χώλωσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χώλωσις''': -εως, ἡ, τὸ γενέσθαι χωλόν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829. | |lstext='''χώλωσις''': -εως, ἡ, τὸ γενέσθαι χωλόν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [[χωλῶ</i>, -<i>όω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του χωλῶ (III). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A being made lame, lameness, Hp.Art.66, Ptol. Tetr.151 (pl.), Vett.Val.109.36.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, das Lähmen, Verrenken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χώλωσις: -εως, ἡ, τὸ γενέσθαι χωλόν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α [[χωλῶ, -όω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χωλῶ (III).