ἐκτρωτικός: Difference between revisions

11
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[abortivo]], [[δύναμις]] del díctamo, Plu.2.974d.
|dgtxt=-ή, -όν [[abortivo]], [[δύναμις]] del díctamo, Plu.2.974d.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐκτρωτικός]], -ή, -όν)<br />Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[έκτρωση]] ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκτρωτικώς</i><br />με τρόπο που προκαλεί [[έκτρωση]].
}}
}}