ἀναγλυφή: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[relieve]] ἀναγλυφὰς δ' ἔχουσιν οἱ τοῖχοι Str.17.1.28, τὴν ἀ. ἔχοντα σχοινίδων ἔκτυπον Aristeas 58, cf. I.<i>AI</i> 12.64.<br /><b class="num">2</b> [[oquedad]] καλάμου Herophil. en Gal.2.731.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[relieve]] ἀναγλυφὰς δ' ἔχουσιν οἱ τοῖχοι Str.17.1.28, τὴν ἀ. ἔχοντα σχοινίδων ἔκτυπον Aristeas 58, cf. I.<i>AI</i> 12.64.<br /><b class="num">2</b> [[oquedad]] καλάμου Herophil. en Gal.2.731.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναγλυφή]])<br />ανάγλυφη [[παράσταση]], [[ανάγλυφο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασκευή]] αναγλύφων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναγλύφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναγλυφάριος]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγλῠφή Medium diacritics: ἀναγλυφή Low diacritics: αναγλυφή Capitals: ΑΝΑΓΛΥΦΗ
Transliteration A: anaglyphḗ Transliteration B: anaglyphē Transliteration C: anaglyfi Beta Code: a)naglufh/

English (LSJ)

ἡ,

   A work in low relief, Aristeas 58, Str.17.1.28.    2 scooped out cavity, καλάμου Herophil. ap.Gal.2.731.

German (Pape)

[Seite 183] ἡ, halberhabenes Schnitzwerk, Relief, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγλῠφή: ἡ, ἀνάγλυφον οὕτω κατεσκευασμένον ὥστε αἱ γλυφαὶ νὰ ἐξέχωσι τῆς ἐπιπέδου ἐπιφανείας κατὰ τὸ ἥμισυ, Στράβ. 806. ‒- κοίλωμα, «εἴκαζεν ἀναγλυφῇ καλάμου, ᾧ διαγράφομεν» Γαλην. τόμ. 2, σ. 731.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 relieve ἀναγλυφὰς δ' ἔχουσιν οἱ τοῖχοι Str.17.1.28, τὴν ἀ. ἔχοντα σχοινίδων ἔκτυπον Aristeas 58, cf. I.AI 12.64.
2 oquedad καλάμου Herophil. en Gal.2.731.

Greek Monolingual

η (Α ἀναγλυφή)
ανάγλυφη παράσταση, ανάγλυφο
νεοελλ.
κατασκευή αναγλύφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγλυφάριος.