δίιξις: Difference between revisions
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(6_8) |
(9) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίιξις''': -εως, ἡ, ([[διικνέομαι]]), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215. | |lstext='''δίιξις''': -εως, ἡ, ([[διικνέομαι]]), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δίιξις]], η (Α) [[διικνούμαι]]<br /><b>1.</b> [[διείσδυση]]<br /><b>2.</b> [[διείσδυση]] τών αισθήσεων στη [[συνείδηση]]<br /><b>3.</b> [[διήγηση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 625] ἡ, das Durchdringen, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
δίιξις: -εως, ἡ, (διικνέομαι), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.
Greek Monolingual
δίιξις, η (Α) διικνούμαι
1. διείσδυση
2. διείσδυση τών αισθήσεων στη συνείδηση
3. διήγηση.