πρωτοδιάκονος
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, first deacon, Supp.Epigr.6.243 (Phrygia, v A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοδιάκονος: [ᾱ], ὁ, ὁ πρῶτος διάκονος, ἢ ἀρχιδιάκονος, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 81, Συλλ. Ἐπιγρ. 8737· - Ὡς ἐπίθετ. ἀναφέρεται εἰς τὸν Ἅγιον Στέφανον, Ψευδοβασίλ. ΙΙΙ, 1641C, Σύγκελλ. 623, 10.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ο πρώτος διάκονος, ο αρχιδιάκονος
μσν.
προσωνυμία του αγίου Στεφάνου.
Translations
archdeacon
Catalan: ardiaca, arxidiaca; Esperanto: arkidiakono, ĉefdiakono; Finnish: arkkidiakoni; French: archidiacre; German: Archidiakon; Greek: αρχιδιάκονος; Ancient Greek: ἀρχιδιάκονος, ἀρχιδιάκων, πρωτοδιάκονος; Ido: arkidiakono; Irish: ard-deagánach; Italian: arcidiacono; Macedonian: архиѓакон; Maori: ātirīkona; Polish: archidiakon; Portuguese: arquidiácono, arcediago; Romanian: arhidiacon; Russian: архидьякон; Spanish: arcediano, archidiácono