δίιξις: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(a)
 
(9)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0625.png Seite 625]] ἡ, das Durchdringen, Procl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0625.png Seite 625]] ἡ, das Durchdringen, Procl.
}}
{{ls
|lstext='''δίιξις''': -εως, ἡ, ([[διικνέομαι]]), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.
}}
{{grml
|mltxt=[[δίιξις]], η (Α) [[διικνούμαι]]<br /><b>1.</b> [[διείσδυση]]<br /><b>2.</b> [[διείσδυση]] τών αισθήσεων στη [[συνείδηση]]<br /><b>3.</b> [[διήγηση]].
}}
}}

Latest revision as of 06:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 625] ἡ, das Durchdringen, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

δίιξις: -εως, ἡ, (διικνέομαι), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.

Greek Monolingual

δίιξις, η (Α) διικνούμαι
1. διείσδυση
2. διείσδυση τών αισθήσεων στη συνείδηση
3. διήγηση.