εἱλικτός: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6_10)
(10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἱλικτός''': -ή, -όν, ([[εἱλίσσω]]) ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἑλικτός]], ἐσφαλμ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 40.
|lstext='''εἱλικτός''': -ή, -όν, ([[εἱλίσσω]]) ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἑλικτός]], ἐσφαλμ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἱλικτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ελικτός]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱλικτός Medium diacritics: εἱλικτός Low diacritics: ειλικτός Capitals: ΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: heiliktós Transliteration B: heiliktos Transliteration C: eiliktos Beta Code: ei(likto/s

English (LSJ)

ή, όν, (εἱλίσσω) poet. and Ion. for ἑλικτός, f.l. E.Ion 40; of flames,

   A enveloping, Ps.-Democr.Alch.p.50 B.

German (Pape)

[Seite 729] ion. = ἑλικτός.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλικτός: -ή, -όν, (εἱλίσσω) ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἑλικτός, ἐσφαλμ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 40.

Greek Monolingual

εἱλικτός, -ή, -όν (Α)
βλ. ελικτός.