βαθύγαιος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(Bailly1_1)
 
(7)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[βαθύγειος]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[βαθύγειος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[βαθύγαιος]], -ον (Α)<br />(για [[περιοχή]]) αυτός που έχει βαθύ, παχύ [[χώμα]], ο [[εύφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γαία]], ποιητ. τ. του <i>γη</i>].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ion. c. βαθύγειος.

Greek Monolingual

βαθύγαιος, -ον (Α)
(για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη].