τρώγω
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
Od.6.90, etc.: A fut. τρώξομαι Ar.Ach.806, X.Smp.4.8: aor. 1 ἔτρωξα (κατ-) Batr.182, Hp.Nat.Mul.8, Timo66.6: aor. 2 ἔτρᾰγον, 3sg. subj. τράγῃ Pherecr.67.5 (elsewhere only in compos. with ἐν- (q.v.), κατα-, παρα-):—Pass., pf. τέτρωγμαι (δια-) Ar.V.371, (παρεν-) Eub.15.8:—gnaw, nibble, munch, especially of herbivorous animals, as mules, τ. ἄγρωστιν Od.6.90; of swine, ἐρεβίνθους τ. Ar. Ach.801, cf. 806; of cattle, τὸν θαλλόν, κόμαρον τ., Theoc.4.45, 9.11; rarely of dogs, Εὐριπίδην ἔτρωγον Sotad.15.15; of human beings in disease, λίθους τε καὶ γῆν τρώγουσι Hp.Prorrh.2.31.
II of men, eat vegetables or fruit, τοὺς γενομένους [κυάμους] οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Hdt.2.37; τὸ κάτω [τῆς βύβλου] ib.92; τὸν καρπὸν τοῦ λωτοῦ Id.4.177; τ. βότρυς Ar.Eq.1077; βολβοὺς τρώγων, τυροὺς κάπτων Anaxil.18.3 (anap.); of dessert, eat fruits, as figs, almonds, etc., Hdt.1.71, Ar.Pax1324, Pherecr.159 (v. τρωγάλια) ; ἴτρια, μελίπηκτα, Sol.38.1, Antiph.140.4; of small fish as hors-d'oeuvres, κἀν ποίᾳ πόλει τοσοῦτος < ὢν > τὸ μέγεθος ἰχθῦς τρώγεται; Eup.23 D.: abs., πίνειν καὶ τ. drink and eat dessert, D.19.197: Com. metaph., γνώμας τ. Πανδελετείους Ar.Nu.924 (anap.):—Pass., τρώγεται ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα Hdt.2.92.
III later, simply eat, serving as pres. to ἔφαγον instead of ἐσθίω, ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα Ev.Jo.6.54 (cf. aor. φάγητε.. πίητε ib.53); τρώγοντες καὶ πίνοντες Ev.Matt.24.38; never in LXX (ὁ ἐσθίων ἄρτους μου LXX Ps.40(41).10 becomes ὁ τρώγων μου τὸν ἄρτον when cited in Ev.Jo.13.18); δύο τρώγομεν ἀδελφοί is dub. l. in Plb.31.23.9; ἔδωκεν εὔζωμον νήστῃ τρώγειν SIG1171.9 (Crete, perhaps i B. C.); ἡ νὺξ τὴν ἡμέραν τ. (of a black man eating white bread) Diog.Cyn. ap. Sammelb.5730 (iv/v A. D.); ψυχρὰ τρώγοντα κατακαίεσθαι PMag.Lond.121.177; ἔμοιγε, ὅσσα παρ' ἀνθρώποις, τρώγειν ἔθος Batr.34; this usage is mentioned by AB114, censured by Phot.
French (Bailly abrégé)
f. τρώξομαι, et, dans les composés, ao. ἔτρωξα, ao.2 ἔτραγον;
Pass. pf. τέτρωγμαι;
1 en parl. d'animaux manger, ronger, brouter;
2 en parl. de pers. manger des aliments crus, particul. croquer des noix, des amandes, etc.
Étymologie: R. Τραγ, manger.
German (Pape)
fut. τρώξομαι, Ar. Ach. 771; aor. ἔτραγον, selten ἔτρωξα, wie κατατρώξαντες Timon. frg. 7; aor. pass. ἐτράγην (verwandt mit τρύω); – nagen, knuppern, essen, fressen, bes. rohe Speisen; Hom. von den Maultieren, τρώγειν ἄγρωστιν, Od. 6.90; Her. 2.37 sagt τοὺς γενομένους κυάμους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται, weder roh noch gekocht essen; vgl. 1.71, 2.92, 4.177; später bes. vom Nachtisch, Nüsse, Mandeln knacken, naschen, Ar. und A.; allgemein, πίνειν καὶ τρώγειν, Dem. 19.197; Folgde: δύο τρώγομεν ἀδελφοί, Pol. 52.9.9, wir leben zusammen. – Vgl. B.A. 114.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρώγω, Dor. praes. ind. 3 plur. τρώγοντι, ptc. f. acc. plur. τρωγοίσας; them. aor. in compos. -έτραγον, knabbelen, knagen:; τρώγοις ἂν ἐρεβίνθους; wil je erwten knabbelen? Aristoph. Ach. 801; rauw eten:; τ. τὸν καρπόν... τοῦ λωτοῦ de vrucht van de lotus als rauwkost eten Hdt. 4.177; πίνειν καὶ τρώγειν drinken en (dessert) eten Dem. 19.197; overdr.: γνώμας τρώγειν Πανδελετείους genieten van de zoete broodjes (‘meninkjes') van Pandeletus Aristoph. Nub. 924.
Russian (Dvoretsky)
τρώγω: (fut. τρώξομαι) (о людях и животных)
1 грызть, есть, вкушать (τι Hom., Her., Arph., Dem., Theocr.): τ. γνώμας τινός Arph. смаковать чьи-л. изречения;
2 есть в сыром виде (κυάμους Her.);
3 жить: δύο τρώγομεν Polyb. мы живем вдвоем (вместе).
English (Autenrieth)
gnaw, crop, browse upon, Od. 6.90†.
English (Strong)
probably strengthened from a collateral form of the base of τραῦμα and τρίβος through the idea of corrosion or wear; or perhaps rather of a base of τρυγών and τρίζω through the idea of a craunching sound; to gnaw or chew, i.e. (generally) to eat: eat.
English (Thayer)
to gnaw, crunch, chew raw vegetables or fruits (as nuts, almonds, etc.): ἄγρωστιν, of mules, Homer, Odyssey 6,90, and often in other writers of animals feeding; also of men from Herodotus down (as σῦκα, Herodotus 1,71; βότρυς, Aristophanes eqq. 1077; blackberries, the Epistle of Barnabas 7,8 [ET] (where see Harnack, Cunningham, Müller); κρόμυον, μετά δεῖπνον, Xenophon, conv. 4,8); universally, to eat: absolutely, (δύο τρώγομεν ἀδελφοί, we mess together, Polybius 32,9, 9) joined with πίνειν, Demosthenes, p. 402,21; Plutarch, symp. 1,1, 2; Ev. Nicod. c. 15, p. 640, Thilo edition (p. 251 Tdf. edition)); τόν ἄρτον, ἄρτος 2and ἐσθίω b.); figuratively, τήν σάρκα, the 'flesh' of Christ (see σάρξ, 1), John 6:54,56f.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α
μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι
β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) παίρνω οποιαδήποτε τροφή, γευματίζω (α. «κάθησε να φάμε μαζί το μεσημέρι» β. «φάγαμε σούπα και ψητό»)
2. μού αρέσει ένα φαγητό («δεν τρώω το τυρί»)
3. καταργώ νηστεία, αρταίνομαι («έφαγε τη Μεγάλη Παρασκευή»)
4. συνεκδ. δαγκώνω («μ΄ έφαγαν τα κουνούπια»)
5. προκαλώ φθορά, καταστρέφω (α. «έφαγε ο σκόρος τα μάλλινα» β. «φοράει φαγωμένα παπούτσια»)
6. καταναλώνω πολύ, σπαταλώ (α. «το αυτοκίνητό του τρώει πολλή βενζίνη» β. «έφαγε όλη την περιουσία του στις γυναίκες»)
7. καταχρώμαι («έφαγε τα λεφτά της επιχείρησης»)
8. γίνομαι αντικείμενο σοβαρότατης επίπληξης ή τιμωρούμαι αυστηρά (α. «έφαγε μια κατσάδα» β. «έφαγε δέκα χρόνια φυλακή»)
9. φονεύω, σκοτώνω (α. «πίσω και σ' έφαγα» β. «έφαγε κόσμο και κοσμάκη αυτός στην Κατοχή»)
10. νικώ, καταβάλλω κάποιον («τον τρώει στο τρέξιμο»)
11. παρακαλώ ή παρακινώ φορτικά και ενοχλητικά (α. «μέ έφαγε να πάμε στον κινηματογράφο» β. «μού 'φαγε τ' αφτιά»)
12. περνώ μια περίοδο της ζωής μου («έφαγε τα νιάτα του στην φυλακή»)
13. βασανίζω πολύ («μέ έφαγε με τη γκρίνια του»)
14. λειώνω από λύπη, αρρώστια, στενοχώρια (α. «τον τρώει η ζήλεια του» β. «τον έφαγε ο καημός του παιδιού του»)
15. υφίσταμαι κακό (α. «έφαγα όλη τη βροχή» β. «έφαγα κατσάδα» γ. «έφαγα ξύλο»)
16. (μέσ. και παθ.) τρώγομαι
α) είμαι κατάλληλος για τροφή, είμαι εδώδιμος («τα σταφύλια δεν τρώγονται, είναι άγουρα»)
