δαιμοναριά: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(8)
(No difference)

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονιαρέα)
η κοινή ονομασία του φυτού υοσκύαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονιαρέα, θηλυκό του δαιμονιάριος (πρβλ. βρομιαρέα, περβολαρέα) σχηματίστηκε αναλογικά προς τα θηλυκά σε -έα τών επιθέτων σε -ύς (πρβλ. βαρύς-βαρέα, βαθύς-βαθέα)].