δεινωτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(big3_10) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />ret. [[relativo a la exageración o vehemencia]] [[Δημοσθένης]] ... τὰς δεινωτικὰς ὕλας παρέσπειρεν ἑκάστῳ κεφαλαίῳ Demóstenes diseminaba los motivos vehementes por cada capítulo</i> Corn.<i>Rh</i>.236. | |dgtxt=-ή, -όν<br />ret. [[relativo a la exageración o vehemencia]] [[Δημοσθένης]] ... τὰς δεινωτικὰς ὕλας παρέσπειρεν ἑκάστῳ κεφαλαίῳ Demóstenes diseminaba los motivos vehementes por cada capítulo</i> Corn.<i>Rh</i>.236. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δεινωτικός]], -ή, -όν (Α) [[δείνωσις]]<br />αυτός που χρησιμοποιεί [[δείνωση]], που μεγαλοποιεί τα πράγματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, Rhet.,
A pertaining to δείνωσις 1, ὗλαι Corn.Rh.p.394H.
German (Pape)
[Seite 539] zum Uebertreiben geneigt, Sp.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
ret. relativo a la exageración o vehemencia Δημοσθένης ... τὰς δεινωτικὰς ὕλας παρέσπειρεν ἑκάστῳ κεφαλαίῳ Demóstenes diseminaba los motivos vehementes por cada capítulo Corn.Rh.236.
Greek Monolingual
δεινωτικός, -ή, -όν (Α) δείνωσις
αυτός που χρησιμοποιεί δείνωση, που μεγαλοποιεί τα πράγματα.