ψιλεύς: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῑλεύς''': έως, ὁ, ὁ [[τελευταῖος]] ἐν χορῷ, «ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες» Ἡσύχ.· ― ὁ Σουΐδ. λέγει «ὁ ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος». | |lstext='''ψῑλεύς''': έως, ὁ, ὁ [[τελευταῖος]] ἐν χορῷ, «ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες» Ἡσύχ.· ― ὁ Σουΐδ. λέγει «ὁ ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὕστατος]] χορεύων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἱππ</i>-<i>εύς</i>), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ψιλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, in pl. ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες, Hsch.; ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος, Suid.
German (Pape)
[Seite 1399] ὁ, der im Chor voransteht, weil im Kriegsheere die ψιλοί die Vordertreffen bilden, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλεύς: έως, ὁ, ὁ τελευταῖος ἐν χορῷ, «ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες» Ἡσύχ.· ― ὁ Σουΐδ. λέγει «ὁ ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -εύς (πρβλ. ἱππ-εύς), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός.