διοδύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(6_12)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοδύρομαι''': θρηνῶ [[μεγάλως]], μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.
|lstext='''διοδύρομαι''': θρηνῶ [[μεγάλως]], μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[διοδύρομαι]] (Α) [[οδύρομαι]]<br />[[θρηνώ]] [[γοερά]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διοδύρομαι: θρηνῶ μεγάλως, μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.

Greek Monolingual

διοδύρομαι (Α) οδύρομαι
θρηνώ γοερά.