β) επιδιώκω κάτι με επιμονή (α. «φαγώθηκε να παντρευτεί και μετά από έναν χρόνο χώρισε» β. «έναν χρόνο τώρα τρώγεται να του πάρω αυτοκίνητο»)
γ) διαπληκτίζομαι, φιλονικώ (α. «τρώγεται με τους συναδέλφους του» β. «τρώγονται σαν τα σκυλιά» — μαλώνουν διαρκώς)
δ) είμαι υποφερτός ή είμαι συμπαθής (α. «δεν είναι όμορφη, μα τρώγεται» β. «εσύ με τίποτε δεν τρώγεσαι πια» — είσαι εντελώς ανυπόφορος)
17. (ως τριτοπρόσ.) μέ τρώει
έχω κνησμό, έχω φαγούρα («μέ τρώει το γόνατο»)
18. φρ. α) «τρώω τον άμπακο [ή τον κόρακα ή τον περίδρομο]» — καταναλώνω υπερβολικές ποσότητες φαγητού
β) «τρώω σαν λύκος» — τρώω με λαιμαργία
γ) «να τρώει η μάννα και του παιδιού να μη δίνει» — λέγεται για πολύ νόστιμο φαγητό
δ) «τρώει άχυρα [ή πίτουρα ή λάχανα ή κουτόχορτο]» — είναι βλάκας, ηλίθιος
ε) «το τρώω και μέ τρώει» — δεν αισθάνομαι τη νοστιμιά του φαγητού λόγω ανησυχίας ή θλίψης
στ) «τρώει το ψωμί χαράμι» — είναι άχρηστος άνθρωπος
ζ) «έφαγε το ψωμί [ή τα ψωμιά] του»
i) (για πρόσ.) είναι πολύ γέρος, πλησιάζει το τέλος του
ii) (για πράγμ.) έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, έχει αχρηστευθεί
η) «έφαγε το χάπι» — έπεσε στην παγίδα
θ) «τρώει τα νύχια [ή τα μανίκια] του» — επιθυμεί έντονα, αδημονεί
ι) «έφαγε τα λυσσακά του» — προσπάθησε με κάθε τρόπο, κατέβαλε κάθε προσπάθεια
ια) «έφαγα τον κόσμο» — έψαξα παντού
ιβ) «έφαγα τα σκώτια μου» — έκανα κάθε προσπάθεια
ιγ) «τρώει τα σίδερα» — είναι ασυγκράτητος, χαλάει τον κόσμο
ιδ) «τρώει τα λόγια του» — δυσκολεύεται στην προφορά τών λέξεων
ιε) «διαβάζοντας τρώει τα μισά» — παραλείπει κατά την ανάγνωση
ιστ) «τρώνε τα σάλια τους» — είναι στενά συνδεδεμένοι
ιζ) «μήτε ωμός τρώγεται, μήτε ψητός»
i) είναι ανυπόφορος
ii) είναι ασυμβίβαστος
ιη) «μαύρο φίδι που σ' έφαγε» — αλίμονό σου τί έχεις να πάθεις
ιθ) «τρώω το ψωμί του» — μέ συντηρεί
κ) «έφαγα το ψωμί του» — του πήρα τη θέση
κα) «τρώω τα τζιέρια κάποιου» — τον ταλαιπωρώ ή τον βασανίζω πολύ
κβ) «μ' έφαγαν τα σημάδια» — κατέληξα σε σωστό συμπέρασμα από μερικές ενδείξεις που είχα ότι θα μάς βρει ένα κακό, μια συμφορά
κγ) «είμαι φαγωμένος» — έχω φάει
κδ) «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του [ή όσες τρώει το νταούλι ή όσες τρώει το χταπόδι]» και «έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα» — τον έδειραν ανελέητα
κε) «θα τίς φας» — απειλή σε κάποιον ότι θα ξυλοκοπηθεί
κστ) «έφαγε τη χυλόπιτα» ή «έφαγε την παπάρα»
i) απέτυχε σε μια ερωτική προσπάθεια
ii) τον έδιωξαν ως ανεπιθύμητο
κζ) «έφαγε το κεφάλι του»
i) ζημιώθηκε από σφάλμα που διέπραξε ο ίδιος
ii) έχασε τη ζωή του
κη) «τον έφαγε με τα λιμά» — τον κατέβαλε μολονότι ήταν πιο αδύνατος, ή τον παραπλάνησε, τον παρέπεισε
κθ) «τρώγεται με τα ρούχα του» — είναι πολύ γκρινιάρης με τον εαυτό του και με όλους
λ) «τρώγονται σαν τα καβούρια μέσα στο σακούλι» — καταφέρονται ο ένας εναντίον του άλλου
λα) «τον τρώει η μύτη του [ή η ράχη του ή η παλάμη] του» — προκαλεί ο ίδιος την τιμωρία του
λβ) «τον τρώει η γλώσσα του» — είναι έτοιμος ν' αποκαλύψει μυστικό
