ἐπιμορφάζω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_22)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμορφάζω''': ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, ἀλήθειαν, εὐσέβειαν Φίλων 1. 340, 387, 698, Κλήμ. Ἀλ. 41. ― Μέσ. -άζομαι καὶ -ίζομαι, Εὐσέβ. ΙΙ. 781Α, IV. 804Β, κλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιμορφάζονται· σχηματίζονται».
|lstext='''ἐπιμορφάζω''': ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, ἀλήθειαν, εὐσέβειαν Φίλων 1. 340, 387, 698, Κλήμ. Ἀλ. 41. ― Μέσ. -άζομαι καὶ -ίζομαι, Εὐσέβ. ΙΙ. 781Α, IV. 804Β, κλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιμορφάζονται· σχηματίζονται».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμορφάζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]], [[προφασίζομαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] εσφαλμένα [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μορφάζω]] «[[χειρονομώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμορφάζω Medium diacritics: ἐπιμορφάζω Low diacritics: επιμορφάζω Capitals: ΕΠΙΜΟΡΦΑΖΩ
Transliteration A: epimorpházō Transliteration B: epimorphazō Transliteration C: epimorfazo Beta Code: e)pimorfa/zw

English (LSJ)

   A pretend, c. inf., Ph.1.387; ὅτι . . ib.96; ὡς, c. part., ib.193: abs., ib.363.    II. c.acc., simulate, εὐσέβειαν, τὸ ἀδέσποτον, ib.340,698:—Med., Hsch.

German (Pape)

[Seite 964] den Schein wovon annehmen, erheucheln, τί, Philo, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμορφάζω: ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, ἀλήθειαν, εὐσέβειαν Φίλων 1. 340, 387, 698, Κλήμ. Ἀλ. 41. ― Μέσ. -άζομαι καὶ -ίζομαι, Εὐσέβ. ΙΙ. 781Α, IV. 804Β, κλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιμορφάζονται· σχηματίζονται».

Greek Monolingual

ἐπιμορφάζω (AM)
1. προσποιούμαι, προφασίζομαι, υποκρίνομαι
2. αποδίδω εσφαλμένα κάτι σε κάποιον
3. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφάζω «χειρονομώ» (< μορφή)].