δυσκατέργαστος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de llevar a término]], [[difícil de conseguir]] el actuar en política sin preparación, X.<i>Mem</i>.4.2.7, cf. Phlp.<i>in Mete</i>.92.19<br /><b class="num">•</b>bot. [[difícil de llevar a maduración]] καρποί Thphr.<i>CP</i> 1.14.4.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de trabajar]] λίθος Str.17.1.33, Plu.2.455d, πέτρα Longin.<i>Rh</i>.207.<br /><b class="num">3</b> [[difícil de vencer o dominar]] περιωδυνίαι Dsc.<i>Ther</i>.7, ὁ τύραννος Luc.<i>Tyr</i>.15, τὰ πάθη Chrys.M.51.327, ὅστις τοὺς θεοὺς τιμᾷ Sch.A.<i>Th</i>.596f.<br /><b class="num">4</b> medic., de alimentos [[difícil de digerir o asimilar]], [[indigesto]] τροφή Mnesith.Ath.26.4, ὕδατα Thphr.<i>Fr</i>.159, cf. Aët.3.165, de moluscos, Mnesith.Ath.36.3, Diph.Siph. en Ath.91f, de algunos pescados, Dsc.2.93, Ath.356d, κέγχρος Phylotim.6, τὸ ὠμόν Sor.1.17.103, βόεια κρέα Gal.1.630, cf. Thphr.<i>HP</i> 9.16.9, Ph.2.244, Phlp.<i>in GA</i> 248.20, Paul.Aeg.3.37.4<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[dificultad para ser asimilado]] διὰ τὸ ... ἐπιπολαστικὸν φύσει καὶ δυσκατέργαστον por su tendencia natural a flotar en el estómago y su dificultad para ser asimilado</i> de los frutos secos, Heraclid.71. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de llevar a término]], [[difícil de conseguir]] el actuar en política sin preparación, X.<i>Mem</i>.4.2.7, cf. Phlp.<i>in Mete</i>.92.19<br /><b class="num">•</b>bot. [[difícil de llevar a maduración]] καρποί Thphr.<i>CP</i> 1.14.4.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de trabajar]] λίθος Str.17.1.33, Plu.2.455d, πέτρα Longin.<i>Rh</i>.207.<br /><b class="num">3</b> [[difícil de vencer o dominar]] περιωδυνίαι Dsc.<i>Ther</i>.7, ὁ τύραννος Luc.<i>Tyr</i>.15, τὰ πάθη Chrys.M.51.327, ὅστις τοὺς θεοὺς τιμᾷ Sch.A.<i>Th</i>.596f.<br /><b class="num">4</b> medic., de alimentos [[difícil de digerir o asimilar]], [[indigesto]] τροφή Mnesith.Ath.26.4, ὕδατα Thphr.<i>Fr</i>.159, cf. Aët.3.165, de moluscos, Mnesith.Ath.36.3, Diph.Siph. en Ath.91f, de algunos pescados, Dsc.2.93, Ath.356d, κέγχρος Phylotim.6, τὸ ὠμόν Sor.1.17.103, βόεια κρέα Gal.1.630, cf. Thphr.<i>HP</i> 9.16.9, Ph.2.244, Phlp.<i>in GA</i> 248.20, Paul.Aeg.3.37.4<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[dificultad para ser asimilado]] διὰ τὸ ... ἐπιπολαστικὸν φύσει καὶ δυσκατέργαστον por su tendencia natural a flotar en el estómago y su dificultad para ser asimilado</i> de los frutos secos, Heraclid.71. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκατέργαστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί [[επεξεργασία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]] ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται [[κατοχή]], ο δυσκολοκυβέρνητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) αυτός που ωριμάζει [[αργά]]<br /><b>2.</b> αυτός που χωνεύεται δύσκολα<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα δαμάζεται ή εξημερώνεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to work, λίθος Str.17.1.33; καρποὶ - ότεροι slower to mature, Thphr.CP1.14.4; hard of digestion, Dsc.2.93, Ph.2.244. II = δυσκατάπρακτος, X.Mem.4.2.7 (Comp.). III hard to tame, γένος ταύρων Agatharch.76 (Sup.); hard to overcome, Luc.Tyr. 15.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bearbeiten, λίθος Strab. XVII p. 808; Poll. 5, 105; – schwer zu verdauen, Theophr.; vgl. Ath. II, 42 c; – schwer zu erarbeiten, zu erreichen, im compar., Xen. Mem. 4, 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατέργαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, λίθος, Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = δυσκατάπρακτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à exécuter, à accomplir ; difficile à achever, à tuer.
Étymologie: δυσ-, κατεργάζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de llevar a término, difícil de conseguir el actuar en política sin preparación, X.Mem.4.2.7, cf. Phlp.in Mete.92.19
•bot. difícil de llevar a maduración καρποί Thphr.CP 1.14.4.
2 difícil de trabajar λίθος Str.17.1.33, Plu.2.455d, πέτρα Longin.Rh.207.
3 difícil de vencer o dominar περιωδυνίαι Dsc.Ther.7, ὁ τύραννος Luc.Tyr.15, τὰ πάθη Chrys.M.51.327, ὅστις τοὺς θεοὺς τιμᾷ Sch.A.Th.596f.
4 medic., de alimentos difícil de digerir o asimilar, indigesto τροφή Mnesith.Ath.26.4, ὕδατα Thphr.Fr.159, cf. Aët.3.165, de moluscos, Mnesith.Ath.36.3, Diph.Siph. en Ath.91f, de algunos pescados, Dsc.2.93, Ath.356d, κέγχρος Phylotim.6, τὸ ὠμόν Sor.1.17.103, βόεια κρέα Gal.1.630, cf. Thphr.HP 9.16.9, Ph.2.244, Phlp.in GA 248.20, Paul.Aeg.3.37.4
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad para ser asimilado διὰ τὸ ... ἐπιπολαστικὸν φύσει καὶ δυσκατέργαστον por su tendencia natural a flotar en el estómago y su dificultad para ser asimilado de los frutos secos, Heraclid.71.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσκατέργαστος, -ον)
αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί επεξεργασία
μσν.
(για τόπο ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται κατοχή, ο δυσκολοκυβέρνητος
αρχ.
1. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά
2. αυτός που χωνεύεται δύσκολα
3. αυτός που δύσκολα δαμάζεται ή εξημερώνεται.