
1. έχω κατά νου, προσχεδιάζω, προτίθεμαι, σκοπεύω (α. «σκέπτομαι να κάνω ένα ταξίδι» β. «σκέπτομαι να πουλήσω το οικόπεδο»)
2. είμαι βυθισμένος σε σκέψεις, είμαι σκεπτικός, είμαι συλλογισμένος («Αντώνη μου τί σκέφτεσαι κι' είσαι συλλογισμένος;», δημ. τραγούδι)
3. φρ. «σκέπτομαι άρα υπάρχω»
(φιλοσ.) η πρώτη πρόταση πάνω στην οποία στήριξε τη φιλοσοφία του ο Γάλλος φιλόσοφος Ντεκάρτ και προκάλεσε αποφασιστική στροφή στη νεώτερη σκέψη
αρχ.
1. βλέπω ολόγυρα, κυρίως μακριά, έχοντας τα χέρια πάνω από τα μάτια, κατοπτεύω («σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑτέρους», Ομ. Οδ.)
2. παρατηρώ, παρακολουθώ με προσοχή, κατασκοπεύω («τοὺς... Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι», Ηρόδ.)
3. δίνω προσοχή, προσέχω («σκέψασθε, παῖδες
οὐχ ὁρᾱθ'; ὥρα νέα, χελιδών», Αριστοφ.)
4. εξετάζω, ερευνώ, διερευνώ («σκέπτεσθαι τῷ δακτύλῳ τι», Ιπποκρ.)
5. στρέφω την προσοχή ή τη σκέψη μου σε κάτι, παρατηρώ με σκέψη, έχω ή λαμβάνω υπ' όψιν («σκέψασθε τὴν τύχην δυοῑν βροτοῑν», Σοφ.)
6. κρίνω, συμπεραίνω («σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων», Αριστοφ.)
7. νομίζω, υπολογίζω ότι κάτι είναι έτσι ή αλλιώς («καλλίω θάνατον σκεψάμενος ἀπαλλάτου τοῦ βίου», Πλάτ.)
8. προνοώ («σκεπτόμεθα τ'αναγκαῖ' ἑκάστης ἡμέρας», Φιλήμ.)
9. προετοιμάζω, προμελετώ, προσχεδιάζωσκέπτομαι λόγους», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκέπτομαι (< σκεπ-jομαι, πρβλ. κλέ-πτ-ω < κλέπ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα spek- «κατασκοπεύω, παρατηρώ με προσοχή» (με αντιμετάθεση τών συμφώνων -π- και -κ-) και αντιστοιχεί με λατ. specio «βλέπω, παρατηρώ» (από όπου προέρχονται πολλές λ. τών νεώτερων γλωσσών, πρβλ. αγγλ. speculate, special, γαλλ. spectateur, spectacle, γερμ. Spiegel κ.λπ.), αρχ. ινδ. paśyati «βλέπω», γερμ. spahen «κατασκοπεύω». Το ρ. σκέπτομαι αποτελεί πιθ. παρ. κάποιου ονοματικού τ., αμάρτυρου στην Ελληνική (πρβλ. αρχ. ινδ. spaś-, αβεστ. spas-). 'Εχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η ρίζα sp-ek- ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sep- «ασχολούμαι, τιμώ» του ρ. ἕπω (Ι) «ασχολούμαι με κάτι». Το ρ. σκέπτομαι χρησιμοποιείται με την ειδικότερη σημ. «προσπαθώ να δω κάτι, κατασκοπεύω» (πρβλ. σκοπός, σκοπή, σκοπιά), απ' όπου προήλθε και η σημ. «στρέφω την προσοχή μου, συλλογίζομαι, εξετάζω» και έτσι διακρίνεται από τα συγγενή σημασιολογικώς ρ. βλέπω και ὁρῶ. Ο νεοελλ. τ. σκέφτομαι, με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. κλέπτης: κλέφτης, πταίω: φταίω). Από το ρ. σκέπτομαι, τέλος, παράγεται πιθ. και ο τ. σκώψ].