19. παροιμ. α) «οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν» — δηλώνει ότι τα σφάλματα τών γονέων έχουν αντίκτυπο στα παιδιά τους
β) «όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια» και «απόχει μαχαίρι τρώει πεπόνι» — δηλώνει ότι η δύναμη εξασφαλίζει την επιτυχία
γ) «τρώει ο χοίρος [ή η αλεπού] τα ξυράφια, μα στο βγάλσιμο τά βρίσκει» — δηλώνει ότι εκείνοι που ζουν με δάνεια, τά πληρώνουν αργότερα με τόκους
δ) «εφάγαμε το βόδι και απόμεινε η ουρά του» — λέγεται στις περιπτώσεις που έχει επιτελεστεί το μεγαλύτερο μέρος ενός έργου, μιας προσπάθειας, και μένει λίγο ωσότου ολοκληρωθεί, μέρος που ίσως είναι το ευκολότερο, αλλά μπορεί να είναι και δύσκολο
ε) «το ώριμο σύκο ο χοίρος το τρώει» — λέγεται για τις περιπτώσεις που τις ωραίες και άξιες γυναίκες τις παντρεύονται ανάξιοι πλούσιοι
στ) «φάτε μάτια ψάρια κι η κοιλιά περίδρομο» — λέγεται για κάτι που επιθυμεί κανείς πάρα πολύ αλλά δεν μπορεί να το γευθεί ή και να το απολαύσει
ζ) «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» — δηλώνει την ισχύ του νόμου της ζούγκλας, όπου σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις επικρατεί ο ισχυρότερος
η) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τά 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για ανώτερους ανθρώπους που ξέπεσαν και διασύρονται από κατώτερούς τους
θ) «ας τρώει η γριά κι ας μουρμουρίζει ο γέρος» — λέγεται για πολύ εγωιστές ανθρώπους
ι) «αν δεν φας δράκο, δράκος δεν γίνεσαι» ή «αν δεν φας στοιχειό, στοιχειό δεν γίνεσαι» — δηλώνει ότι μόνον αν νικήσει κανείς έναν ισχυρό αντίπαλο γίνεται και ο ίδιος ισχυρός
ια) «όταν τα σκυλιά τρώγονται, ο λύκος τρώει τα πρόβατα» — δηλώνει ότι όταν φιλονικούν οι κυβερνώντες, καταστρέφονται οι κυβερνώμενοι
ιβ) «όταν το πρόβατο ξεκόβεται απ' το κοπάδι, το τρώει ο λύκος» — δηλώνει ότι όταν κάποιος αποχωρεί από ένα οργανωμένο σύνολο είναι καταδικασμένος να χρεωκοπήσει
αρχ.
1. (για φυτοφάγα κατοικίδια ζώα και σπάν. για σκυλιά) ροκανίζω κάτι με τα δόντια μου και το μασώ για να το καταπιώ
2. (για πρόσ.) μασώ και καταπίνω ωμά χόρτα, όσπρια και ξηρούς καρπούς, τραγανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρώ-γ-ω (< tŗ-γ- < treә3-γ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ter- «τρίβω, τρίβω με κυκλικές κινήσεις» (πρβλ. τείρω) και εμφανίζει μακρό το φωνηεντικό -ŗ- και ουρανικό ένθημα -γ-. Παρλλ. απαντούν και τ. σχηματισμένοι από θ. τρăγ- < τřγ- (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν, τραγ-ανός) της συνεσταλμένης βαθμίδας της μακρόφωνης ρίζας του ενεστ. (για την εναλλαγή αυτή, πρβλ. γλῶσσα < γλώχ-ια: γλăσσᾶς< γλăχ-ια].
Greek Monotonic
τρώγω: μέλ. τρώξομαι, αόρ. ἔτρωξα, αόρ. βʹ ἔτρᾰγον — Παθ., παρακ. τέτρωγμαι·
I. κατατρώγω, μασουλώ, τραγανίζω, λέγεται για φυτοφάγα ζώα, όπως τα μουλάρια, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το γουρούνι, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα βοοειδή, σε Θεόκρ.
II. λέγεται για τους ανθρώπους, τρώω λαχανικά ή καρπούς, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρώγω: μέλλ. τρώξομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 806, Ξεν· ἀόρ. α΄ ἔτρωξα (κατ-) Βατραχομυομ. 182, Ἱππ. 565. 46, Τίμων ἐν Ἀποσπ. 7· ἀόρ. β΄ ἔτρᾰγον, γ΄ ἑνικ. ὑποτ. τράγῃ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 1. 5 (ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. κατα-, παρα-, ἐν-)· - Παθ., πρκμ. τέτρωγμαι (δια-) Ἀριστοφ. Σφ. 371· (παρεντέτρωκται) Εὔβουλος ἐν «Αὔγῃ» 1, 8. Ἐπὶ φυτοφάγων ζῴων, ὡς π.χ. ἡμιόνων, ἡμιόνους... σεῦαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν ἄγρωστιν μιλιηδέα Ὀδ. Ζ. 90· ἐπὶ χοίρων, ἐρεβίνθους τρ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 801, πρβλ. 8. 6· ἐπὶ μόσχου, βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία· τῆς γὰς ἐλαίας τὸν θαλλὸν τρώγοντι Θεόκριτ. 4. 45· ἐπὶ δαμαλῶν, κόμαρον τρωγοίσας ὁ αὐτ. 9. 11· σπανίως ἐπὶ κυνῶν, Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 528. 20. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, τρώγω ὄσπρια, καρποὺς καὶ τὰ τοιαῦτα ὠμά, τοὺς γενομένους κυάμους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Ἡρόδ. 2. 37· τὸ κάτω τῆς βύβλου ὁ αὐτ. 2. 92· τὸν καρπὸν τοῦ λωτοῦ ὁ αὐτ. 4. 177· τρ. βότρυς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1077· βολβοὺς τρώγων, τυροὺς κάπτων Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1, 3· ἐπὶ ἐπιδορπίου, τρώγω καρπούς, οἷον σῦκα, ἀμύγδαλα, κλπ., Ἡρόδ. 1. 71, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1324, Φερεκράτης ἐν Ἀδήλοις 2, πρβλ. Βατραχομυομ. 34 (ἴδε τρωγάλια)· ἴτρια, μελίπηκτα Σόλων 37, 1· μελίπηκτα... τρώγοιμι Ἀντιφάνης ἐν «Λεπτινίσκῳ» 1· ἀπολ., τρ. καὶ πίνειν, τρώγω τρωγάλια καὶ πίνω οἶνον, Δημ. 402. 21· - κατὰ κωμ. μεταφ., γνώμας τρ. Πανδελετείους Ἀριστοφ. Νεφ. 924· - Παθ., τρώγεται ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα Ἡρόδ. 2. 92. - Κατὰ τὸν Ἀντιαττικιστὴν ἐν Α. Β. 114. 15: «τρώγειν οὔ φασι δεῖν λέγειν τὸ ἐσθίειν, ἀλλὰ τὸ τραγήματα ἐσθίειν».
Middle Liddell
I. to gnaw, nibble, munch, of herbivorous animals, as mules, Od.; of swine, Ar.; of cattle, Theocr.
II. of men, to eat vegetables or fruit, Hdt., Ar.
Frisk Etymology German
τρώγω: {trṓgō}
Forms: Aor. τραγεῖν (fast nur m. Präfix, bes. ἐν-), junger κατατρῶξαι, Fut. τρώξομαι, Perf. Pass. τέτρωγμαι,
Grammar: v.
Meaning: zernagen, abfressen, essen, meist von rohen Früchten (ion. att. seit ζ 90), später essen im. allg.
