ἀναπολητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_11)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπολητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ.
|lstext='''ἀναπολητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[αναπόληση]], [[αναμνηστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναπολεί, ο [[μνημονικός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 203] ins Gedächtniß zurückrufend?

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπολητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ.

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο κατάλληλος για αναπόληση, αναμνηστικός
2. αυτός που αναπολεί, ο μνημονικός.