Ὀρφεύς
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
-έως, ὁ, Dor. Ὄρφης Ibyc.10A, Ὀρφήν Hdn.Gr.1.14:—Orpheus, Pi.P.4.177, Pl.R.364e, etc.:—Adj. Ὀρφεῖος, Ὀρφεῖα, Ὀρφεῖον = Orphic, Orphical, E.Alc. 969(lyr.), Pl.Lg.829e; or Ὀρφικός, Ὀρφική, Ὀρφικόν, Hdt.2.81; ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς ἔπεσι καλουμένοις λόγος = the theory in the so-called poems of Orpheus Arist.de An.410b28.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Orphée, chantre célèbre de Thrace.
Étymologie: DELG pê de ὀρφανός, ou nom myth. préhellénique.
English (Slater)
Ὀρφεύς, son of Oiagros, singer and Argonaut. ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς (P. 4.177) υἱὸν Οἰάγρου δὲ Ὀρφέα χρυσάορα Θρ. 3. 12.
Greek Monotonic
Ὀρφεύς: -έως, ὁ, ο Ορφέας, ξακουστός βάρδος από τη Θράκη, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίθ. Ὄρφειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ορφέα, Ορφικός, σε Ευρ.· ομοίως, Ὀρφικός, -ή, -όν, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Ὀρφεύς: έως, эп. ῆος ὁ Орфей (сын музы Каллиопы от фракийского царя Эагра или от Аполлона, муж Эвридики, миф. певец и автор мистических гимнов, погибший от рук вакханок) Pind., Plat. etc.
Greek Monolingual
ο (Α Ὀρφεύς, Ὀρφέως, δωρ. τ. Ὄρφης)
μορφή της ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, περίφημος αοιδός, μουσικός και ποιητής, γιος του Απόλλωνος ή του θρακικού ποταμού Οιάγρου, και της μούσας Καλλιόπης, ο οποίος έλαβε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μυθικό όν. προελληνικής προελευσης. Κατ' άλλη άποψη, η λ. αποτελεί παρ. του orbho- (πρβλ. ὀρφανός), λόγω του ότι ο Ορφεύς είχε στερηθεί τη σύζυγό του].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: son of Oiagros.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. Pre-Greek. (Wrong Perpillou, Subst. en -εύς 12.)
Middle Liddell
Ὀρφεύς, έως, ὁ,
Orpheus, a famous Thracian bard, Pind., etc.:—adj. Ὄρφειος, η, ον of Orpheus, Orphic, Eur.; so, Ὀρφικός, ή, όν, Hdt.