αντιπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(5)
(No difference)

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀντιπάσχω (AM)
μσν.
υφίσταμαι κάτι συμμετέχοντας στα παθήματα άλλου
αρχ.
1. υποφέρω με τη σειρά μου, παθαίνω κακό μετά από κακό που προξένησα
2. ευεργετούμαι για ευεργεσία που έκανα
3. είμαι ανάλογος προς κάποιον άλλο
4. είμαι αντίθετης φύσης με κάτι
5. «λόγος ἀντιπεπονθώς» — ο αντιστρόφως ανάλογος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντιπεπονθός
αμοιβαιότητα
7. τὰ ἀντιπεπονθότα
ρήματα αυτοπαθή
8. επίρρ. ἀντιπεπονθότως
αμοιβαία.