ἀνήθινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνήθῐνος) -η, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀνήτινος]] Theoc.7.63<br />[[de eneldo]] στέφανος Theoc.l.c., μύρον Dsc.1.51, cf. Aret.<i>CA</i> 1.2.5, <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.165.10<br /><b class="num">•</b>[[sazonado con eneldo]] οἶνος Dsc.5.65.
|dgtxt=(ἀνήθῐνος) -η, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀνήτινος]] Theoc.7.63<br />[[de eneldo]] στέφανος Theoc.l.c., μύρον Dsc.1.51, cf. Aret.<i>CA</i> 1.2.5, <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.165.10<br /><b class="num">•</b>[[sazonado con eneldo]] οἶνος Dsc.5.65.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνήθινος]] και [[ἀνήτινος]], -η, -ον (AM)<br />κατασκευασμένος με [[άνηθο]] ή από [[άνηθο]] (για στεφάνια, [[κρασί]], ποτά, φάρμακα).
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήθινος Medium diacritics: ἀνήθινος Low diacritics: ανήθινος Capitals: ΑΝΗΘΙΝΟΣ
Transliteration A: anḗthinos Transliteration B: anēthinos Transliteration C: anithinos Beta Code: a)nh/qinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63; οἶνος Dsc.5.65; μύρον Id.1.51, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.

German (Pape)

[Seite 228] von Dill, ἄνηθον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, στέφανος (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), ἀνήτινος ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 d’aneth;
2 parfumé d’aneth.
Étymologie: ἄνηθον.

Spanish (DGE)

(ἀνήθῐνος) -η, -ον

• Alolema(s): ἀνήτινος Theoc.7.63
de eneldo στέφανος Theoc.l.c., μύρον Dsc.1.51, cf. Aret.CA 1.2.5, Tz.Comm.Ar.1.165.10
sazonado con eneldo οἶνος Dsc.5.65.

Greek Monolingual

ἀνήθινος και ἀνήτινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα).