δυσεκπέρατος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δυσεκπέρᾱτος) -ον<br />[[del que es difícil librarse]] πάθος E.<i>Hipp</i>.678, ὀλοὸν κακόν E.<i>Hipp</i>.883. | |dgtxt=(δυσεκπέρᾱτος) -ον<br />[[del que es difícil librarse]] πάθος E.<i>Hipp</i>.678, ὀλοὸν κακόν E.<i>Hipp</i>.883. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσεκπέρατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να περάσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to pass out from, hard to escape, E.Hipp.678 (lyr.), 883 (lyr., v. l. δυσεκπέραντος).
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, πάθος, Eur. Hipp. 676. 873, v. l. δυσεκπέραντος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεκπέρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, μετὰ διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser ; fig. difficile à subir jusqu’au bout.
Étymologie: δυσ-, ἐκπεραίνω.
Spanish (DGE)
(δυσεκπέρᾱτος) -ον
del que es difícil librarse πάθος E.Hipp.678, ὀλοὸν κακόν E.Hipp.883.
Greek Monolingual
δυσεκπέρατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει.