σανδαράκη

From LSJ
Revision as of 21:14, 22 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰρᾰ́κη Medium diacritics: σανδαράκη Low diacritics: σανδαράκη Capitals: ΣΑΝΔΑΡΑΚΗ
Transliteration A: sandarákē Transliteration B: sandarakē Transliteration C: sandaraki Beta Code: sandara/kh

English (LSJ)

[ρᾰ], ἡ,
A red sulphide of arsenic, realgar, Arist.HA604b28, Plin.HN34.177, Peripl.M.Rubr.49; written σανδαράχη in Hp. Morb.2.14 (but σανδαράκκη Superf.32), Dsc.5.105, Gal.17(1).834, Alciphr.1.33, etc.
2 an orange pigment made therefrom, Thphr. De Lapidibus 40, 50. (Assyr. šindu arḳu 'green paint', i.e. yellow sulphide of arsenic, orpiment, cf. ἀρσενικόν.)
II beebread, Arist.HA626a7.

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, 1) ein arsenikalisches Erz, rothes Auripigment, Rauschroth, Realgar, während ἀρσενικόν gelbes ist; lat. sandaraca; Theophr., Strab., Diosc. – 2) ein bei Pferden, Zugvieh gebr. Arzneimittel, Arist. H. A. 8, 24. – 3) eine Art Bienenbrot, vielleicht einerlei mit ἐριθάκη, Arist. H. A. 9, 40.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
arsenic rouge (p. opp. à l'arsenic jaune ou ἀρσενικός).
Étymologie: cf. skr. sindura « minium ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σανδαράκη en σανδαράχη -ης, ἡ realgar (= arsenicum tetrasulfide (giftig)). Hp.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰράκη: (ρᾰ) ἡ
1) красный сернистый мышьяк, сандарак, реальгар Arst.;
2) (= κήρινθος) пчелиная перга Arst.

Greek Monolingual

και σανδαράχη, η, ΝΜΑ
1. εύθρυπτη, σχετικά αρωματική ημιδιαφανής ρητίνη, που διατίθεται υπό μορφή ωχροκίτρινων κόκκων, λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, σήμερα, στην βιομηχανία χρωμάτων, στην φαρμακοποιία καθώς και για επικάλυψη χαρτιού, δέρματος και μετάλλου
2. ορυκτό του αρσενικού και του θείου
3. φρ. α) «ερυθρά σανδαράκη»
(ορυκτ.) κόκκινο ή πορτοκαλλόχρωμο ορυκτό του αρσενικού και του θείου, το οποίο αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα του αρσενικού
β) «κίτρινη σανδαράκη» — διαφανές κίτρινο θειούχο ορυκτό του αρσενικού, που αποτελεί απόθεση θερμών πηγών και είναι προϊόν εξαλλοίωσης, ιδίως από ερυθρά σανδαράκη, ή προϊόν χαμηλών θερμοκρασιών σε υδροθερμικές φλέβες
αρχ.
1. τροφή τών μελισσών («τροφὴν ἐμφερῆ τῷ κηρῷ τὴν σκληρότητα, ἣν ονομάζουσί τινες σανδαράκην», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τροφή τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης καὶ εἶδος τι μεταλλικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. από τον ανατολικό χώρο, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή της. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με την λ. Σανδαράκη, όν. ενός λιμανιού του Εύξεινου Πόντου].

Greek Monotonic

σανδᾰράκη: [ᾰ], ἡ, ορυκτό κόκκινο ή σε πορτοκαλί απόχρωση, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰράκη: [ᾰ], ἡ, ἐρυθρὸν θειοῦχον ἀρσενικὸν, (ἀρσενικὸν δὲ καλεῖται τὸ κίτρινον, Διοσκ. 5. 12), Λατ. sandaraca, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 8· φέρεται σανδαράχη παρ’ Ἱππ. 466. 20, Διοσκ. 5. 103, Ἀλκίφρ. 1. 33, κτλ. 2) χρῶμα ἐρυθρόχρυσον ἢ τοῦ πορτοκαλίου λαμβανόμενον ἐξ αὐτῆς, Θεοφρ. π. Λίθ. 40 καὶ 50. (Πρβλ. Σανσκρ. sindûra = minium). II. τροφὴ τῶν μελισσῶν, «κέραθος», τὸ αὐτὸ καὶ κήρινθος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5· καὶ ἐριθάκη, αὐτόθι 52. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τροφή τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης. καὶ εἶδός τι μεταλλικόν».