Greek Monotonic

σκέπτομαι: (στην Αττ. το σκοπῶ ή σκοποῦμαι χρησιμ. ως ενεστ.), μέλ. σκέψομαι, αόρ. αʹ ἐσκεψάμην, παρακ. ἔσκεμμαι·
I. κοιτάζω τριγύρω, παρατηρώ με προσοχή, ακολουθ. από πρόθ. εἰς, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., προσέχω, επιτηρώ, φυλάσσω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά, κατασκοπεύω, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον νου, παρατηρώ με τον νου, θεωρώ, εξετάζω, λαμβάνω υπ' όψιν, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
1. σκέψασθε δέ, μόνον σκεφθείτε, σε Θουκ.
2. σκέφτομαι εκ των προτέρων, προνοώ, σε Δημ.
3. παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, ἐσκεμμένα, ζητήματα υπολογισμένα, μετρημένα εκ των προτέρων, σε Θουκ.· (σε διάλογο), σκοπεῖτε οὖν. Απάντ. ἔσκεπται, σε Πλάτ.· ομοίως γʹ ενικ. Παθ. μέλ. (συντελεσμένου) ἐσκέψεται, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκέπτομαι: Ὅμ., Θέογν., καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις· ἀλλ’ οἱ Ἀττ. (πρὸ τοῦ Ἀριστ.) σχεδὸν οὐδαμοῦ ἔχουσι τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ. σκέπτομαι, ἐσκεπτόμην (Πλάτ. Λάχ. 185C, Ἀλκ. 2. 140Α εἶναι ἐξαιρέσεις· παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσεν ὑπερσ. προΰσκεπτο)· - οἱ Ἀττικοὶ χρῶνται τῷ σκοπῶ ἢ σκοποῦμαι ὡς ἐνεστ., ἐν ᾧ τοὺς λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνουσιν ἀείποτε ἐκ τοῦ σκέπτομαι, - δηλ. μέλλ. σκέψομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Θουκ. 6. 40, κτλ.· ἀόρ. ἐσκεψάμην Αἰσχύλ. Χο. 229, Σοφ., Εὐρ., Θουκ., κλπ· πρκμ. ἔσκεμμαι, Εὐρ., Πλάτ., κλπ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 148, πρβλ. σκοπέω· - ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται καὶ ἐπὶ παθ. σημασίας ὡς καὶ τινες ἄλλοι χρόνοι, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΠ παράγονται ὡσαύτως τὰ σκοπή, σκοπιά (καὶ ἴσως σκόπελος), σκοπός, σκώψ· πρβλ. Λατ. spec-io (pro-spicio, κτλ.), spec-ula, spec-ulum, spec-to· Σανσκρ. spa← (speculor), spa←-as (speculator)· Ζενδ. spa← (speculor)· Ἀρχ. Σκανδ. spâ (Σκωτ. spae, προλέγω)· Ἀρχ. Γερμ. speh-ôm, spâh-i (prudens. callidus)· κτλ.). Ι. βλέπω ὁλόγυρα, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ, ὡς κατάσκοπος κυττάζω, κατασκοπεύω, σκεψάμενος δ’ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ’ ἑταίρους Ὀδ. Μ. 247· οὕτω, σκέψασθαι δ’ ἐς τόνδ’ Εὐρ. Ἱππ. 943· μετ’ αἰτ., σκέπτετ’ ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων, ἦτο προσεκτικὸς εἰς τὸ σύριγμα τῶν βελῶν ὥστε νὰ ἀποφεύγῃ αὐτά, Ἰλ. Π. 361· σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Θέογν. 1095· σκεπτόμενος τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 3. 37· σκέψαι ... βόστρυχον τριχός, παρατήρησον καλῶς, Αἰσχύλ. Χο. 230· τὴν ἔγχελυν Ἀριστοφ. Ἀχ. 889· κλόνον Εὐρ. Ἴων 206· τὰ ἔνδον Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 8· τιν’ ἐς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι, παρατηροῦντές σε καὶ βλέποντες ..., Εὐρ. Ἡρακλ. 147· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σκέπτεο νῦν ... αἴ κεν ἴδηαι Ἰλ. Ρ. 652· σκ. πόθενστάσις, ἢ τίς ὁ θρῦλος Βατραχομυομ. 135· τί εἴη τὸ κωλῦον Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 20· εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων αὐτόθι 7. 