ψεφαρός: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_4) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψεφᾰρός''': -ά, -όν, «ψευφαρά, ζοφοειδῆ (διάφ. γραφ. ψεφοειδῆ), μελανειδοῦντα· [[ψέφος]] γὰρ τὸ [[σκότος]]» Γαληνοῦ Ἱπποκράτ. γλωσσῶν Ἐξήγησ. 598. | |lstext='''ψεφᾰρός''': -ά, -όν, «ψευφαρά, ζοφοειδῆ (διάφ. γραφ. ψεφοειδῆ), μελανειδοῦντα· [[ψέφος]] γὰρ τὸ [[σκότος]]» Γαληνοῦ Ἱπποκράτ. γλωσσῶν Ἐξήγησ. 598. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[σκοτεινός]], [[θολός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]», μέσω αμάρτυρου αρχικού τ. <i>ψέφαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γεραρός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A gloomy, cloudy, Hp. ap. Gal.19.156 (v.l. for ὑποψ- in Hp.Prorrh.1.116).
German (Pape)
[Seite 1396] trübe, dunkel, finster, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ψεφᾰρός: -ά, -όν, «ψευφαρά, ζοφοειδῆ (διάφ. γραφ. ψεφοειδῆ), μελανειδοῦντα· ψέφος γὰρ τὸ σκότος» Γαληνοῦ Ἱπποκράτ. γλωσσῶν Ἐξήγησ. 598.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
σκοτεινός, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι», μέσω αμάρτυρου αρχικού τ. ψέφαρ (πρβλ. γεραρός)].