Composita: oft m. Präfix, bes. im Aor., z.B. κατα-, ἀπο-, παρα-, ἐν-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Mit Hochstufe: 1. τρῶγες m. pl. = θηρία τὰ ἐν τοῖς ὀσπρίοις (Stratt.; wie θρίψ, πτώξ usw.); als Hinterglied u.a. in κυαμοτρώξ Bohnenfresser (Ar.); vgl. τρῶγας (zu 3. unten). 2. τρώκτης m. Nager, Näscher, Betrüger, Schelm (ξ 289, ο 416 u.a.; zur Bed. usw. Fraenkel Nom. ag. 1, 75 f.); auch N. eines Fisches (Ael., lat. LW tructa? W.-Hofmann s.v.); als Hinterglied, z.B. in πτερνοτρώκτης (Batr.); -τίς f. (Tz.), -τικός gefräßig (Ph., Tz.). 3. τρώγλη f. Höhle, Loch (Hp., Herod., Arist., LXX, Batr. u.a.) mit -λύδριον Demin. (Hdn. Gr.), -λίτης m. N. eines Vogels (Hdn.Epim., Eust.; ausführlich Redard 85), -λῖτις f. Beiw. verschiedener Pflanzen = τρωγ(λ)οδύτις, -δυτική (Edict. Diocl. u.a.; s. unten und Redard 77). Als Vorderglied in τρωγλοδύτης m. "Hohlenkriecher", von allerhand Tieren, z.B. Füchsen, Schlangen, auch Zaunkönig, mit -δυτέω, -δυτικός (Arist. u.a.); -δύνων m. parod. Beiwort einer Maus (Batr.). Daneben Τρωγοδύται m. pl. N. eines äthiopischen Volkes (Hdt. 4, 183 codd. ABC, Pap. u.a.; bei Str. u.a. auch Τρωγλο- ~ geschr.) mit — δύτις, -δυτικός (D. S., Plu. u.a.); vgl. τρῶγας· τρώγλας H. und Schwyzer 260 m. Ber. u. Nachtr. (830; m. Lit.). 4. τρωγάλια n. pl. (selten sg.) Näschereien (Pi., Fr. 124, Ar., Arist., hell. Inschr. u.a.). 5. -ανα n. pl. ib. (Sparta Ip). 6. -ματα pl. ib. (Philox.). 7. τρῶξις (ἀπό-) f. das Nagen (Hp., Arist. u.a.) mit -ιμος eßbar, in rohem Zustande (Theok.), -ιμα n. pl. eßbare Früchte (Hp., Pap.; Arbenz 50). 8. -ανα n. pl. dürres Holz (Thphr.), wie λείψανα, ὄψανα u.a. (vgl. τραύξανα). 9. -αλλίς, -ίδος f. Heuschrecke (Alex., Dsk., Plin. u.a.), wie θρυαλλίς, πυραλλίς u.a. (Schwyzer 484, Chantraine Form. 252). — B. Mit Tiefstufe (vom Aorist τραγεῖν): 1. τραγανός eßbar (Hdn. Gr., EM), wie ἐδανός. 2. -αλίζω = τρώγω (Ar. ?K 674), nach πυκταλίζω u.a.; -άλια = τρωγάλια (Theognost.). 3.-ήματα n.pl. (selten sg.) Näschereien, Nachtisch (Kom., X., Arist. usw.) mit -ημάτια, -ηματώδης, -ηματίζω, -ηματισμός; nach ἐπιφορήματα u.a. (Specht KZ 65, 213). — Zu τράγος s. bes.
Etymology: Zum Ablaut τρώγω: τραγεῖν Schwyzer 340 u. 359. Derselbe Wechsel kann in zwei armen. Wörtern vorliegen, die sich aber wegen des Lautwandels begrifflich voneinander entfernt haben: aracem weiden (= τραγεῖν), t‘urc, Gen. t‘rcoy’γνάθος, Kinnbacke’, das auf idg. *trōĝ- zurückgehen kann (eig.*"Esser, Kauer"); s. Lidén Armen. Stud. 33ff. Hierher noch toch. AB trāsk- kauen, wahrscheinlich aus *trāk-sk-, mit mehrdeutigem Vokal (sowohl ō wie α denkbar); v. Windekens Lex. étym. s.v. — Eine davon unabhängige Gutturalbildung zeigt got. þaírko Loch (idg. terg-), womit lat. tergō, -eō abreiben, abmischen verbunden zu werden pflegt (W.-Hofmann s.v., WP. 1, 732, Pok. 1073). — Weitere Beziehung zu τρω- in τιτρώσκω usw. (s.d.) ist sehr erwägenswert.
Page 2,938-939
Chinese
原文音譯:trègw 特羅哥
詞類次數:動詞(6)
原文字根:咀嚼
字義溯源:齧咬*,咀嚼,嘎札有聲的喫,喫,噬,細咬;或源自(τραῦμα)=傷處),而 (τραῦμα)出自(Τίτος)X=傷*),及出自(τρίβος)=路徑,走踏成路),而 (τρίβος)又出自(τρίβος)X=磨擦*);或出自(τρυγών)=斑鳩),及(τρίζω)=切齒*)。參讀 (γεύομαι)同義字
同源字:1) (τράγος)公山羊 2) (τρώγω)齧咬
出現次數:總共(6);太(1);約(5)
譯字彙編:
1) 喫(6) 太24:38; 約6:54; 約6:56; 約6:57; 約6:58; 約13:18
Mantoulidis Etymological
(=ροκανίζω, μασῶ). Σχετίζεται μέ τό τείρω. Εἶναι ἠχομιμητική λέξη. Θέμα τρώγ+ω = τρώγω καί μέ μετάπτωση τραγ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί ζα: τρ άγ ημα, τρ αγ ήματα (=ξερ οί καρποί), τραγηματίζω, τραγημάτιον, τράγος, τραγικός, τραγέλαφος, τραγῳδός, τραγῳδῶ, τρ αγ ῳ δ ί α , τρ ωγ ά λι α (= ξ ερ ο ί κ αρ π ο ί) , τρώγλη, τρωγλοδύτης, τρώκτης (=φαγάς), τρωκτικός (=ἀχόρταγος), τρωκτός, τρωκτά, τά (=καρποί), τρώξ -τρωγός (=σκουλήκι τῶν ὀσπρίων), τρωξαλλίς (=ἀκρίδα πού τρώει τά λάχανα), τρώξιμος, τρῶξις, σκυτοτρώκτης (=πού τρώει τά δέρματα).