3, 42· - ἀπολ., παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω, κατασκοπεύω, σκέπτεσθαι Ἡρόδ. 4. 196· εἰς τὸ σκεφθῆναι, πρὸς παρατήρησιν, ἔρευναν, Ἱππ. 6. 43· σκέψαι, «κύτταξε» Αἰσχύλ. Χο. 229, κτλ.· σκέψασθε, παῖδες, προσέξατε, παιδιά! Ἀριστοφ. Ἱππ. 419. ΙΙ. βραδύτερον ἐπὶ τοῦ νοῦ, παρατηρῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐξετάζω. κρίνω, σκέψασθε ... τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν Σοφ. Αἴ. 1028· σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 584· ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην Θουκ. 6. 38, κτλ.· τὸ δίκαιον Εὐρ. Ὀρ. 494· μηδὲν ἐσκέφθαι δίκαιον Δημ. 576. 27· τι πρὸς ἑαυτὸν Πλάτ. Φαίδων 95Ε· τι ἐκ τῶν δε, ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ γεγονότων τούτων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 38, Δημ. 23. 1· ὡσαύτως, περί τινος Πλάτ. Λάχ. 185C, Κρατ. 401Α· - ἀπολ., σκέψασθε νῦν ἄμεινον Εὐρ. Ὀρ. 1291· σκεψώμεθα δὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 802· σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων, κρίνω ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα πράττουσιν οἱ παῖδες, Ἀριστοφ. Πλ. 570· ἐν σοὶ σκεψώμεθα Πλάτ. Σοφ. 239Β· - σκέψασθε δέ· μόνον σκέφθητε ..., δι’ οὗ διεγείρεται ἡ προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν, Ἀντιφῶν 146. 10, Θουκ. 1. 143· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διὰ τοῦ οἷος, ὁποῖος, ὅπως, ὡς, Αἰσχύλ. Πρ. 1015, Σοφ. Τρ. 1077, Εὐρ. Ι. Α. 1377, κτλ.· διὰ τοῦ ὅτῳ τρόπῳ, Θουκ. 1. 107· διὰ τῶν πῶς ..., πόθεν ..., πότερον .. ἢ ..., Ξεν. Ἀν. 4. 5, 22., 5. 4, 7., 3. 2, 20, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ. ἔνθα δέον νὰ νοήσωμεν ἢ μή, ἐξετάζω ἄν ... ἢ ὄχι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 22· πλῆρες: σκ. τοῦτο, εἰ ..., Σοφ. Ο. Τ. 584, πρβλ. Ἠλ. 442, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1141, κτλ.· σκεπτόμεθα τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 2, 1. 2) σπανίως, σκέπτομαινομίζω ὅτι πρᾶγμά τι ἔχει οὕτω καὶ οὕτω, καλλίω θάνατον σκεψάμενος Πλάτ. Νόμ. 854C. 3) σκέπτομαι περί τινος ἐκ τῶν προτέρων, προνοῶ, τἀναγκαῖα ἑκάστης ἡμέρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 28· τὸ ξυμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Α· παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, προμελῶ, προσχεδιάζω, λόγους Δημ. 749. 18· εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένον ἥκει ὁ αὐτ. 9. 6. 4) ὁ πρκμ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, μετὰ σκέψεως, μὲ μελέτην, Θουκ. 7. 62· σκοπεῖτε οὖν. Ἀπόκρ. ἔσκεπται Πλάτ. Πολ. 369Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 8, Δημ. 576. 27., 1403. 21· οὕτω γ΄ ἑνικ. μέσ. μέλλ. τετελεσμ. μὲ παθητ. σημασ. ἐσκέψεται, Πλάτ. Πολ. 392C· ἀόρ. ἐσκέφθην Ἱππ. 6. 43· ἀόρ. β΄ καὶ μέλλ. β΄ ἐσκέπην (ἐπ-), σκεπήσομαι (ἐπι-), Ἑβδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to look around, to look back, to spy, to contemplate, to consider, to survey (Il; Att. has fo it σκοπέω, -έομαι; s. below)
Other forms: Aor. σκέψασθαι (Od.), fut. σκέψομαι, perf. ἔσκεμμαι (IA.), aor. pass. σκεφθῆναι (Hp.), σκεπ-ῆναι w. fut. -ήσομαι (LXX).
