ἀνωφέλητος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]] ἐμοί A.<i>Ch</i>.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c<br /><b class="num">•</b>abs. τέκνα S.<i>Ant</i>.645, τροφή S.<i>El</i>.1144, γῆ X.<i>Cyr</i>.1.6.11.<br /><b class="num">2</b> [[desvalido]] [[ἄνθρωπος]] Eup.377.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]] ἐμοί A.<i>Ch</i>.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c<br /><b class="num">•</b>abs. τέκνα S.<i>Ant</i>.645, τροφή S.<i>El</i>.1144, γῆ X.<i>Cyr</i>.1.6.11.<br /><b class="num">2</b> [[desvalido]] [[ἄνθρωπος]] Eup.377.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνωφέλητος]] -ον)<br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφέλητος Medium diacritics: ἀνωφέλητος Low diacritics: ανωφέλητος Capitals: ΑΝΩΦΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anōphélētos Transliteration B: anōphelētos Transliteration C: anofelitos Beta Code: a)nwfe/lhtos

English (LSJ)

ον,

   A unprofitable, useless, τινί to one, A. Ch.752: abs., S.Ant.645, El.1144; γῆ X.Cyr.1.6.11.    II helpless, ἄνθρωπος Eup.377; ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.9 D.

German (Pape)

[Seite 269] 1) nicht genutzt, unbenutzt, z. B. ein unbestellter Acker, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) nach Phryn. B. A. 24 ἰδίως ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι; bei Eupolis ἄνθρωπος, hoffnungslos, dem nichtzu helfen ist, οἱ δὲ πολλοὶ ἐπὶ τοῦ μὴ ὠφελεῖν θέλοντος ἢ δυναμένου; nutzlos, ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. Ch. 741; nichtsnutzig, Soph. Ant. 645; fruchtlos, vergeblich, El. 1144.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφέλητος: -ον, ἀνωφελής, μάταιος, ἄχρηστος, τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. ἄνθρωπος, «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne procure aucun profit.
Étymologie: ἀ, ὠφελέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil ἐμοί A.Ch.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c
abs. τέκνα S.Ant.645, τροφή S.El.1144, γῆ X.Cyr.1.6.11.
2 desvalido ἄνθρωπος Eup.377.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνωφέλητος -ον)
1. ανώφελος, άχρηστος
2. αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από κάτι.