εκφοβίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(11)
(No difference)

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Greek Monolingual

και εκφοβώ (-έω) (Α ἐκφοβῶ)
κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζω
αρχ.
παθ. ἐκφοβοῡμαι
φοβούμαι πολύ, κατατρομάζω.