ἔριφος: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
(strοng)
(14)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[perhaps]] from the [[same]] as [[ἔριον]] ([[through]] the [[idea]] of hairiness); a [[kid]] or (genitive [[case]]) [[goat]]: [[goat]], [[kid]].
|strgr=[[perhaps]] from the [[same]] as [[ἔριον]] ([[through]] the [[idea]] of hairiness); a [[kid]] or (genitive [[case]]) [[goat]]: [[goat]], [[kid]].
}}
{{grml
|mltxt=ο και η (AM [[ἔριφος]])<br /><b>1.</b> [[νεαρός]] [[γόνος]] αίγας, ερίφι, [[κατσίκι]]<br /><b>2.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κεραμβυκιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ Ἔριφοι</i><br />[[αστερισμός]] που η [[επιτολή]] του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ’ ἐρίφοις» — με [[τρικυμία]], με καιρό τρικυμιώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θ. <i>εριφ</i>- ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>erbh</i><i>ī</i>- «[[δορκάς]]» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. <i>heirp</i> «[[κατσίκα]]». Η [[κατάληξη]] -<i>ος</i> [[κατά]] το [[έλαφος]]. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. <i>oroj</i> «[[αρνί]]», <i>erinj</i> «νεαρή [[αγελάδα]]», το λατ. <i>aries</i>-<i>ě</i><i>tis</i> «[[κριός]]» και το ουμβρ. <i>erietu</i> «[[κριός]]», η [[αντιστοιχία]] όμως δεν [[είναι]] [[πλήρης]] [[ούτε]] στη [[μορφή]] [[ούτε]] στη [[σημασία]]. Πολύ αμφίβολη η [[σύνδεση]] με το αρχ. ελλ. <i>ερῖνεός</i> «[[αγριοσυκιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερίφιο]](-<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εριφέας</i>, [[ερίφειος]], <i>Ερίφειος</i>, <i>εριφιήματα</i>].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρῐφος Medium diacritics: ἔριφος Low diacritics: έριφος Capitals: ΕΡΙΦΟΣ
Transliteration A: ériphos Transliteration B: eriphos Transliteration C: erifos Beta Code: e)/rifos

English (LSJ)

ὁ (ἡ, Alc.Supp.24.1, GDI5029 (Crete)),

   A kid, ἄρνεσσιν..ἢ ἐρίφοισι Il.16.352, cf. 24.262, Od.9.226, Alc. l.c., Orph.Fr.32c, etc.    II Ἔριφοι, οἱ, the constellation Haedi, Democr.14, Theoc. 7.53 (cf. Sch. ad loc.), Arat.158, Eratosth.Cat.13, Chio Ep.4.1, Ptol. Alm.7.5, etc.

German (Pape)

[Seite 1031] ὁ, der junge Bock, junge Ziege, Hom. oft, wie folgde Dichter; – οἱ ἔριφοι, das Gestirn, hoedi, Zicklein, dessen Untergang Sturm verkündete, Theocr. 7, 53; Arat. 158; Callim. 48 (VII, 272).

Greek (Liddell-Scott)

ἔρῐφος: ὁ, ὁ νεαρὸς γόνος αἰγός, «κατσικάκι», ἀρνεσσιν… ἢ ἐρίφοισιν Ἰλ. Π. 352, πρβλ. Ω. 262, Ὀδ. Ι. 226 ΙΙ. ἔριφοι, οἱ, Λατ. hoedi, ἀστερισμός τις (οὗ ἡ ἐπιτολὴ τῇ 23 Σεπτεμβρίου καθ’ ἡμᾶς), ὅστις προξενεῖ θυέλλας, ἐφ’ ἑσπερίοις ἐριφοις, «ἐπὶ ἐρίφοις δύνουσι· τοῦτο γὰρ δύναται τὸ ἑσπερίοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 53· ἐπ’ ἐρίφοις, ἐν καιρῷ τρικυμιώδει, Ἄρατ. 158, ἴδε Σχολ. Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chevreau, jeune bouc, animal.
Étymologie: DELG rad. i.-e.

English (Autenrieth)

kid, pl., Od. 9.220.

English (Slater)

ἔρῐφος
   1 kid ἐρίφων μεθομηρεον ?Pan. fr. 47.

English (Strong)

perhaps from the same as ἔριον (through the idea of hairiness); a kid or (genitive case) goat: goat, kid.

Greek Monolingual

ο και η (AM ἔριφος)
1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι
2. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κεραμβυκιδών
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι
αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες
2. φρ. «ἐπ’ ἐρίφοις» — με τρικυμία, με καιρό τρικυμιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. εριφ- ανάγεται σε ΙΕ τ. erbhī- «δορκάς» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. heirp «κατσίκα». Η κατάληξη -ος κατά το έλαφος. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. oroj «αρνί», erinj «νεαρή αγελάδα», το λατ. aries-ětis «κριός» και το ουμβρ. erietu «κριός», η αντιστοιχία όμως δεν είναι πλήρης ούτε στη μορφή ούτε στη σημασία. Πολύ αμφίβολη η σύνδεση με το αρχ. ελλ. ερῖνεός «αγριοσυκιά».
ΠΑΡ. ερίφιο(-ν)
αρχ.
εριφέας, ερίφειος, Ερίφειος, εριφιήματα].