Compounds: Often w. ἐπι-, κατα-, προ-, δια- a. o.
Derivatives: A. With ε-vowel: 1. σκέψις (ἐπί-, κατά- σκέπτομαι a.o.) contemplation, deliberation, examination (IA.). 2. σκέμ-μα (rarely w. δια- a. o.) examination, problem (Hp., Pl. a. o.). 3. σκεπτ-οσύνη f. = σκέψις (Timo, Cerc.). 4. -ήριον n. test (Man.). 5. -ικός (ἐπι-, δια- σκέπτομαι) cogitating, revising, οἱ σκέπτομαι name of a philos. sect (hell. a. late). B. With ο-ablaut: 1. σκοπός m. (f.) spy, guard, scout; goal, purpose (Il.) with hypostases: ἐπί-σκοπος, adv. hitting the goal (Hdt., trag., late), ἀπό-σκοπος missing the goal (Emp.); σκόπ-ιμος purposive, appropriate (late; Arbenz 97); as 2. member, e.g. οἰωνο-σκόπος m. bird-watcher with -έω, -ία, -ικός, -εῖον (E., hell. a. late). 2. To the prefixcompp.: ἐπί-, κατά-, πρό-σκοπος m. spy, supervisor, foresighted etc. (Hom., Pi., IA.). 3. σκοπή (κατα-, ἐπι- a. o.) f., the spying, watch-tower' (Att. etc.) with σκοπάω (Ar. Fr. 854). 4. σκοπιά, Ion. -ιή f. mountain-, castle-watching-place, mountain-summit, watch-tower (ep. Ion. poet. Il., also hell. a. late prose; favoured by the metre, Scheller Oxytonierung 82 f.) with σκοπ-ιήτης m. summit dweller = Πάν (Paus.), -ιάζω (ἀπο-) to spy, to look out (ep. Il.), -ιάομαι to percieve (Il.; only w. δια-). 5. σκοπέω, -έομαι iterat.-intensive to σκέπτομαι (Pi., IA.), non-pres. forms late: σκοπ-ῆσαι, -ήσασθαι, -ήσω, -ήσομαι, ἐσκόπημαι. 6. σκοπεύω (κατα-, ἀπο-, ἐπι-), prob. second. for σκοπέω (Schwyzer 732; X., LXX, pap. etc.) with σκόπ-ευσις, -ευτής (Aq.), -εῖα n. pl. (Procl.). -- S. also σκόπελος and σκώψ.