Frisk Etymological English

-άχη
Grammatical information: f.
Meaning: sandarac, red arsenic sulphide, realgar, red orpiment (Hp., Arist., Thphr. a.o.), beebread (Arist.).
Compounds: σανδαρακ-ούργιον n. sandarac pit (Str.).
Derivatives: -ινος sandarac-coloured, bright red (Hdt. α. ο.), -ίζω to be sandarac-coloured (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Orient. LW [loanword] of unknown source. Nehring Glotta 14. 182 reminds of the PlN Σανδαράκη (harbour-town on the Black-Sea). Acc. to a quite uncertain supposition by Uhlenbeck PBBeitr. 19, 327ff. from OInd. *candra-rāga- moon-coloured (?), which Cuendet (s. Mayrhofer s. candanaḥ) would like to change in a as hypothetic *candana-rāga- sand-coloured. -- The variation κ/χ points to a Pre-Greek word. Cf. on σάνδυξ.

Middle Liddell

σᾰνδᾰράκη, ἡ,
red or orange-coloured mineral, Arist. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σανδαράκη: -άχη
{sandarákē}
Grammar: f.
Meaning: Sandarach, rotes Arseniksulfid, Realgar, rotes Auripigment (Hp., Arist., Thphr. u.a.), Bienenbrot (Arist.);
Composita: σανδαρακούργιον n. Sandarachgrube (Str.),
Derivative: -ινος sandarachfarben, hellrot (Hdt. u.a.), -ίζω sandarachfarben sein (Dsk.).
Etymology: Orient. LW aus unbek. Quelle. Nehring Glotta 14. 182 erinnert an den ON Σανδαράκη (Hafenstadt am Schwarzen Meer). Nach einer ganz unsicheren Vermutung von Uhlenbeck PBBcitr. 19, 327ff. aus aind. *candra-rāga- mondfarbig (?), das Cuendet (s. Mayrhofer s. candanaḥ) in ein ebenso hypothetisches *candana-rāga- sandfarbig verbessern möchte.
Page 2,675

Translations

realgar

Arabic: رَهَج اَلْغَار; Armenian: ռեալգար; Middle Armenian: ջնարակ; Bengali: মনঃশিলা, মনছাল; Chinese Mandarin: 雄黃, 雄黄; Finnish: realgaari; French: réalgar; Galician: rosalgar; German: Realgar, Rubinschwefel, rotes Schwefelarsenik, rote Arsenblende, Rauschrot; Greek: σανδαράκη, σανδαράχη; Ancient Greek: σανδαράκη, σανδαράχη, Ἀρμένιον χρῶμα; Gujarati: મનશિલ; Hindi: मैनसिल; Italian: realgar; Japanese: 鶏冠石; Latin: risigallum, rissigallum; Manchu: ᠠᠮᡳᡥᡡᠨ; Odia: ମନଛାଲ; Polish: realgar; Punjabi: ਮੈਨਸਿਲ; Russian: реальгар; Sanskrit: मनःशिला; Spanish: rejalgar; Swedish: realgar; Tagalog: batikos; Tamil: மனோசிலை

beebread

Arabic: خُبْز النَحْل; Belarusian: пярга; Bulgarian: перга, пчелен прашец; Catalan: pa d'abella; Chinese Mandarin: 蜂花粉; Danish: bibrød; Dutch: ambrozijn, bijenbrood; Esperanto: abelpano; Estonian: suir; Finnish: mehiläisleipä, perga; French: pain d'abeille; German: Bienenbrot, Perga; Ancient Greek: κήρινθος, ἐριθάκη, σανδαράκη; Hungarian: méhkenyér, perga; Italian: polline d'api; Kazakh: балтозаң, перга; Latin: cerinthus, erithace, sandaraca; Latvian: bišu maize; Lithuanian: bičių duona; Old English: bēobrēad; Polish: pierzga; Portuguese: pão de abelha; Romanian: păstură; Russian: перга, пчелиный хлеб; Serbo-Croatian: пчѐлињӣ хле̏б / pčèlinjī hlȅb, pčèlinjī hljȅb, pčèlinjī krȕh, perga; Slovak: perga, včelí peľ; Slovene: cvetni prah; Spanish: pan de abeja; Swedish: bibröd; Ukrainian: перга