ψιλόκερως: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_22)
 
(47c)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῑλόκερως''': -ων, ὁ ἀπογυμνωθεὶς τοῦ κέρατος αὑτοῦ, τὸ [[κέρας]] τούτου (δηλ. τοῦ μονοκέρωτος) κόπτουσιν, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τὸν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἑῶσιν ἀποτρέχειν Τζέτζ. Ἱστ. 5. 412.
|lstext='''ψῑλόκερως''': -ων, ὁ ἀπογυμνωθεὶς τοῦ κέρατος αὑτοῦ, τὸ [[κέρας]] τούτου (δηλ. τοῦ μονοκέρωτος) κόπτουσιν, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τὸν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἑῶσιν ἀποτρέχειν Τζέτζ. Ἱστ. 5. 412.
}}
{{grml
|mltxt=-ων, Μ<br /> αυτός που του έχουν κόψει τα κέρατα, που έχει στερηθεί τα κέρατά του («τὸ [[κέρας]] τούτου... κόπτουσι, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τόν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἐῶσιν ἀποτρέχειν», Τζέτζ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὀρθό</i>-<i>κερως</i>].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλόκερως: -ων, ὁ ἀπογυμνωθεὶς τοῦ κέρατος αὑτοῦ, τὸ κέρας τούτου (δηλ. τοῦ μονοκέρωτος) κόπτουσιν, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τὸν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἑῶσιν ἀποτρέχειν Τζέτζ. Ἱστ. 5. 412.

Greek Monolingual

-ων, Μ
αυτός που του έχουν κόψει τα κέρατα, που έχει στερηθεί τα κέρατά του («τὸ κέρας τούτου... κόπτουσι, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τόν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἐῶσιν ἀποτρέχειν», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -κερως (< κέρας), πρβλ. ὀρθό-κερως].