Origin: IE [Indo-European] [984] *speḱ- see sharply, spy
Etymology: As old yot-present σκέπτομαι stands with metathesis (Schwyzer 268) for *σπέκ-ι̯ομαι, which is identical with Lat. speciō, Av. spasyeiti and (except for anl. s-) with Skt. páśyati see. The aor. σκέψασθαι too can in the same way be identified with Lat. spexī; in both cases we have however to do with innovations against the suppletive Skt. ádarśam, 3. pl. ádr̥śan (s. δέρκομαι). Through the iterative-intensive σκοπέω, -έομαι a new opposition was created in Greek to σκέψασθαι etc. in the same way as Skt. pásyati: ádarśam, ὁράω: εἶδον. -- Semant. and phonetic identity is also found in σκοπός and Skt. spaśa- spy, which is enlarged from spaś- (s. below; Wackernagel-Debrunner II: 2, 90); to this further OWNo. spār predicting from PGm. *spaha- (IE *spóḱo-). Thus σκοπή agrees, but for the accent, with OWNo. spā f. prophesy from PGm. *spahō (IE *spóḱa). Greek does not have the old root noun Skt. spaś-, Av. spas- spy, Lat. haru-spex a. o., from which σκέπτομαι etc. prob. arose as denominative. -- Further details w. lit. in WP. 2, 659f., Pok. 984, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. speciō. NGr. forms in Caratzas Glotta 33, 322 ff.

Middle Liddell

[in Att. σκοπῶ or σκοποῦμαι are used in the present
I. to look about, look carefully, followed by prep. εἰς, Od., Eur.:—c. acc. to look after, watch, Il., Hdt., Attic:—absol. to look out, reconnoitre, Hdt.; σκέψαι look, Aesch.; σκέψασθε look out, Ar.
II. of the mind, to look to, view, examine, consider, think on, Soph., Thuc., etc.:—σκέψασθε δέ: only consider, Thuc.
2. to think of beforehand, premeditate, Dem.
3. perf. also in pass. sense, ἐσκεμμένα things well-considered, Thuc.; σκοπεῖτε οὖν. Answ. ἔσκεπται Plat.; so 3 fut. pass. ἐσκέψεται Plat.

Frisk Etymology German

σκέπτομαι: (seit Il; att. dafür σκοπέω, -έομαι; s. unten),
{sképtomai}
Forms: Aor. σκέψασθαι (seit Od.), Fut. σκέψομαι, Perf. ἔσκεμμαι (ion. att.), Aor. Pass. σκεφθῆναι (Hp.), σκεπῆναι m. Fut. -ήσομαι (LXX),
Grammar: v.
Meaning: umherschauen, sich umsehen, spähen, betrachten, erwägen, prüfen.
Composita: oft m. ἐπι-, κατα-, προ-, δια- u. a.,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Mit ε-Vokal: 1. σκέψις (ἐπί-, κατά- ~ u.a.) Betrachtung, Überlegung, Untersuchung (ion. att.). 2. σκέμμα (ganz selten m. δια- u. a.) Untersuchung, Problem (Hp., Pl. u. a.). 3. σκεπτοσύνη f. = σκέψις (Timo, Kerk.). 4. -ήριον n. Prüfung (Man.). 5. -ικός (ἐπι-, δια- ~) nachdenkend, überprüfend, οἱ ~ N. einer philos. Sekte (hell. u. sp.). B. Mit ο-Abtönung: 1. σκοπός m. (f.) ‘Späher, Wächter, Kundschafter; Ziel, Zweck’ (seit Il.) mit Hypostasen: ἐπίσκοπος, Adv. -α das Ziel treffend (Hdt., Trag., sp.), ἀπόσκοπος das Ziel verfehlend (Emp.); σκόπιμος zielbewußt, zweckmäßig (sp.; Arbenz 97); als Hinterglied, z.B. οἰωνοσκόπος m. Vogelschauer mit -έω, -ία, -ικός, -εῖον (E., hell. u. sp.). 2. Zu den Präfixkompp.: ἐπί-, κατά-, πρόσκοπος m. Späher, Aufseher, voraussehend (Hom., Pi., ion. att.). 3. σκοπή (κατα-, ἐπι- u. a.) f., das Spähen, Warte’ (att. usw.) mit σκοπάω (Ar. Fr. 854). 4. σκοπιά, ion. -ιή f. ‘Berg-, Burgwarte, Berggipfel, Wachtturm' (ep. ion. poet. seit Il., auch hell. u. sp. Prosa; vom Metrum begünstigt, Scheller Oxytonierung 82 f.) mit σκοπιήτης m. Berggipfelbewohner = Πάν (Paus.), -ιάζω (ἀπο-) spähen, ausspähen (ep. seit Il.), -ιάομαι erspähen (Il.; nur m. δια-). 5. σκοπέω, -έομαι Iterat.-Intensivum zu σκέπτομαι (Pi., ion. att.), außerpräs. Formen spät: σκοπῆσαι, -ήσασθαι, -ήσω, -ήσομαι, ἐσκόπημαι. 6. σκοπεύω (κατα-, ἀπο-, ἐπι-), wahrscheinlich sekundär für σκοπέω (Schwyzer 732; X., LXX, Pap. usw.) mit σκόπευσις, -ευτής (Aq.), -εῖα n. pl. (Prokl.). — S. auch σκόπελος und σκώψ.
Etymology: Als altes Jotpräsens steht σκέπτομαι mit Metathese (Schwyzer 268) für *σπέκι̯ομαι, das mit lat. speciō, aw. spasyeiti und (bis auf anl. s-) mit aind. páśyati sehen identisch ist. Auch der Aor. σκέψασθαι läßt sich auf dieselbe Weise mit lat. spexī gleichsetzen; in beiden Fällen liegen indessen Neubildungen vor gegenüber dem suppletivischen aind. ádarśam, 3. pl. ádr̥śan (s. δέρκομαι). Durch das iterativ intensive σκοπέω, -έομαι wurde im Griech. eine neue Opposition zu σκέψασθαι usw. geschaffen derselben Art wie aind. pásyati: ádarśam, ὁράω: εἶδον. — Begriffliche und lautliche Identität liegt auch vor in σκοπός und aind. spaśa- Späher, das indessen aus spaś- (s. unten) erweitert ist (Wackernagel-Debrunner II: 2, 90); dazu noch awno. spār weissagend aus urg. *spaha- (idg. *spóḱo-). Ebenso deckt sich bis auf den Akzent σκοπή mit awno. spā f. Weissagung aus urg. *spahō (idg. *spóḱa); an Uridentität ist aber schon aus dem Grunde nicht zu denken, weil spā Weissagung eine Rückbildung aus spā weissagen aus urg. *spahōn (neben *spehōn in spähen; vgl. lat. au-spicārī) sein kann (Wissmann Nom. postv. 41 u. 110; umgekehrt σκοπάω von σκοπή). Dem Griech. fehlt das alte Wz. nomen aind. spaś-, aw. spas- Späher, lat. haru-spex u. a., von dem. σκέπτομαι usw. wahrscheinlich als Denominativum ausgegangen ist. — Weitere Einzelheiten m. Lit. bei WP. 2, 659f., Pok. 984, W.-Hofmann und (besonders wichtig) Ernout-Meillet s. speciō. Neugriech. Formen bei Caratzas Glotta 33, 322 ff.
Page 2,725-726

Mantoulidis Etymological

(=παρατηρῶ, ἐξετάζω). Θέμα σκεπ- (τοῦ σκοπῶ) + πρόσφυμα τ + ομαι → σκέπτομαι. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω -ῶ.

Lexicon Thucydideum

speculatum esse, to have gone scouting, 1.91.2, 6.6.3, 7.83.1,
dispexisse, to have reconnoitered, 1.107.4, 6.82.2,
considerare, reputare, to ponder, reflect on, 1.33.2. 1.143.5, 3.39.7, 3.46.2. 3.47.1, 3.58.5. 3.62.3. 3.62.5. 4.62.2. 6.9.1, 6.38.5,
consuluisse, providisse, to have taken thought for, made provision for, 6.40.2,
statuisse, to have decided, 8.63.4,
PASS. consultum esse, to have been decided, 7.62.1, [vid. see σκοπεῖν.]