Translations
Abkhaz: афара; Afrikaans: eet; Ahom: 𑜀𑜢𑜃𑜫; Ainu: エ, イペ; Akkadian: 𒅥; Aklanon: kaon; Albanian: ha; Ambonese Malay: makang, cake; Amharic: መብላት, በላ; Andi: икунну; Apache Western Apache: yiyąą, dáii'da; Arabic: أَكَلَ imperfective: يَأْكُلُ; Egyptian Arabic: كل; Gulf Arabic: كلا; Aragonese: minchar; Aramaic: ܐܟܠ, אכל; Armenian: ուտել; Old Armenian: ուտեմ; Aromanian: mãc; Assamese: খা; Asturian: yantar, xintar; Atayal: niqun; Atikamekw: mitciso; Avar: кваназе; Azerbaijani: yemək; Bakhtiari: خردن; Bashkir: ашау; Basque: jan; Bavarian: èssn; Belarusian: есці, есьці, з'есці; Bengali: খাওয়া; Brahui: kunak; Breton: debriñ; Bulgarian: ям, храня се; Burmese: စား, သုံးဆောင်, ဘုဉ်းပေး; Buryat: эдихэ; Catalan: menjar; Cebuano: kaun, kaon; Chechen: даа; Chichewa: -dya; Chinese Cantonese: 食, 吃; Dungan: чы; Gan: 吃; Hakka: 食; Jin: 吃; Literary Chinese: 餔; Mandarin: 吃, 食, 餔, 𫗦; Min Dong: 食; Min Nan: 食; Wu: 吃; Xiang: 吃; Chukchi: ӄамэтвак; Chuukese: mongo; Corsican: manghjà; Crimean Tatar: aşamaq; Czech: jíst, sníst; Dalmatian: mančur; Danish: spise, æde; Dolgan: аһаа; Dutch: eten, vreten, consumeren; Middle Dutch: eten; East Central German: assn; Elfdalian: jätå; Esperanto: manĝi; Estonian: sööma; Even: дьэб-; Evenki: дев-; Faroese: eta; Fijian: daliga; Finnish: syödä; Franco-Provençal: mengier; French: manger, bouffer; Friulian: mangjâ; Galician: comer, gandir; Ge'ez: በልዐ; Georgian: ჭამა; German: essen, fressen; Alemannic German: ässe; Old High German: ezzan, еʒʒan; Gothic: 𐌹𐍄𐌰𐌽, 𐌼𐌰𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: τρώω, τρώγω, σιτίζομαι, εσθίω; Ancient Greek: βιβρώσκω, βρύκω, δαίνυμι, δάπτω, δαρδάπτω, ἔδω, ἐσθίω, καταβιβρώσκω, κατεσθίω, πατέομαι, σιτέω, σιτέομαι, σιτίζομαι, τρώγω, φαγεῖν, φαγέω; Greenlandic: nerivoq; Guaraní: 'u; Gujarati: ખાવું; Gullah: nyam; Haitian Creole: manje; Hausa: ci; Hawaiian: ʻai; Hebrew: אָכַל; Higaonon: kaun; Hiligaynon: kaon, magkaon, áb-ab; Hindi: खाना, लेना; Hittite: 𒂊𒀉𒈪; Hungarian: eszik; Hunsrik: esse; Icelandic: borða, éta, eta; Ido: manjar; Indonesian: makan; Ingush: даа; Irish: ith; Isnag: kan; Istriot: magnà; Istro-Romanian: măncå; Italian: mangiare; Japanese: 食べる, 食う, 食事する, 召し上がる, 頂く; Jarai: ƀŏng, huă; Javanese: dhahar, mangan, nguntal, mbadhog; Judeo-Italian: אכלר; Kabuverdianu: kume; Kabyle: ečč; Kalmyk: идх; Kannada: ತಿನ್ನು; Kashmiri: کھیٛۆن; Kashubian: jesc; Kazakh: жеу; Khasi: bam; Khmer: ញ៉ាំ, ពិសា, ស៊ី, ហូប; Kikuyu: kũrĩa; Korean: 먹다, 드시다, 잡수시다, 섭취하다; Kumyk: ашамакъ; Kurdish Central Kurdish: خواردن; Northern Kurdish: xwarin; Kyrgyz: жеш; Ladino: komer, kumer; Laboya: ya; Lao: ກິນ, ທານ; Latin: edo, comedo, manduco; Latvian: ēst; Limburgish: aete; Lithuanian: valgyti, ėsti(used for animals and ill-mannered people); Lombard: mangià, magnà; Low German: eten; Luo: chamo; Luwian: 𒀀𒁺𒈾; Luxembourgish: iessen, buffen, friessen; Lü: ᦂᦲᧃ; Macedonian: јаде; Maguindanao: kuman; Malay Jawi: ماکن, سنتڤ; Rumi: makan, santap; Malayalam: കഴിക്കുക, തിന്നുക, ഉണ്ണുക; Maltese: kiel; Manchu: ᠵᡝᠮᠪᡳ; Manx: ee; Maore Comorian: uɗya; Maori: kai, haupa; Maranao: kan; Marathi: खाणे; Marwari: खाणौ; Middle English: eten; Mongolian Cyrillic: идэх; Mongolian: ᠢᠳᠡᠬᠦ; Mòcheno: èssn; Nahuatl: cuā; Nanai: депури, сиаори; Navajo: ashą́; Neapolitan: mangià, magnà; Nepali: खानु; Ngazidja Comorian: hula; Nivkh: иньдь; Norman: mangi; North Frisian: iidj, iit; Northern Ohlone: ahmush; Northern Sami: borrat; Northern Thai: ᨠᩥ᩠ᨶ; Northern Yukaghir: лэв-; Norwegian Bokmål: spise, ete; Nynorsk: eta / ete; Occitan: manjar; Ojibwe: wiisini, amo, miijin; Okinawan: 食むん; Old Church Slavonic Cyrillic: ꙗсти; Glagolitic: ⱑⱄⱅⰹ; Old English: etan; Old Frisian: ita; Old Norse: eta; Old Saxon: etan; Oriya: ଖାଇବା; Oromo: nyaachuu; Ossetian: хӕрын; Pali: khādati; Pashto: خوړل; Pennsylvania German: esse; Persian: خوردن; Pipil: -kwa, -cua; Polish: jeść, zjeść, żreć; Portuguese: comer; Punjabi: ਖਾਣਾ; Quechua: mikhuy, mikui; Rapa Nui: kai; Romagnol: magnê; Romanian: mânca; Romansch: mangiar, magliar; Russian: есть, поесть, съесть, кушать, покушать, скушать, питаться, жрать, пожрать, сожрать, употребить; Rusyn: ї́сти; Sanskrit: अत्ति, खादति; Sardinian: mandigare; Scottish Gaelic: ith; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏сти, јисти, по̀јести, вѐчерати; Roman: jȅsti, jisti, pòjesti, vèčerati; Shan: ၵိၼ်; Sherpa: ཟ; Shilluk: camo; Sicilian: manciàri, manciari; Sindhi: کائِڻُ; Sinhalese: කනවා, වලඳීනවා; Skolt Sami: poorrâd; Slovak: jesť; Slovene: jesti; Sorbian Lower Sorbian: jěsć; Upper Sorbian: jěsć; Sotho: ja; Spanish: comer; Sundanese: tuang, neda, dahar, lebok, nyatu, lolodok, jajablog; Swahili: kula; Swedish: äta; Sylheti: ꠈꠣꠃꠣ; Tagalog: kain, kumain, kainin; Tai Dam: kin, ꪀꪲꪙ; Tajik: хӯрдан; Tamil: சாப்பிடு, உண், தின்; Tatar: ашарга; Tausug: kaun; Telugu: తిను, భుజించు; Tetum: han; Thai: กิน, รับประทาน, ทาน, ฉัน, แดก, เสวย; Tibetan: ཟ, མཆོད; Tocharian B: śu-, tāpp-; Tok Pisin: kai; Turkish: yemek; Turkmen: iýmek; Tuvan: чиир; Ugaritic: 𐎀𐎋𐎍; Ukrainian: ї́сти; Urdu: کھانا; Uyghur: يېمەك; Uzbek: yemoq; Venetian: magnar; Vietnamese: ăn, ăn cơm, xơi; Waray-Waray: ka-un; Welsh: bwyta; West Frisian: ite; Western Bukidnon Manobo: ka'an; Yagnobi: хварак; Yakut: аһаа, сиэ; Yiddish: עסן; Yucatec Maya: hanal; Yup'ik: ner'uq; Zazaki: werdene; Zealandic: ete; Zhuang: gwn; Zulu: -dla; ǃXóõ: ʻâã